Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

ΗΣΑΙΑΣ - Isaia - Isaiah 44


font
GREEK BIBLELA SACRA BIBBIA
1 Αλλα τωρα ακουσον, δουλε μου Ιακωβ, και Ισραηλ τον οποιον εξελεξα.1 Ora ascolta, Giacobbe, servo mio, Israele che ho eletto!
2 Ουτω λεγει Κυριος, οστις σε εκαμε και σε επλασεν εκ κοιλιας και θελει σε βοηθησει? Μη φοβου, δουλε μου Ιακωβ, και συ, Ιεσουρουν, τον οποιον εξελεξα.2 Così parla il Signore, che ti ha fatto, ti ha formato nel seno materno e ti aiuta: "Non temere, servo mio Giacobbe, Iesurùn, che ho eletto!
3 Διοτι θελω εκχεει υδωρ επι τον διψωντα και ποταμους επι την ξηραν? θελω εκχεει το πνευμα μου επι το σπερμα σου και την ευλογιαν μου επι τους εκγονους σου?3 Perché farò scorrere acqua nella steppa e fiumi nella terra arida. Effonderò il mio spirito sulla tua progenie e la mia benedizione sulla tua posterità.
4 και θελουσι βλαστησει ως μεταξυ χορτου, ως ιτεαι παρα τους ρυακας των υδατων.4 Cresceranno come erba in mezzo all'acqua, come salici lungo i corsi d'acqua.
5 Ο μεν θελει λεγει, Εγω ειμαι του Κυριου? ο δε θελει ονομαζεσθαι με το ονομα Ιακωβ? και αλλος θελει υπογραφεσθαι με την χειρα αυτου εις τον Κυριον και επονομαζεσθαι με το ονομα Ισραηλ.5 Questi dirà: "Io appartengo al Signore", quegli si chiamerà col nome di Giacobbe; un altro scriverà sulla mano: "del Signore", e verrà indicato con il nome d'Israele".
6 Ουτω λεγει Κυριος ο Βασιλευς του Ισραηλ και ο Λυτρωτης αυτου, ο Κυριος των δυναμεων? Εγω ειμαι ο πρωτος και εγω ο εσχατος? και εκτος εμου δεν υπαρχει Θεος.6 Così parla il Signore, il re d'Israele, il suo redentore, il Signore degli eserciti: "Io sono il primo e io sono l'ultimo, all'infuori di me non vi è Dio.
7 Και τις ως εγω θελει κραξει και αναγγειλει και διαταξει εις εμε, αφου εσυστησα τον παλαιον λαον; και τα επερχομενα και τα μελλοντα ας αναγγειλωσι προς αυτους.7 Chi è come me? Lo proclami! Lo annunci e me lo esponga! Chi ha fatto intendere le cose future dall'eternità? Ci annuncino ciò che succederà!
8 Μη φοβεισθε μηδε τρομαζετε? εκτοτε δεν σε εκαμα να ακουσης και ανηγγειλα τουτο; σεις εισθε μαλιστα μαρτυρες μου? εκτος εμου υπαρχει Θεος; βεβαιως δεν υπαρχει βραχος? δεν γνωριζω ουδενα.8 Non lasciatevi spaventare e non temete! Non l'ho forse fatto intendere e annunciato da molto tempo? Voi ne siete testimoni: vi è forse un dio all'infuori di me? Non vi è una roccia! Non ne conosco!".
9 Οσοι κατασκευαζουσιν ειδωλα, παντες ειναι ματαιοτης? και τα πολυεραστα αυτων ειδωλα δεν ωφελουσι? και αυτοι ειναι μαρτυρες αυτων οτι δεν βλεπουσιν ουδε νοουσι, δια να καταισχυνθωσι.9 I fabbricatori di idoli sono tutti un niente e i loro oggetti preziosi non valgono a nulla. I loro testimoni non vedono e non comprendono, per cui saranno coperti di vergogna.
10 Τις επλασε θεον η εχυσεν ειδωλον, το οποιον ουδεν ωφελει;10 Chi forma un dio e fonde il simulacro senza attendere vantaggio?
