1 Δολια πλαστιγξ βδελυγμα εις τον Κυριον? δικαιον δε ζυγιον ευαρεστησις αυτου. | 1 מֹאזְנֵי מִרְמָה תֹּועֲבַת יְהוָה וְאֶבֶן שְׁלֵמָה רְצֹונֹו |
2 Οπου εισελθη υπερηφανια, εισερχεται και καταισχυνη? η δε σοφια ειναι μετα των ταπεινων. | 2 בָּא־זָדֹון וַיָּבֹא קָלֹון וְאֶת־צְנוּעִים חָכְמָה |
3 Η ακεραιοτης των ευθεων θελει οδηγει αυτους? η δε υπουλοτης των σκολιων θελει απολεσει αυτους. | 3 תֻּמַּת יְשָׁרִים תַּנְחֵם וְסֶלֶף בֹּוגְדִים [וְשַׁדָּם כ] (יְשָׁדֵּם׃ ק) |
4 Τα πλουτη δεν ωφελουσιν εν ημερα οργης? η δε δικαιοσυνη ελευθερονει εκ θανατου. | 4 לֹא־יֹועִיל הֹון בְּיֹום עֶבְרָה וּצְדָקָה תַּצִּיל מִמָּוֶת |
5 Η δικαιοσυνη του ακεραιου θελει ορθοτομησει την οδον αυτου? ο δε ασεβης θελει πεσει δια της ασεβειας αυτου. | 5 צִדְקַת תָּמִים תְּיַשֵּׁר דַּרְכֹּו וּבְרִשְׁעָתֹו יִפֹּל רָשָׁע |
6 Η δικαιοσυνη των ευθεων θελει ελευθερωσει αυτους? οι δε παραβαται θελουσι συλληφθη εν τη κακια αυτων. | 6 צִדְקַת יְשָׁרִים תַּצִּילֵם וּבְהַוַּת בֹּגְדִים יִלָּכֵדוּ |
7 Οταν ο ασεβης ανθρωπος αποθνησκη, η ελπις αυτου απολλυται? απολλυται και η προσδοκια των ανομων. | 7 בְּמֹות אָדָם רָשָׁע תֹּאבַד תִּקְוָה וְתֹוחֶלֶת אֹונִים אָבָדָה |
8 Ο δικαιος ελευθερονεται εκ της θλιψεως, αντ' αυτου δε εισερχεται ο ασεβης. | 8 צַדִּיק מִצָּרָה נֶחֱלָץ וַיָּבֹא רָשָׁע תַּחְתָּיו |
9 Ο υποκριτης δια του στοματος αφανιζει τον πλησιον αυτου? αλλ' οι δικαιοι θελουσιν ελευθερωθη δια της γνωσεως. | 9 בְּפֶה חָנֵף יַשְׁחִת רֵעֵהוּ וּבְדַעַת צַדִּיקִים יֵחָלֵצוּ |
10 Εις την ευοδωσιν των δικαιων η πολις ευφραινεται? και εις τον ολεθρον των ασεβων αγαλλεται. | 10 בְּטוּב צַדִּיקִים תַּעֲלֹץ קִרְיָה וּבַאֲבֹד רְשָׁעִים רִנָּה |
11 Δια της ευλογιας των ευθεων υψονεται πολις? δια του στοματος δε των ασεβων καταστρεφεται. | 11 בְּבִרְכַּת יְשָׁרִים תָּרוּם קָרֶת וּבְפִי רְשָׁעִים תֵּהָרֵס |
12 Ο ενδεης φρενων περιφρονει τον πλησιον αυτου? ο δε φρονιμος ανθρωπος σιωπα. | 12 בָּז־לְרֵעֵהוּ חֲסַר־לֵב וְאִישׁ תְּבוּנֹות יַחֲרִישׁ |
13 Ο σπερμολογος περιερχεται αποκαλυπτων τα μυστικα? ο δε την ψυχην πιστος κρυπτει το πραγμα. | 13 הֹולֵךְ רָכִיל מְגַלֶּה־סֹּוד וְנֶאֱמַן־רוּחַ מְכַסֶּה דָבָר |
14 Οπου δεν ειναι κυβερνησις, ο λαος πιπτει? εκ του πληθους δε των συμβουλων προερχεται σωτηρια. | 14 בְּאֵין תַּחְבֻּלֹות יִפָּל־עָם וּתְשׁוּעָה בְּרֹב יֹועֵץ |
15 Οστις εγγυαται δι' αλλον, θελει παθει κακον? και οστις μισει την εγγυησιν, ειναι ασφαλης. | 15 רַע־יֵרֹועַ כִּי־עָרַב זָר וְשֹׂנֵא תֹקְעִים בֹּוטֵחַ |
