Scrutatio

Mercoledi, 8 maggio 2024 - Madonna del Rosario di Pompei ( Letture di oggi)

ΕΣΘΗΡ - Ester - Esther 9


font
GREEK BIBLECATHOLIC PUBLIC DOMAIN
1 Εν δε τω δωδεκατω μηνι, ουτος ειναι ο μην Αδαρ, τη δεκατη τριτη ημερα του αυτου, οτε το προσταγμα του βασιλεως και η διαταγη αυτου ητο πλησιον να εκτελεσθη, εν τη ημερα καθ' ην οι εχθροι των Ιουδαιων ηλπιζον να κατακρατησωσιν αυτων, αν και ετραπη εις το εναντιον, διοτι οι Ιουδαιοι κατεκρατησαν των μισουντων αυτους,1 So, on the third day, she put away her ornate apparel, and surrounded herself with glory.
2 συνηχθησαν οι Ιουδαιοι εν ταις πολεσιν αυτων κατα πασας τας επαρχιας του βασιλεως Ασσουηρου, δια να επιβαλωσι χειρα επι τους ζητουντας το κακον αυτων? και ουδεις ηδυνηθη να αντισταθη εις αυτους, διοτι ο φοβος αυτων επεπεσεν επι παντας τους λαους.2 And when she was shining in a royal manner, and had called upon God, the Guide and Savior of all, she took two maids with her.
3 Και παντες οι αρχοντες των επαρχιων και οι σατραπαι και οι διοικηται και οι οικονομοι του βασιλεως εβοηθουν τους Ιουδαιους? διοτι ο φοβος του Μαροδοχαιου επεπεσεν επ' αυτους?3 And she was leaning upon one of them, as if, out of delicateness and great tenderness, she were not able to bear carrying her own body.
4 επειδη ο Μαροδοχαιος ητο μεγας εν τω οικω του βασιλεως και η φημη αυτου διεδοθη εις πασας τας επαρχιας? διοτι ο ανθρωπος ο Μαροδοχαιος προεβαινε μεγαλυνομενος.4 And the other maid followed her lady, carrying her garment flowing on the ground.
5 Και επαταξαν οι Ιουδαιοι παντας τους εχθρους αυτων με παταγμα ρομφαιας και σφαγην και ολεθρον, και εκαμον εις τους μισουντας αυτους οπως ηθελον.5 Yet she had a rosy color pouring over her face, for, with gracious and bright eyes, she restrained a sorrowful soul and very great fear.
6 Και εν Σουσοις τη βασιλευουση εφονευσαν οι Ιουδαιοι και απωλεσαν πεντακοσιους ανδρας.6 And so, entering hesitantly through a series of doors, she stood opposite the king, where he sat upon his royal throne, clothed in royal robes, and shining with gold and precious stones. And he was terrible to behold.
7 Και τον Φαρσανδαθα και τον Δαλφων και τον Ασπαθα7 And when he had lifted up his face, and with burning eyes had shown the fury of his heart, the queen collapsed, and her color turned pale, and she rested her exhausted head upon her handmaid.
8 και τον Ποραθα και τον Αδαλια και τον Αριδαθα8 And God changed the king’s spirit into gentleness; quickly and apprehensively, he leapt from his throne, and lifting her up in his arms until she came to herself, he coaxed her with these words:
9 και τον Φαρμαστα και τον Αρισαι και τον Αριδαι και τον Βαιεζαθα,9 “What is the matter, Esther? I am your brother, do not be afraid.
10 τους δεκα υιους του Αμαν υιου του Αμμεδαθα, του εχθρου των Ιουδαιων, εφονευσαν? επι λαφυρα ομως δεν εβαλον την χειρα αυτων.10 You will not die. For this law has not been established for you, but for all others.
11 Εν τη ημερα εκεινη ο αριθμος των φονευθεντων εν Σουσοις τη βασιλευουση εφερθη ενωπιον του βασιλεως.11 So approach and touch the scepter.”
12 Και ειπεν ο βασιλευς προς Εσθηρ την βασιλισσαν, Εν Σουσοις τη βασιλευουση εφονευσαν οι Ιουδαιοι και απωλεσαν πεντακοσιους ανδρας και τους δεκα υιους του Αμαν? εν ταις λοιπαις επαρχιαις του βασιλεως τι εκαμον; τωρα τι το ζητημα σου; και θελει δοθη εις σε? και τις ετι η αιτησις σου; και θελει γεινει.12 And since she remained silent, he took the golden scepter and placed it on her neck, and he kissed her and said, “Why do you not speak to me?”
