Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 2


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Ημεραν δε τινα ηλθον οι υιοι του Θεου δια να παρασταθωσιν ενωπιον του Κυριου? και μεταξυ αυτων ηλθε και ο Σατανας, δια να παρασταθη ενωπιον του Κυριου.1 Et voici que revint le jour où les Fils de Dieu se présentaient devant Yahvé. Satan vint aussi, parmi eux, et se présenta devant Yahvé.
2 Και ειπεν ο Κυριος προς τον Σαταναν, Ποθεν ερχεσαι; Και ο Σατανας απεκριθη προς τον Κυριον και ειπε, Περιελθων την γην και εμπεριπατησας εν αυτη παρειμι.2 Yahvé lui dit: "D’où viens-tu?” Il répondit: “Je viens de parcourir la terre, je suis passé un peu partout.”
3 Και ειπεν ο Κυριος προς τον Σαταναν, Εβαλες τον νουν σου επι τον δουλον μου Ιωβ, οτι δεν υπαρχει ομοιος αυτου εν τη γη, ανθρωπος αμεμπτος και ευθυς, φοβουμενος τον Θεον και απεχομενος απο κακου; και ετι κρατει την ακεραιοτητα αυτου, αν και με παρωξυνας κατ' αυτου, δια να εξολοθρευσω αυτον ανευ αιτιας.3 Yahvé reprit: "As-tu remarqué mon serviteur Job? Il n’a pas son pareil sur la terre: c’est un homme intègre et droit, il craint Dieu et évite le mal. C’est bien inutilement que tu m’as arraché la permission de le perdre, car il se maintient dans sa parfaite fidélité.”
4 Και απεκριθη ο Σατανας προς τον Κυριον και ειπε, Δερμα υπερ δερματος, και παντα οσα εχει ο ανθρωπος θελει δωσει υπερ της ζωης αυτου?4 Mais Satan répliqua à Yahvé: "Peau pour peau! On donne tout ce qu’on a pour rester en vie!
5 πλην τωρα εκτεινον την χειρα σου και εγγισον τα οστα αυτου και την σαρκα αυτου, δια να ιδης εαν δεν σε βλασφημηση κατα προσωπον.5 Peut-être pourrais-tu étendre la main pour le frapper dans ses os et sa chair. Alors sûrement il te maudirait en face!”
6 Και ειπεν ο Κυριος προς τον Σαταναν, Ιδου, αυτος εις την χειρα σου? μονον την ζωην αυτου φυλαξον.6 Yahvé dit à Satan: "Soit! Je te le livre, mais respecte sa vie.”
7 Τοτε εξηλθεν ο Σατανας απ' εμπροσθεν του Κυριου και επαταξε τον Ιωβ με ελκος κακον απο του ιχνους των ποδων αυτου εως της κορυφης αυτου.7 Satan se retira de devant Yahvé et il frappa Job de plaies purulentes, depuis la plante des pieds jusqu’au sommet de la tête.
8 Και ελαβεν εις εαυτον οστρακον, δια να ξυηται με αυτο? και εκαθητο εν μεσω της σποδου.8 Job s’assit alors sur un tas de cendres et ramassa un morceau de poterie pour se gratter.
9 Τοτε ειπε προς αυτον γυνη αυτου, Ετι κρατεις την ακεραιοτητα σου; Βλασφημησον τον Θεον και αποθανε.9 Sa femme lui dit: "Vas-tu te maintenir dans ta parfaite fidélité? Maudis Dieu et meurs!”
10 Ο δε ειπε προς αυτην, Ελαλησας ως λαλει μια εκ των αφρονων γυναικων? τα αγαθα μονον θελομεν δεχθη εκ του Θεου, και τα κακα δεν θελομεν δεχθη; Εν πασι τουτοις δεν ημαρτησεν ο Ιωβ με τα χειλη αυτου.10 Il lui répondit: "Tu parles comme une insensée! Si nous acceptons le bonheur que Dieu nous donne, pourquoi n’accepterions-nous pas aussi le malheur?” En tout cela, Job ne pécha pas en paroles.
11 Ακουσαντες δε οι τρεις φιλοι του Ιωβ παντα ταυτα τα κακα τα επελθοντα επ' αυτον, ηλθον εκαστος εκ του τοπου αυτου? Ελιφας ο Θαιμανιτης και Βιλδαδ ο Σαυχιτης και Σωφαρ ο Νααμαθιτης? διοτι ειχον συμφωνησει να ελθωσιν ομου, δια να συλλυπηθωσιν αυτον και να παρηγορησωσιν αυτον.11 En apprenant tous les malheurs qui étaient arrivés à Job, trois de ses amis voulurent le visiter, et ils vinrent, chacun de son pays. C’étaient Élifaz de Téman, Bildad de Chouah et Sofar de Nahama. Ils s’étaient mis d’accord pour aller le plaindre et le consoler.
12 Και οτε εσηκωσαν τους οφθαλμους αυτων μακροθεν και δεν εγνωρισαν αυτον, υψωσαν την φωνην αυτων και εκλαυσαν? και διεσχισαν εκαστος το ιματιον αυτου και ερριψαν χωμα επι τας κεφαλας αυτων προς τον ουρανον.12 Quand de loin ils levèrent les yeux et le virent, ils ne purent le reconnaître. Ils commencèrent à se lamenter et à pleurer; chacun déchira son manteau, puis ils jetèrent en l’air de la poussière qui leur retombait sur la tête.
13 Και εκαθησαν μετ' αυτου κατα γης επτα ημερας και επτα νυκτας, και ουδεις ελαλησε λογον προς αυτον, διοτι εβλεπον οτι ο πονος αυτου ητο μεγας σφοδρα.13 Ils restèrent ainsi sept jours et sept nuits près de lui, assis par terre. Aucun d’eux ne lui adressait la parole, car ils voyaient combien grande était sa douleur.