16 Η ευκοσμος γυνη απολαμβανει τιμην? οι δε καρτερικοι απολαμβανουσι πλουτη. | 16 אֵשֶׁת־חֵן תִּתְמֹךְ כָּבֹוד וְעָרִיצִים יִתְמְכוּ־עֹשֶׁר |
17 Ο ελεημων ανθρωπος αγαθοποιει την ψυχην αυτου? ο δε ανελεημων θλιβει την σαρκα αυτου. | 17 גֹּמֵל נַפְשֹׁו אִישׁ חָסֶד וְעֹכֵר אֵרֹו אַכְזָרִי |
18 Ο ασεβης εργαζεται εργον ψευδες? εις δε τον σπειροντα δικαιοσυνην θελει εισθαι μισθος ασφαλης. | 18 רָשָׁע עֹשֶׂה פְעֻלַּת־שָׁקֶר וְזֹרֵעַ צְדָקָה שֶׂכֶר אֱמֶת |
19 Καθως η δικαιοσυνη τεινει εις ζωην, ουτως ο κυνηγων το κακον τρεχει εις τον θανατον αυτου. | 19 כֵּן־צְדָקָה לְחַיִּים וּמְרַדֵּף רָעָה לְמֹותֹו |
20 Οι διεστραμμενοι την καρδιαν ειναι βδελυγμα εις τον Κυριον? αλλ' οι αμεμπτοι την οδον ειναι δεκτοι εις αυτον. | 20 תֹּועֲבַת יְהוָה עִקְּשֵׁי־לֵב וּרְצֹונֹו תְּמִימֵי דָרֶךְ |
21 Και χειρ με χειρα εαν συναπτηται, ο ασεβης δεν θελει μενει ατιμωρητος? το δε σπερμα των δικαιων θελει ελευθερωθη. | 21 יָד לְיָד לֹא־יִנָּקֶה רָּע וְזֶרַע צַדִּיקִים נִמְלָט |
22 Ως ερρινον χρυσουν εις χοιρου μυτην, ουτω γυνη ωραια χωρις φρονησεως. | 22 נֶזֶם זָהָב בְּאַף חֲזִיר אִשָּׁה יָפָה וְסָרַת טָעַם |
23 Η επιθυμια των δικαιων ειναι μονον το καλον? η προσδοκια δε των ασεβων οργη. | 23 תַּאֲוַת צַדִּיקִים אַךְ־טֹוב תִּקְוַת רְשָׁעִים עֶבְרָה |
24 Οι μεν σκορπιζουσι, και ομως περισσευονται? οι δε παρα το δεον φειδονται, και ομως ερχονται εις ενδειαν. | 24 יֵשׁ מְפַזֵּר וְנֹוסָף עֹוד וְחֹושֵׂךְ מִיֹּשֶׁר אַךְ־לְמַחְסֹור |
25 Η αγαθοποιος ψυχη θελει παχυνθη? και οστις ποτιζει, θελει ποτισθη και αυτος. | 25 נֶפֶשׁ־בְּרָכָה תְדֻשָּׁן וּמַרְוֶה גַּם־הוּא יֹורֶא |
26 Οστις κρατει σιτον, θελει εισθαι λαοκαταρατος? ευλογια δε θελει εισθαι επι την κεφαλην του πωλουντος. | 26 מֹנֵעַ בָּר יִקְּבֻהוּ לְאֹום וּבְרָכָה לְרֹאשׁ מַשְׁבִּיר |
27 Οστις προθυμειται εις το καλον, θελει απολαυσει χαριν? αλλ' οστις ζητει το κακον, θελει επελθει επ' αυτον. | 27 שֹׁחֵר טֹוב יְבַקֵּשׁ רָצֹון וְדֹרֵשׁ רָעָה תְבֹואֶנּוּ |
28 Οστις ελπιζει επι τον πλουτον αυτου, ουτος θελει πεσει? οι δε δικαιοι ως βλαστος θελουσιν ανθησει. | 28 בֹּוטֵחַ בְּעָשְׁרֹו הוּא יִפֹּל וְכֶעָלֶה צַדִּיקִים יִפְרָחוּ |
29 Οστις ταραττει τον οικον αυτου, θελει κληρονομησει ανεμον? και ο αφρων θελει εισθαι δουλος εις τον φρονιμον. | 29 עֹוכֵר בֵּיתֹו יִנְחַל־רוּחַ וְעֶבֶד אֱוִיל לַחֲכַם־לֵב |
30 Ο καρπος του δικαιου ειναι δενδρον ζωης? και οστις κερδιζει ψυχας, ειναι σοφος. | 30 פְּרִי־צַדִּיק עֵץ חַיִּים וְלֹקֵחַ נְפָשֹׂות חָכָם |
31 Αν ο δικαιος παιδευηται επι της γης, πολλω μαλλον ο ασεβης και ο αμαρτωλος. | 31 הֵן צַדִּיק בָּאָרֶץ יְשֻׁלָּם אַף כִּי־רָשָׁע וְחֹוטֵא |