13 Και ειπεν η Εσθηρ, Εαν ηναι αρεστον εις τον βασιλεα, ας δοθη εις τους Ιουδαιους τους εν Σουσοις, να καμωσι και αυριον κατα την διαταγην της ημερας ταυτης? και τους δεκα υιους του Αμαν να κρεμασωσιν επι ξυλων.13 She answered, “I saw you, my lord, as an angel of God, and my heart was disturbed for fear of your glory.
14 Και προσεταξεν ο βασιλευς να γεινη ουτω? και εξεδοθη διαταγη εν Σουσοις? και εκρεμασαν τους δεκα υιους του Αμαν.14 For you, my lord, are great and wonderful, and your face is full of grace.”
15 Και συνηχθησαν οι Ιουδαιοι οι εν Σουσοις και την δεκατην τεταρτην του μηνος Αδαρ και εφονευσαν τριακοσιους ανδρας εν Σουσοις? επι λαφυρα ομως δεν εβαλον την χειρα αυτων.15 And while she was speaking, she collapsed again, because she was out of breath.
16 Οι δε αλλοι Ιουδαιοι, οι εν ταις επαρχιαις του βασιλεως, συνηχθησαν και εσταθησαν υπερ της ζωης αυτων, και ελαβον αναπαυσιν απο των εχθρων αυτων και εφονευσαν εκ των μισουντων αυτους εβδομηκοντα πεντε χιλιαδας? επι τα λαφυρα ομως δεν εβαλον την χειρα αυτων?16 But the king was troubled, and all his servants consoled her.
17 την δεκατην τριτην ημεραν του μηνος Αδαρ? και την δεκατην τεταρτην ημεραν του αυτου ανεπαυθησαν και εκαμον ταυτην ημεραν συμποσιου και ευφροσυνης.17 (Alternate text from the Hebrew, verses 17-18:) And so, on the third day, Esther had put on her royal apparel and was standing in the atrium of the king’s house, which was inside, opposite the king’s hall, while he was sitting on his throne in the council room of the palace, opposite the entrance of the house.
18 Οι δε Ιουδαιοι οι εν Σουσοις συνηχθησαν την δεκατην τριτην αυτου και την δεκατην τεταρτην αυτου? την δε δεκατην πεμπτην του αυτου ανεπαυθησαν και εκαμον ταυτην ημεραν συμποσιου και ευφροσυνης.18 And when he saw Esther the queen standing there, she pleased his eyes, and he extended toward her the golden scepter, which he held in his hand, and she approached and kissed the top of his scepter.
19 Δια τουτο οι Ιουδαιοι οι χωρικοι οι κατοικουντες εν ταις ατειχιστοις πολεσιν εκαμνον την δεκατην τεταρτην ημεραν του μηνος Αδαρ ημεραν ευφροσυνης και συμποσιου και ημεραν αγαθην, και απεστελλον μεριδας προς αλληλους.19 And the king said to her, “What do you wish, queen Esther? What is your request? Even if you ask for half of the kingdom, it will be given to you.”
20 Και εγραψεν ο Μαροδοχαιος τα πραγματα ταυτα και απεστειλεν επιστολας προς παντας τους Ιουδαιους τους εν πασαις ταις επαρχιαις τον βασιλεως Ασσουηρου, τους πλησιον και τους μακραν,20 But she responded, “If it pleases the king, I beg you to come with me today, and Haman with you, to the feast that I have prepared.”
21 προσδιοριζων εις αυτους να φυλαττωσι την δεκατην τεταρτην ημεραν του μηνος Αδαρ και την δεκατην πεμπτην του αυτου καθ' εκαστον ετος,21 And immediately the king said, “Call Haman quickly, so that he may obey Esther’s will. And so the king and Haman came to the feast, which the queen had prepared for them.
22 ως τας ημερας καθ' ας οι Ιουδαιοι ανεπαυθησαν απο των εχθρων αυτων, και τον μηνα καθ' ον η λυπη αυτων ετραπη εις αυτους εις χαραν και το πενθος εις ημεραν αγαθην? ωστε να καμνωσιν αυτας ημερας συμποσιου και ευφροσυνης και να αποστελλωσι μεριδας προς αλληλους και δωρα προς τους πτωχους.22 And the king said to her, after he had drunk wine abundantly, “What are you asking for that should be given to you? And which things do you require? Even if you request half of my kingdom, you will obtain it.”
