Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

ΗΣΑΙΑΣ - Isaia - Isaiah 62


font
GREEK BIBLEVULGATA
1 Δια την Σιων δεν θελω σιωπησει και δια την Ιερουσαλημ δεν θελω ησυχασει, εωσου η δικαιοσυνη αυτης εξελθη ως λαμψις και η σωτηρια αυτης ως λαμπας καιομενη.1 Propter Sion non tacebo,
et propter Jerusalem non quiescam,
donec egrediatur ut splendor justus ejus,
et salvator ejus ut lampas accendatur.
2 Και θελουσιν ιδει τα εθνη την δικαιοσυνην σου και παντες οι βασιλεις την δοξαν σου? και θελεις ονομασθη με νεον ονομα, το οποιον του Κυριου το στομα θελει ονομασει.2 Et videbunt gentes justum tuum,
et cuncti reges inclytum tuum ;
et vocabitur tibi nomen novum,
quod os Domini nominabit.
3 Και θελεις εισθαι στεφανος δοξης εν χειρι Κυριου και διαδημα βασιλικον εν τη παλαμη του Θεου σου.3 Et eris corona gloriæ in manu Domini,
et diadema regni in manu Dei tui.
4 Δεν θελεις πλεον ονομασθη, Εγκαταλελειμμενη? ουδε η γη σου θελει πλεον ονομασθη, Ηρημωμενη? αλλα θελεις ονομασθη, Η ευδοκια μου εν αυτη? και η γη σου, Η νενυμφευμενη? διοτι ο Κυριος ηυδοκησεν επι σε, και η γη σου θελει εισθαι νενυμφευμενη.4 Non vocaberis ultra Derelicta,
et terra tua non vocabitur amplius Desolata ;
sed vocaberis, Voluntas mea in ea,
et terra tua Inhabitata,
quia complacuit Domino in te,
et terra tua inhabitabitur.
5 Διοτι καθως ο νεος νυμφευεται με παρθενον, ουτως οι υιοι σου θελουσι συνοικει μετα σου? και καθως ο νυμφιος ευφραινεται εις την νυμφην, ουτως ο Θεος σου θελει ευφρανθη εις σε.5 Habitabit enim juvenis cum virgine,
et habitabunt in te filii tui ;
et gaudebit sponsus super sponsam,
et gaudebit super te Deus tuus.
6 Επι των τειχων σου, Ιερουσαλημ, κατεστησα φυλακας, οιτινες ποτε δεν θελουσι σιωπα ουτε ημεραν ουτε νυκτα? οσοι ανακαλειτε τον Κυριον, μη φυλαττετε σιωπην.6 Super muros tuos, Jerusalem, constitui custodes ;
tota die et tota nocte
in perpetuum non tacebunt.
Qui reminiscimini Domini, ne taceatis,
7 Και μη διδετε εις αυτον αναπαυσιν, εωσου συστηση και εωσου καμη την Ιερουσαλημ αινεσιν επι της γης.7 et ne detis silentium ei,
donec stabiliat et donec ponat Jerusalem
laudem in terra.
8 Ο Κυριος ωμοσεν επι την δεξιαν αυτου και επι τον βραχιονα της δυναμεως αυτου, δεν θελω δωσει πλεον τον σιτον σου τροφην εις τους εχθρους σου? και οι υιοι του αλλογενους δεν θελουσι πινει τον οινον σου, δια τον οποιον εμοχθησας?8 Juravit Dominus in dextera sua,
et in brachio fortitudinis suæ :
Si dedero triticum tuum ultra
cibum inimicis tuis ;
et si biberint filii alieni vinum tuum
in quo laborasti.
9 αλλ' οι θεριζοντες θελουσι τρωγει αυτον και αινει τον Κυριον? και οι τρυγωντες θελουσι πινει αυτον εν ταις αυλαις της αγιοτητος μου.9 Quia qui congregant illud, comedent,
et laudabunt Dominum ;
et qui comportant illud, bibent
in atriis sanctis meis.
10 Περασατε, περασατε δια των πυλων? ετοιμασατε την οδον του λαου? επισκευασατε, επισκευασατε την οδον? εκριψατε τους λιθους? υψωσατε σημαιαν προς τους λαους.10 Transite, transite per portas,
præparate viam populo :
planum facite iter, eligite lapides,
et elevate signum ad populos.
11 Ιδου, ο Κυριος διεκηρυξεν εως των ακρων της γης, Ειπατε προς την θυγατερα της Σιων, Ιδου, ο Σωτηρ σου ερχεται? ιδου, ο μισθος αυτου ειναι μετ' αυτου και το εργον αυτου ενωπιον αυτου.11 Ecce Dominus auditum fecit
in extremis terræ :
Dicite filiæ Sion :
Ecce Salvator tuus venit ;
ecce merces ejus cum eo,
et opus ejus coram illo.
12 Και θελουσιν ονομασει αυτους, Ο Αγιος λαος, Ο λελυτρωμενος του Κυριου? και συ θελεις ονομασθη, Επιζητουμενη, πολις ουκ εγκαταλελειμμενη.12 Et vocabunt eos, Populus sanctus,
redempti a Domino ;
tu autem vocaberis, Quæsita civitas,
et non Derelicta.