Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΗΣΑΙΑΣ - Isaia - Isaiah 37


font
GREEK BIBLEBIBBIA MARTINI
1 Και οτε ηκουσεν ο βασιλευς Εζεκιας, διεσχισε τα ιματια αυτου και εσκεπασθη με σακκον και εισηλθεν εις τον οικον του Κυριου.1 E quando il re Ezechia ebbe udito, stracciò le sue vesti, e si involse nel cilicio, ed entrò nella casa del Signore.
2 Και απεστειλεν Ελιακειμ τον οικονομον και Σομναν τον γραμματεα και τους πρεσβυτερους των ιερεων εσκεπασμενους με σακκους, προς τον προφητην Ησαιαν, τον υιον του Αμως?2 E mandò Eliacim prefetto della casa, e Sobna dottor della legge, e gli anziani de' sacerdoti vestiti di cilizio ad Isaia figliuolo di Amos profeta,
3 και ειπον προς αυτον, Ουτω λεγει ο Εζεκιας? Ημερα θλιψεως και ονειδισμου και βλασφημιας, η ημερα αυτη? διοτι τα τεκνα ηλθον εις την ακμην της γεννας, πλην δυναμις δεν ειναι εις την τικτουσαν?3 E questi gli dissero: Ezechia dice: Giorno di tribolazione, e di gastigo, e di bestemmia egli è questo: i figliuoli sono stati condotti fino al parto, e manca la forza per partorirli.
4 ειθε να ηκουσε Κυριος ο Θεος σου τους λογους του Ραβ-σακη, τον οποιον ο βασιλευς της Ασσυριας ο κυριος αυτου απεστειλε δια να ονειδιση τον ζωντα Θεον, και να υβριση δια των λογων, τους οποιους ηκουσε Κυριος ο Θεος σου? δια τουτο υψωσον δεησιν υπερ του υπολοιπου του σωζομενου.4 Se il Signore Dio tuo ha udite le parole di Rabsace mandato dal re Assiro suo signore a bestemmiare il Dio vivo, ed a schernirlo con que' discorsi, che il Signore Dio tuo ha sentiti: alza adunque tu la tua orazione per que', che ancora rimangono.
5 Και ηλθον προς τον Ησαιαν οι δουλοι του βασιλεως Εζεκιου.5 E andarono i servi di Ezechia da Isaia:
6 Και ειπε προς αυτους ο Ησαιας, Ουτω θελετε ειπει προς τον κυριον σας? Ουτω λεγει Κυριος? Μη φοβου απο των λογων, τους οποιους ηκουσας, δια των οποιων οι δουλοι του βασιλεως της Ασσυριας με ωνειδισαν?6 E Isaia disse loro: Dite questo al vostro padrone: Il Signore dice: Non ti faccian paura le parole, che hai udite, colle quali i servi del re degli Assirj mi hanno bestemmiato.
7 ιδου, εγω θελω βαλει εις αυτον τοιουτον πνευμα, ωστε ακουσας θορυβον θελει επιστρεψει εις την γην αυτου? και θελω καμει αυτον να πεση δια μαχαιρας εν τη γη αυτου.7 Ecco, che io darò a lui uno spirito, e gli sarà recato un avviso, e tornerà al suo paese, e farollo perire di spada nel suo paese.
8 Ο Ραβ-σακης λοιπον επεστρεψε και ευρηκε τον βασιλεα της Ασσυριας πολεμουντα εναντιον της Λιβνα? διοτι ηκουσεν οτι εφυγεν απο Λαχεις.8 E se n' andò' Rabsace, che aveva udito come il re degli Assirj era sloggiato da Lachis, e trovollo, che faceva assedio di Lobna,
9 Και ο βασιλευς ηκουσε να λεγωσι περι Θιρακα του βασιλεως της Αιθιοπιας, Εξηλθε να σε πολεμηση. Και οτε ηκουσε τουτο, απεστειλε πρεσβεις προς τον Εζεκιαν, λεγων,9 E udì novelle intorno a Taraca re dell'Etiopia, come questi veniva per combatterlo. La qualcosa poiché ebbe udita, mandò ambasciadori ad Ezechia, dicendo:
10 Ουτω θελετε ειπει προς Εζεκιαν, τον βασιλεα του Ιουδα, λεγοντες, Ο Θεος σου, επι τον οποιον θαρρεις, ας μη σε απατα, λεγων, Η Ιερουσαλημ δεν θελει παραδοθη εις την χειρα του βασιλεως της Ασσυριας.10 Direte ad Ezechia re di Giuda: Non t'inganni il tuo Dio a cui tu ti affidi col dire: Non sarà data Gerusalemme in potere del re Assiro.