11 Ιδου, παντες οι συντροφοι αυτου θελουσιν αισχυνθη? και οι τεχνιται, αυτοι ειναι εξ ανθρωπων? ας συναχθωσι παντες ομου? ας παρασταθωσι? θελουσι φοβηθη, θελουσιν εντραπη παντες ομου.11 Ecco, tutti i suoi seguaci saranno coperti di confusione e gli artigiani non sono che uomini. Si raccolgano tutti e si presentino! Saranno insieme spaventati e confusi.
12 Ο χαλκευς κοπτει σιδηρον και εργαζεται εις τους ανθρακας και με τα σφυρια μορφονει αυτο και κατασκευαζει αυτο με την δυναμιν των βραχιονων αυτου? μαλιστα πεινα και η δυναμις αυτου αποκαμνει? υδωρ δεν πινει και ατονει.12 Il fabbro lavora il ferro sulle braci e col martello gli dà la forma, lo rifinisce col suo braccio vigoroso, soffre la fame ed è estenuato, non beve acqua e si stanca.
13 Ο ξυλουργος εξαπλονει τον κανονα, σημειονει αυτο με σταθμην, ομαλυνει αυτο με ροκανια και σημειονει αυτο δια του διαβητου και καμνει αυτο κατα την ανθρωπινην μορφην, κατα ανθρωπινην ωραιοτητα, δια να κατοικη εν τη οικια.13 Il falegname stende il regolo, disegna l'idolo con lo stilo, lo fabbrica con scalpelli, lo misura con il compasso facendolo a forma d'uomo, come una splendida figura umana, perché possa abitare in un tempio.
14 Κοπτει εις εαυτον κεδρους και λαμβανει την κυπαρισσον και την δρυν, τα οποια εκλεγει εις εαυτον μεταξυ των δενδρων του δασους? φυτευει πευκην και η βροχη αυξανει αυτην.14 Egli si taglia i cedri, prende un cipresso o una quercia, che fa crescere vigorosi tra gli alberi della foresta; egli pianta un frassino, che la pioggia fa crescere.
15 Και θελει εισθαι χρησιμον εις τον ανθρωπον δια καυσιμον? και εξ αυτου λαμβανει και θερμαινεται? προσετι καιει αυτο και ψηνει αρτον? προσετι καμνει αυτο θεον και προσκυνει αυτο? καμνει αυτο ειδωλον και γονατιζει εμπροσθεν αυτου.15 Ciò serve all'uomo per bruciare; ne prende una parte, e si scalda e ancora ne accende il fuoco e cuoce il pane; con il resto fabbrica un dio e l'adora, ne fa un simulacro e lo venera.
16 Το ημισυ αυτου καιει εν πυρι? με το αλλο ημισυ τρωγει το κρεας? ψηνει το ψητον και χορταινει? και θερμαινεται, λεγων, Ω εθερμανθην, ειδον το πυρ?16 Una metà la brucia al fuoco e sulle sue braci cuoce la carne, mangia l'arrosto e si sazia, inoltre si riscalda e dice: "Ah, mi sono riscaldato, ho visto la fiamma!".
17 και το εναπολειφθεν αυτου καμνει θεον, το γλυπτον αυτου? γονατιζει εμπροσθεν αυτου και προσκυνει αυτο και προσευχεται εις αυτο και λεγει, Λυτρωσον με, διοτι εισαι ο θεος μου.17 Con il resto egli fabbrica un dio, un simulacro, lo venera, lo adora e gli rivolge la preghiera dicendo: "Salvami, perché tu sei il mio dio!".
18 Δεν καταλαμβανουσιν ουδε νοουσι? διοτι εκλεισε τους οφθαλμους αυτων δια να μη βλεπωσι, και τας καρδιας αυτων δια να μη νοωσι.18 Non sanno e non comprendono, perché i loro occhi sono coperti in modo da non vedere, i loro cuori impediti in modo da non comprendere.
19 Και ουδεις συλλογιζεται εν τη καρδια αυτου ουδε ειναι γνωσις εν αυτω ουδε νοησις, ωστε να ειπη, Το ημισυ αυτου εκαυσα εν πυρι? ετι εψησα αρτον επι των ανθρακων αυτου? εψησα κρεας και εφαγον? επειτα θελω καμει το υπολοιπον αυτου βδελυγμα; θελω προσκυνησει δενδρου κορμον;19 Egli non considera nel suo cuore, non ha né scienza né intelligenza per dire: "La metà l'ho bruciata sul fuoco e sulle sue braci ho anche cotto il pane; ho arrostito la carne e l'ho mangiata; con il resto fabbricherò l'abominazione, venererò un pezzo di legno"?