23 Και εδεχθησαν οι Ιουδαιοι εκεινο το οποιον ηρχισαν να καμνωσι και εκεινο το οποιον εγραψεν ο Μαροδοχαιος προς αυτους?23 Esther answered him, “My petition and prayer is this:
24 διοτι ο Αμαν ο υιος του Αμμεδαθα, ο Αγαγιτης, ο εχθρος παντων των Ιουδαιων, εσκευωρησε κατα των Ιουδαιων να απολεση αυτους, και ερριψε Φουρ, ηγουν κληρον, δια να αναλωση αυτους και να αφανιση αυτους?24 If I have found favor in the sight of the king, and if it pleases the king to give me what I ask, and to fulfill my petition, let the king and Haman come to the feast which I have prepared for them, and tomorrow I will open my mind to the king.”
25 Οτε ομως ηλθεν αυτη η Εσθηρ ενωπιον του βασιλεως, προσεταξε δι' επιστολων να τραπη κατα της κεφαλης αυτου η κακη αυτου σκευωρια, την οποιαν εσκευωρησε κατα των Ιουδαιων, και εκρεμασαν επι του ξυλου αυτον και τους υιους αυτου.25 And so Haman went out that day joyful and cheerful. And when he saw that Mordecai was sitting in front of the gate of the palace, and that he alone did not get up for him, but did not so much as move from the place where he sat, he was very indignant.
26 Δια τουτο ωνομασαν τας ημερας ταυτας Φουρειμ εκ του ονοματος Φουρ. Οθεν δια παντας τους λογους της επιστολης ταυτης, και δι' εκεινο το οποιον ειδον περι του πραγματος τουτου και το οποιον συνεβη εις αυτους,26 But, concealing his anger and returning into his house, he gathered to him his friends and Zeresh, his wife.
27 διεταξαν οι Ιουδαιοι, και εδεχθησαν εφ' εαυτους και επι το σπερμα αυτων και επι παντας τους προστιθεμενους εις αυτους, να μη λειψωσι ποτε απο του να φυλαττωσι τας δυο ταυτας ημερας, κατα το γεγραμμενον περι αυτων και κατα τον καιρον αυτων εκαστου ετους?27 And he explained to them the greatness of his riches, and the influence of his sons, and how, with such glory, the king had elevated him above all his rulers and servants.
28 και αι ημεραι αυται να μνημονευωνται και να φυλαττωνται εν παση γενεα, εκαστη συγγενεια, εκαστη επαρχια, και εκαστη πολει και αι ημεραι αυται Φουρειμ να μη εκλειψωσιν εκ μεσου των Ιουδαιων, και να μη παυση το μνημοσυνον αυτων απο του σπερματος αυτων.28 And after this, he said, “Also, queen Esther has called no one else to the feast with the king, except me. And I will be dining with the king again tomorrow.
29 Τοτε η Εσθηρ η βασιλισσα, η θυγατηρ του Αβιχαιλ, και ο Μαροδοχαιος ο Ιουδαιος, εγραψαν εκ δευτερου μεθ' ολου του κυρους, δια να στερεωσωσι ταυτα τα περι Φουρειμ γεγραμμενα.29 And though I have all these things, I consider that I have nothing as long as I see Mordecai the Jew sitting in front of the king’s gate.”
30 Και επεμψεν επιστολας προς παντας τους Ιουδαιους, εις τας εκατον εικοσιεπτα επαρχιας του βασιλειου του Ασσουηρου, με λογους ειρηνης και αληθειας,30 And Zeresh his wife and his other friends answered him, “Order a great beam to be prepared, having a height of fifty cubits, and in the morning speak to the king, so that Mordecai may be hanged from it, and so you will go joyfully with the king to the feast.” This advice pleased him, and so he ordered a high cross to be prepared.
31 δια να στερεωση τας ημερας ταυτας Φουρειμ εν τοις καιροις αυτων, καθως προσδιωρισαν εις αυτους ο Μαροδοχαιος ο Ιουδαιος και Εσθηρ η βασιλισσα, και καθως διωρισαν, εφ' εαυτους και επι το σπερμα αυτων, την υποθεσιν των νηστειων και της κραυγης αυτων.
32 Και δια διαταγης της Εσθηρ εκυρωθη η υποθεσις αυτη των Φουρειμ, και εγραφη εν βιβλιω.