11 Ιδου, συ ηκουσας τι εκαμον οι βασιλεις της Ασσυριας εις παντας τους τοπους, καταστρεφοντες αυτους? και συ θελεις λυτρωθη;11 Ecco, che tu hai sentito tutto quel, che han fatto i re Assiri a tutte queste regioni, le quali eglino hanno sterminate; e tu potrai liberartene?
12 Μηπως οι θεοι των εθνων ελυτρωσαν εκεινους, τους οποιους οι πατερες μου κατεστρεψαν, την Γωζαν και την Χαρραν και Ρεσεφ και τους υιους του Εδεν, τους εν Τελασσαρ;12 Hann'eglino forse gli dei delle genti salvato quegli, a' quali portaron rovina ì padri miei, Gozan, e Haram e Reseph, e i figliuoli di Eden, che erano in Thelassar?
13 Που ο βασιλευς της Αιμαθ και ο βασιλευς της Αρφαδ και ο βασιλευς της πολεως Σεφαρουιμ, Ενα και Αυα;13 Dov'è il re di Emath, e il re di Arphad, e il re della città di Sepharvaim, di Ana, e di Ava?
14 Και λαβων ο Εζεκιας την επιστολην εκ της χειρος των πρεσβεων ανεγνωσεν αυτην? και ανεβη ο Εζεκιας εις τον οικον του Κυριου και εξετυλιξεν αυτην ενωπιον του Κυριου.14 E prese Ezechia la lettera dalle mani degli ambasciadori, e la lesse, e andossene alla casa del Signore, e la distese dinanzi al Signore.
15 Και προσηυχηθη εις τον Κυριον ο Εζεκιας λεγων,15 E fece orazione Ezechia al Signore, dicendo:
16 Κυριε των δυναμεων, Θεε του Ισραηλ, ο καθημενος επι των χερουβειμ, συ αυτος εισαι ο Θεος, ο μονος, παντων των βασιλειων της γης? συ εκαμες τον ουρανον και την γην.16 Signore degli eserciti, Dio d'Israele, che siedi sopra i cherubini; tu solo se Dio di tutti i regni della terra tu facesti il cielo, e la terra
17 Κλινον, Κυριε, το ους σου και ακουσον? ανοιξον, Κυριε, τους οφθαλμους σου και ιδε? και ακουσον παντας τους λογους του Σενναχειρειμ, οστις απεστειλε τουτον δια να ονειδιση τον ζωντα Θεον.17 Porgi Signore le tue orecchie, ed ascolta: apri Signore gli occhi tuoi, e vedi, ed ascolta tutto quello, che manda a dire Sennacherib bestemmiando il Dio vivo.
18 Αληθως, Κυριε, οι βασιλεις της Ασσυριας ηρημωσαν παντα τα εθνη και τους τοπους αυτων,18 Vero è, o Signore, che i re degli Assirj han disertate le genti, e i loro paesi.
19 και ερριψαν εις το πυρ τους θεους αυτων? διοτι δεν ησαν θεοι, αλλ' εργον χειρων ανθρωπων, ξυλα και λιθοι? δια τουτο κατεστρεψαν αυτους.19 Ed han dati alle fiamme gli dei loro: perocché non erano dei, ma opere delle mani degli uomini, legni, e sassi: e gli hanno fatti in pezzi.
20 Τωρα λοιπον, Κυριε Θεε ημων, σωσον ημας εκ της χειρος αυτου? δια να γνωρισωσι παντα τα βασιλεια της γης, οτι συ εισαι ο Κυριος, ο μονος.20 Ma tu adesso, o Signore Dio nostro, salvaci dalle mani di lui; e i regni tutti della terra conoscano, che tu se solo il Signore.