20 Βοσκεται απο στακτης? η ηπατημενη καρδια αυτου απεπλανησεν αυτον, δια να μη δυναται να ελευθερωση την ψυχην αυτου μηδε να ειπη, Τουτο, τη εν τη δεξια μου, δεν ειναι ψευδος;20 Egli si pasce di cenere, il suo cuore sedotto lo travia; egli non salverà la sua vita e non dirà: "Non è forse una falsità ciò che tengo in mano?".
21 Ενθυμου ταυτα, Ιακωβ και Ισραηλ? διοτι δουλος μου εισαι? εγω σε επλασα? δουλος μου εισαι? Ισραηλ, δεν θελεις λησμονηθη υπ' εμου.21 "Ricorda queste cose, o Giacobbe, o Israele, poiché tu sei il mio servo! Ti ho formato, tu sei il mio servo; o Israele, io non ti dimenticherò!
22 Εξηλειψα ως πυκνην ομιχλην τας παραβασεις σου, και ως νεφος τας αμαρτιας σου? επιστρεψον προς εμε? διοτι εγω σε ελυτρωσα.22 Ho disperso come una nube le tue trasgressioni, i tuoi peccati come una nuvola. Ritorna a me, perché io ti ho redento".
23 Ψαλλετε, ουρανοι? διοτι ο Κυριος εκαμε τουτο? αλαλαξατε, τα κατω της γης? εκβαλετε φωνην αγαλλιασεως, ορη, δαση και παντα τα εν αυτοις δενδρα? διοτι ο Κυριος ελυτρωσε τον Ιακωβ και εδοξασθη εν τω Ισραηλ.23 Giubilate, o cieli, perché il Signore ha agito! Esultate, profondità della terra! Gridate di gioia, o montagne, e tu, foresta, con tutti i tuoi alberi! Perché il Signore ha redento Giacobbe e ha manifestato la sua gloria in Israele.
24 Ουτω λεγει ο Κυριος, οστις σε ελυτρωσε και σε επλασεν εκ κοιλιας? Εγω ειμαι ο Κυριος ο ποιησας τα παντα? ο μονος εκτεινας τους ουρανους, ο στερεωσας την γην απ' εμαυτου?24 Così parla il Signore, il tuo redentore, colui che ti ha formato fin dal seno materno: "Io sono il Signore che ha creato tutto, che da solo ho disteso i cieli, ho fissato la terra: chi era con me?
25 ο ματαιονων τα σημεια των ψευδολογων και καθιστων παραφρονας τους μαντεις? ο ανατρεπων τους σοφους και μωραινων την επιστημην αυτων?25 Io anniento i presagi degli indovini e faccio delirare i maghi; faccio indietreggiare i sapienti e rendo folle la loro scienza.
26 ο στερεονων τον λογον του δουλου μου και εκπληρων την βουλην των μηνυτων μου? ο λεγων προς την Ιερουσαλημ, Θελεις κατοικισθη? και προς τας πολεις του Ιουδα, Θελετε ανακτισθη και θελω ανορθωσει τα ερειπια αυτου?26 Confermo la parola del mio servo e do successo al consiglio dei miei inviati; io che dico a Gerusalemme: "Sarai abitata" ed alle città di Giuda: "Sarete ricostruite", e riedificherò le sue rovine.
27 ο λεγων προς την αβυσσον, Γενου ξηρα και θελω ξηρανει τους ποταμους σου?27 Sono io che dico all'oceano: "Séccati", e faccio inaridire i tuoi fiumi.
28 ο λεγων προς τον Κυρον, Ουτος ειναι ο βοσκος μου και θελει εκπληρωσει παντα τα θεληματα μου? και ο λεγων προς την Ιερουσαλημ, Θελεις ανακτισθη? και προς τον ναον, Θελουσι τεθη τα θεμελια σου.28 Sono io che dico a Ciro: "Mio pastore"! Ed egli compirà tutti i miei desideri; che dico a Gerusalemme: "Sarai riedificata", ed al tempio: "Sarai ristabilito"!".