Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β´ - 2 Cronache - Chronicles II 12


font
GREEK BIBLEBIBBIA TINTORI
1 Και καθως εστερεωθη η βασιλεια του Ροβοαμ και ενεδυναμωθη, εγκατελιπε τον νομον του Κυριου, και πας ο Ισραηλ μετ' αυτου.1 Quando Roboamo fu bene stabilito e consolidato nel regno, abbandonò con tutto Israele la legge del Signore.
2 Και εν τω πεμπτω ετει της βασιλειας του Ροβοαμ, Σισακ ο βασιλευς της Αιγυπτου ανεβη εναντιον της Ιερουσαλημ, επειδη παρηνομησαν εις τον Κυριον,2 E l'anno quinto del regno di Roboamo, siccome essi avevano peccato contro il Signore, Sesac re dell'Egitto salì contro Gerusalemme
3 μετα χιλιων διακοσιων αμαξων και εξηκοντα χιλιαδων ιππεων? ο δε λαος οστις ηλθε μετ' αυτου εξ Αιγυπτου ητο αναριθμητος, Λιβυες, Τρωγλοδυται και Αιθιοπες.3 con mille duecento carri e sessanta mila cavalieri e con turba senza numero venuta con lui dall'Egitto: Libii, Trogloditi, Etiopi.
4 Και κυριευσας τας οχυρας πολεις τας εν Ιουδα, ηλθεν εως της Ιερουσαλημ.4 Prese le città più forti di Giuda e venne fino a Gerusalemme.
5 Τοτε Σεμαιας ο προφητης ηλθε προς τον Ροβοαμ και τους αρχοντας του Ιουδα, τους συναχθεντας εν Ιερουσαλημ δια τον φοβον του Σισακ, και ειπε προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος? Σεις με εγκατελιπετε? δια τουτο σας εγκατελιπον και εγω εις την χειρα του Σισακ.5 Allora Semeia pro­feta si presentò a Roboamo e ai principi di Giuda, che si erano radunati in Gerusalemme, fuggendo dinanzi a Sesac, e disse loro: « Così dice il Signore: Voi avete abbandonato me, e io ho abbandonato voi in mano di Sesac ».
6 Και εταπεινωθησαν οι αρχοντες του Ισραηλ και ο βασιλευς, και ελεγον, Δικαιος ο Κυριος.6 I principi d'Israele e il re dissero costernati: « Il Signore è giusto ».
7 Και οτε ειδεν ο Κυριος οτι εταπεινωθησαν, εγεινε λογος Κυριου προς τον Σεμαιαν, λεγων, Ουτοι εταπεινωθησαν? δεν θελω εξολοθρευσει αυτους, αλλα θελω χαρισει εις αυτους σωτηριαν τινα? και ο θυμος μου δεν θελει εκχυθη επι την Ιερουσαλημ δια χειρος του Σισακ?7 Quando il Signore ebbe visto che si erano umiliati, la parola del Signore fu indirizzata a Semeia in questi termini: « Siccome si sono umiliati, non li disperderò, darò loro un po' di aiuto, e il mio furore non cadrà sopra Gerusalemme per mezzo di Sesac.
8 αλλ' ομως θελουσι γεινει δουλοι αυτου, δια να γνωρισωσι την δουλειαν την εμην και την δουλειαν των βασιλειων της γης.8 Però lo serviranno, affinchè conoscano la differenza tra il servire me e il servire i re della terra ».
9 Και ανεβη Σισακ ο βασιλευς της Αιγυπτου επι την Ιερουσαλημ, και ελαβε τους θησαυρους του οικου του Κυριου και τους θησαυρους του οικου του βασιλεως? τα παντα ελαβεν? ελαβεν ετι τους θυρεους τους χρυσους, τους οποιους εκαμεν ο Σολομων.9 Sesac re d'Egitto si ritirò adunque da Gerusalemme; ma portò via i tesori della casa del Signore e della casa reale: prese ogni cosa, anche gli scudi d'oro fatti da Salomone.
10 Και αντ' εκεινων εκαμεν ο βασιλευς Ροβοαμ θυρεους χαλκινους, και παρεδωκεν αυτους εις τας χειρας των αρχοντων των σωματοφυλακων, οιτινες εφυλαττον την εισοδον του οικου του βασιλεως.10 In luogo di questi scudi d'oro il re ne fece altri di rame e li diede ai capi delle guardie che custodivano il vestibolo del palazzo.
11 Και οποτε εισηρχετο ο βασιλευς εις τον οικον του Κυριου, οι σωματοφυλακες ηρχοντο και ελαμβανον αυτους, και παλιν εφερον αυτους εις το οικημα των σωματοφυλακων.11 E quando il re entrava nella casa del Signore, gli scudieri andavano a prenderli, poi li riportavano nel loro arsenale.
12 Επειδη λοιπον εταπεινωθη, απεστραφη απ' αυτου ο θυμος του Κυριου, δια να μη αφανιση αυτους ολοκληρως? διοτι ησαν ετι αγαθα πραγματα εν τω Ιουδα.12 Così, perchè si umiliarono, si distolse da loro l'ira del Signore e non furono sterminati, perchè in Giuda c'erano ancora delle opere buone.
13 Και ενεδυναμωθη ο βασιλευς Ροβοαμ εν Ιερουσαλημ και εβασιλευσε? διοτι ο Ροβοαμ ητο ηλικιας τεσσαρακοντα και ενος ετους οτε εβασιλευσε, και εβασιλευσε δεκαεπτα ετη εν Ιερουσαλημ, τη πολει την οποιαν ο Κυριος εξελεξεν εκ πασων των φυλων του Ισραηλ, δια να θεση το ονομα αυτου εκει. Της δε μητρος αυτου το ονομα ητο Νααμα η Αμμωνιτις.13 Roboamo adunque si fortificò in Gerusalemme e regnò. Egli aveva quarant'un anno quan­do incominciò a regnare, e regnò diciassette anni in Gerusalemme, città dal Signore eletta fra tutte le tribù d'Israele per stabilirvi il suo nome. La sua madre si chiamava Naama, l'Ammanita.
14 Και επραξε πονηρα, επειδη δεν προσηλωσε την καρδιαν αυτου εις το να εκζητη τον Κυριον.14 Egli fece il male e non dispose il suo cuore a cercare il Si­gnore.
15 Αι δε πραξεις του Ροβοαμ, αι πρωται και αι εσχαται, δεν ειναι γεγραμμεναι εν τω βιβλιω Σεμαιου του προφητου και Ιδδω του βλεποντος, εν ταις γενεαλογιαις; Ησαν δε παντοτε πολεμοι μεταξυ Ροβοαμ και Ιεροβοαμ.15 Le gesta di Roboamo, dalle prime alle ultime, sono scritte nei libri di Semeia profeta e di Addo il veggente e con esattezza esposte. Ci fu guerra continua tra Roboamo e Geroboamo.
16 Και εκοιμηθη ο Ροβοαμ μετα των πατερων αυτου και εταφη εν πολει Δαβιδ? εβασιλευσε δε αντ' αυτου Αβια ο υιος αυτου.16 Roboamo si addormentò coi suoi padri, fu sepolto nella città di David, e gli successe nel regno il suo figlio Abia.