Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ´ - 2 Re - Kings IV 6


font
GREEK BIBLENOVA VULGATA
1 Και ειπον οι υιοι των προφητων προς τον Ελισσαιε, Ιδου τωρα, ο τοπος, εις τον οποιον ημεις κατοικουμεν ενωπιον σου, ειναι στενος δι' ημας?1 Dixerunt autem filii prophetarum ad Eliseum: “ Ecce locus, in quo habitamus coram te, angustus est nobis.
2 ας υπαγωμεν, παρακαλουμεν, εως του Ιορδανου, και εκειθεν ας λαβωμεν εκαστος μιαν δοκον, και ας καμωμεν εις εαυτους εκει τοπον, δια να κατοικωμεν εκει. Ο δε ειπεν, Υπαγετε.2 Eamus usque ad Iordanem, et tollant singuli de silva materias singulas, ut aedificemus nobis ibi locum ad habitandum ”. Qui dixit: “ Ite ”.
3 Και ειπεν ο εις, Ευαρεστηθητι, παρακαλω, να ελθης μετα των δουλων σου. Και ειπε, Θελω ελθει.3 Et ait unus ex illis: “ Veni ergo et tu cum servis tuis ”. Respondit: “ Ego veniam ”.
4 Και υπηγε μετ' αυτων. Και ελθοντες εις τον Ιορδανην, εκοπτον τα ξυλα.4 Et abiit cum eis. Cumque venissent ad Iordanem, caedebant ligna.
5 Ενω δε ο εις κατεβαλλε την δοκον, επεσε το σιδηριον εις το υδωρ? και εβοησε και ειπεν, Ω, κυριε? και τουτο ητο δανειον?5 Accidit autem, ut, cum unus materiam succidisset, caderet ferrum securis in aquam; exclamavitque ille et ait: “ Heu, domine mi! Et hoc ipsum mutuo acceperam! ”.
6 ειπε δε ο ανθρωπος του Θεου, Που επεσε; Και εδειξε τον τοπον εις αυτον. Τοτε εκοψε σχιζαν ξυλου, και ερριψεν εκει? και το σιδηριον επεπλευσε.6 Dixit autem homo Dei: “ Ubi cecidit? ”. At ille monstravit ei locum. Praecidit ergo lignum et misit illuc, natavitque ferrum.
7 Και ειπεν, Αναλαβε προς σεαυτον. Και εκτεινας την χειρα αυτου, ελαβεν αυτο.7 Et ait: “ Tolle!”. Qui extendit manum et tulit illud.
8 Ο δε βασιλευς της Συριας επολεμει εναντιον του Ισραηλ, και συνεβουλευθη μετα των δουλων αυτου, λεγων, Εις τον δεινα και δεινα τοπον θελω στρατοπεδευσει.8 Rex autem Syriae pugnabat contra Israel; consiliumque iniit cum servis suis dicens: “ In loco illo et illo ponamus insidias ”.
9 Και απεστειλεν ο ανθρωπος του Θεου προς τον βασιλεα του Ισραηλ, λεγων, Φυλαχθητι να μη περασης τον τοπον εκεινον, διοτι οι Συριοι στρατοπεδευουσιν εκει.9 Misit itaque vir Dei ad regem Israel dicens: “ Cave, ne transeas in loco illo, quia ibi Syri in insidiis sunt ”.
10 Και απεστειλεν ο βασιλευς του Ισραηλ εις τον τοπον, τον οποιον ειπε προς αυτον ο ανθρωπος του Θεου και παρηγγειλε περι αυτου? και προεφυλαχθη εκειθεν ουχι απαξ ουδε δις.10 Misit rex Israel ad locum, quem dixerat ei vir Dei et de quo praemonuerat eum, et observavit se ibi non semel neque bis.
11 Και εταραχθη η καρδια του βασιλεως της Συριας δια το πραγμα τουτο? και συγκαλεσας τους δουλους αυτου, ειπε προς αυτους, Δεν θελετε με αναγγειλει, τις εξ ημων ειναι υπερ του βασιλεως του Ισραηλ;11 Conturbatumque est cor regis Syriae pro hac re et, convocatis servis suis, ait: “ Quare non indicatis mihi quis proditor mei sit apud regem Israel? ”.