21 Τοτε απεστειλεν Ησαιας ο υιος του Αμως προς Εζεκιαν, λεγων, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? Ηκουσα οσα προσηυχηθης εις εμε κατα του Σενναχειρειμ, βασιλεως της Ασσυριας.21 E Isaia figliuolo di Amos mandò a dire ad Ezechia: Il Signore Dio d'Israele dice cosi: Quanto a quello, che tu mi hai pregato di fare riguardo a Sennacherib re degli Assirj:
22 Ουτος ειναι ο λογος, τον οποιον ο Κυριος ελαλησε περι αυτου? Σε κατεφρονησε, σε ενεπαιξεν η παρθενος, θυγατηρ της Σιων? οπισω σου εσεισε κεφαλην η θυγατηρ της Ιερουσαλημ.22 Ecco quello che ha detto il Signore contro di lui: Egli ti ha disprezzato, e ti ha insultato, o vergine figlia di Sion: ha scosso la testa dietro a te, figliuola di Gerusalemme.
23 Τινα ωνειδισας και εβλασφημησας; και κατα τινος υψωσας φωνην και εσηκωσας υψηλα τους οφθαλμους σου; κατα του Αγιου του Ισραηλ.23 Chi hai tu oltraggiato, e chi hai tu bestemmiato, e contro di chi hai alzata la voce, e il superbo tuo sguardo? Contro il Santo d'Israele.
24 Τον Κυριον ωνειδισας δια των δουλων σου και ειπας, Με το πληθος των αμαξων μου ανεβην εγω εις το υψος των ορεων, εις τα πλευρα του Λιβανου? και θελω κοψει τας υψηλας κεδρους αυτου, τας εκλεκτας ελατους αυτου? και θελω εισελθει εις το υψος των ακρων αυτου, εις το δασος του Καρμηλου αυτου?24 Per mezzo de' servi tuoi hai oltraggiato il Signore, ed hai detto: io colla moltitudine de' miei cocchi sono salito sugli alti monti, su' gioghi del Libano: troncherò i suoi cedri più alti, e gli scelti suoi abeti, salirò alla ultima cima di esso, ed entrerò nella boscaglia del suo Carmelo.
25 εγω ανεσκαψα και επιον υδατα? και με το ιχνος των ποδων μου εξηρανα παντας τους ποταμους των πολιορκουμενων.25 Io ho scavato, ed ho bevuto le acque, e dovunque ho posti i piedi, ho asciugati tutti i rivi correnti tralle loro ripe.
26 Μη δεν ηκουσας οτι εγω εκαμον τουτο παλαιοθεν και απο ημερων αρχαιων εβουλευθην αυτο; τωρα δε εξετελεσα τουτο, ωστε να ησαι δια να καταστρεφης πολεις ωχυρωμενας εις ερειπιων σωρους?26 Ma non hai tu udito, che io già tempo ordinai queste cose; Io già ab antico le concepii; ed ora le ho poste ad effetto; e sono eseguite, talmente chè sono distrutte le rocche, che fan resistenza, e le munite città.
27 δια τουτο οι κατοικοι αυτων ησαν μικρας δυναμεως, ετρομαξαν και κατησχυνθησαν? ησαν ως ο χορτος του αγρου και ως η χλοη, ως ο χορτος των δωματων και ως ο σιτος ο καιομενος πριν καλαμωση.27 Gli abitatori di queste come monchi tremarono, e si spaurirono, son divenuti come lo strame de' campi, e il fieno de' pascoli, e l'erba dei tetti, che secca prima di esser a maturità.
28 Πλην εγω εξευρω την κατοικιαν σου και την εξοδον σου και την εισοδον σου και την κατ' εμου λυσσαν σου.28 Lo conobbi il tuo stare, e l'andare, e 'l venire, e la stoltezza tua contro di me.
29 Επειδη η κατ' εμου λυσσα σου και η αλαζονεια σου ανεβησαν εις τα ωτα μου, δια τουτο θελω βαλει τον κρικον μου εις τους μυκτηρας σου και τον χαλινον μου εις τα χειλη σου, και θελω σε επιστρεψει δια της οδου δι' ης ηλθες.29 Quando tu infuriavi contro di me, pervenne alle mie orecchie la tua arroganza: io pertanto metterò alle tue narici un anello, ed un freno alle tue labbra, e ti rimenerò per quella strada, per cui venisti.
