1 Και επανελαβεν ο Ελιου και ειπε? | 1 וַיַּעַן אֱלִיהוּ וַיֹּאמַר |
2 Στοχαζεσαι οτι ειναι ορθον τουτο, το οποιον ειπας, Ειμαι δικαιοτερος του Θεου; | 2 הֲזֹאת חָשַׁבְתָּ לְמִשְׁפָּט אָמַרְתָּ צִדְקִי מֵאֵל |
3 Διοτι ειπας, Τις ωφελεια θελει εισθαι εις σε; Τι κερδος θελω λαβει εκ τουτου μαλλον παρα εκ της αμαρτιας μου; | 3 כִּי־תֹאמַר מַה־יִּסְכָּן־לָךְ מָה־אֹעִיל מֵחַטָּאתִי |
4 Εγω θελω αποκριθη προς σε και προς τους φιλους σου μετα σου. | 4 אֲנִי אֲשִׁיבְךָ מִלִּין וְאֶת־רֵעֶיךָ עִמָּךְ |
5 Αναβλεψον εις τους ουρανους και ιδε? και θεωρησον τα νεφη, ποσον υψηλοτερα σου ειναι. | 5 הַבֵּט שָׁמַיִם וּרְאֵה וְשׁוּר חָקִים גָּבְהוּ מִמֶּךָּ |
6 Εαν αμαρτανης, τι πραττεις κατ' αυτου; η αν αι παραβασεις σου πολλαπλασιασθωσι, τι κατορθονεις κατ' αυτου; | 6 אִם־חָטָאתָ מַה־תִּפְעָל־בֹּו וְרַבּוּ פְשָׁעֶיךָ מַה־תַּעֲשֶׂה־לֹּו |
7 Εαν ησαι δικαιος, τι θελεις δωσει εις αυτον; η τι θελει λαβει εκ της χειρος σου; | 7 אִם־צָדַקְתָּ מַה־תִּתֶּן־לֹו אֹו מַה־מִיָּדְךָ יִקָּח |
8 Η ασεβεια σου δυναται να βλαψη ανθρωπον ως σε? και η δικαιοσυνη σου δυναται να ωφεληση υιον ανθρωπου. | 8 לְאִישׁ־כָּמֹוךָ רִשְׁעֶךָ וּלְבֶן־אָדָם צִדְקָתֶךָ |
9 Εκ του πληθους των καταθλιβοντων καταβοωσι? κραυγαζουσιν ενεκεν του βραχιονος των ισχυρων? | 9 מֵרֹב עֲשׁוּקִים יַזְעִיקוּ יְשַׁוְּעוּ מִזְּרֹועַ רַבִּים |
10 Αλλ' ουδεις λεγει, που ειναι ο Θεος ο Ποιητης μου, οστις διδει ασματα εις την νυκτα, | 10 וְלֹא־אָמַר אַיֵּה אֱלֹוהַּ עֹשָׂי נֹתֵן זְמִרֹות בַּלָּיְלָה |
11 Οστις συνετιζει ημας υπερ τα κτηνη της γης, και σοφιζει ημας υπερ τα πετεινα του ουρανου; | 11 מַלְּפֵנוּ מִבַּהֲמֹות אָרֶץ וּמֵעֹוף הַשָּׁמַיִם יְחַכְּמֵנוּ |
12 Εκει βοωσι δια την υπερηφανιαν των πονηρων, δεν θελει ομως αποκριθη. | 12 שָׁם יִצְעֲקוּ וְלֹא יַעֲנֶה מִפְּנֵי גְּאֹון רָעִים |
13 Ο Θεος βεβαιως δεν θελει εισακουσει της ματαιολογιας, ουδε θελει επιβλεψει ο Παντοδυναμος εις αυτην? | 13 אַךשְָׁ־וְא לֹא־יִשְׁמַע ׀ אֵל וְשַׁדַּי לֹא יְשׁוּרֶנָּה |
14 ποσον ολιγωτερον οταν συ λεγης, οτι δεν θελεις ιδει αυτον? η κρισις ομως ειναι ενωπιον αυτου? οθεν εχε το θαρρος σου επ' αυτον. | 14 אַף כִּי־תֹאמַר לֹא תְשׁוּרֶנּוּ דִּין לְפָנָיו וּתְחֹולֵל לֹו |
15 Αλλα τωρα, επειδη δεν επεσκεφθη εν τω θυμω αυτου και δεν παρετηρησε μετα μεγαλης αυστηροτητος, | 15 וְעַתָּה כִּי־אַיִן פָּקַד אַפֹּו וְלֹא־יָדַע בַּפַּשׁ מְאֹד |
16 δια τουτο ο Ιωβ ανοιγει το στομα αυτου ματαιως? επισωρευει λογους εν αγνωσια. | 16 וְאִיֹּוב הֶבֶל יִפְצֶה־פִּיהוּ בִּבְלִי־דַעַת מִלִּין יַכְבִּר׃ פ |