30 Και τουτο θελει εισθαι εις σε το σημειον? το ετος τουτο θελετε φαγει ο, τι ειναι αυτοφυες? και το δευτερον ετος, ο, τι εκφυεται απο του αυτου? το δε τριτον ετος, σπειρατε και θερισατε και φυτευσατε αμπελωνας και φαγετε τον καρπον αυτων.30 Ma tu (o Ezechia) ecco il segno, che avrai: Mangia per quest'anno quello, che spontaneamente darà la terra; ed il secondo anno viverai di pomi: il terzo anno poi seminate, e mietete, e piantate vigne, e mangiatene i frutti.
31 Και το υπολοιπον εκ του οικου Ιουδα, το διασωθεν, θελει ριζωσει παλιν υποκατωθεν και θελει δωσει επανω καρπους.31 E quel, che si salverà, e quello, che rimarrà della casa di Giuda, getterà all'ingiù le sue radici, e fruttificherà in alto:
32 Διοτι εξ Ιερουσαλημ θελει εξελθει το υπολοιπον και εκ του ορους Σιων το διασωθεν? ο ζηλος του Κυριου των δυναμεων θελει εκτελεσει τουτο.32 Perocché di Gerusalemme usciranno gli avanzi, e dal monte di Sion i salvati: lo zelo del Signor degli eserciti farà tal cosa.
33 Οθεν ουτω λεγει Κυριος περι του βασιλεως της Ασσυριας? δεν θελει εισελθει εις την πολιν ταυτην, ουδε θελει τοξευσει εκει βελος, ουδε θελει προβαλει κατ' αυτης ασπιδας, ουδε θελει υψωσει εναντιον αυτης προχωμα?33 Per la qual cosa così dice il Signore riguardo al re Assiro: Ei non porrà il piede in questa città, né getterà qua una saetta, né la scalerà il soldato coperto di scudo, né egli alzerà terra all'intorno.
34 δια της οδου δι' ης ηλθε, δι' αυτης θελει επιστρεψει και εις την πολιν ταυτην δεν θελει εισελθει, λεγει ο Κυριος?34 Per la strada, per cui venne, ritornerà, e non entrerà in questa città, dice il Signore.
35 διοτι θελω υπερασπισθη την πολιν ταυτην, ωστε να σωσω αυτην, ενεκεν εμου και ενεκεν του δουλου μου Δαβιδ.35 Ed io proteggerò questa città, affin di salvarla a causa mia, e a causa di Davidde mio servo.
36 Τοτε εξηλθεν ο αγγελος του Κυριου και επαταξεν εν τω στρατοπεδω των Ασσυριων εκατον ογδοηκοντα πεντε χιλιαδας? και οτε εξηγερθησαν το πρωι, ιδου, ησαν παντες σωματα νεκρα.36 Venne adunque un angelo del Signore, e percosse negli alloggiamenti degli Assirj cento ottantacinque mila uomini: e la mattina alla levata, ecco che tutti questi, eran morti cadaveri.
37 Και εσηκωθη και εφυγε και επεστρεψε Σενναχειρειμ ο βασιλευς της Ασσυριας και κατωκησεν εν Νινευη.37 E partissi, e se n' andò, e tornò Sennacheribbe re degli Assirj a posarsi in Ninive.
38 Και ενω προσεκυνει εν τω οικω Νισρωκ του θεου αυτου, Αδραμμελεχ και Σαρασαρ οι υιοι αυτου επαταξαν αυτον εν μαχαιρα, αυτοι δε εφυγον εις γην Αρμενιας? εβασιλευσε δε αντ' αυτου Εσαραδδων ο υιος αυτου.38 Ed avvenne, che mentre adorava nel tempio Nesroch suo Dio, Adramelech, e Savasar suoi figliuoli lo uccisero a colpi di spada, e fuggirono nel paese di Ararat, e regnò in luogo di lui il figliuol suo Asarhaddon.