12 Και ειπεν εις εκ των δουλων αυτου, Ουδεις, κυριε μου βασιλευ? αλλ' ο Ελισσαιε ο προφητης, ο εν τω Ισραηλ, αναγγελλει προς τον βασιλεα του Ισραηλ τους λογους, τους οποιους λαλεις εν τω ταμειω του κοιτωνος σου.12 Dixitque unus servorum eius: “ Nequaquam, domine mi rex. Sed Eliseus propheta, qui est in Israel, indicat regi Israel omnia verba, quaecumque locutus fueris in conclavi tuo ”.
13 Και ειπεν, Υπαγετε και ιδετε που ειναι, δια να στειλω να συλλαβω αυτον. Και ανηγγειλαν προς αυτον, λεγοντες, Ιδου, ειναι εν Δωθαν.13 Dixit eis: “ Ite et videte ubi sit, ut mittam et capiam eum ”. Annuntiaveruntque ei dicentes: “ Ecce in Dothain ”.
14 Και απεστειλεν εκει ιππους και αμαξας και στρατευμα μεγα, οιτινες, ελθοντες δια νυκτος, περιεκυκλωσαν την πολιν.14 Misit ergo illuc equos et currus et robur exercitus; qui cum venissent nocte, circumdederunt civitatem.
15 Και οτε εξηγερθη το πρωι ο υπηρετης του ανθρωπου του Θεου και εξηλθεν, ιδου, στρατευμα ειχε περικυκλωμενην την πολιν με ιππους και αμαξας. Και ειπεν ο υπηρετης αυτου προς αυτον, Ω, κυριε, τι θελομεν καμει;15 Consurgens autem diluculo minister viri Dei egressus est viditque exercitum in circuitu civitatis et equos et currus nuntiavitque ei dicens: “ Heu, domine mi, quid faciemus? ”.
16 Ο δε ειπε, Μη φοβου? διοτι πλειοτεροι ειναι οι μεθ' ημων παρα τους μετ' αυτων.16 At ille respondit: “Noli timere; plures enim nobiscum sunt quam cum illis”.
17 Και προσηυχηθη ο Ελισσαιε και ειπε, Κυριε, Ανοιξον, δεομαι, τους οφθαλμους αυτου, δια να ιδη. Και ηνοιξεν ο Κυριος τους οφθαλμους του υπηρετου, και ειδε? και ιδου, το ορος ητο πληρες ιππων και αμαξων πυρος περι τον Ελισσαιε.17 Oravitque Eliseus dicens: “ Domine, aperi oculos huius, ut videat ”. Et aperuit Dominus oculos pueri, et vidit, et ecce mons plenus equorum et curruum igneorum in circuitu Elisei.
18 Και οτε κατεβησαν προς αυτον οι Συριοι, προσηυχηθη ο Ελισσαιε προς τον Κυριον και ειπε, Παταξον, δεομαι, τον λαον τουτον με αορασιαν. Και επαταξεν αυτους με αορασιαν, κατα τον λογον του Ελισσαιε.18 Hostes vero descenderunt ad eum. Porro Eliseus oravit Dominum dicens: “ Percute, obsecro, gentem hanc caecitate! ”. Percussitque eos Dominus, ne viderent iuxta verbum Elisei.
19 Και ειπε προς αυτους ο Ελισσαιε, Δεν ειναι αυτη η οδος ουδε αυτη η πολις? ελθετε κατοπιν μου, και θελω σας φερει προς τον ανθρωπον, τον οποιον ζητειτε. Και εφερεν αυτους εις την Σαμαρειαν.19 Dixit autem ad eos Eliseus: “ Non est haec via, nec ista est civitas; sequimini me, et ostendam vobis virum, quem quaeritis ”. Duxit ergo eos in Samariam.
20 Και οτε ηλθον εις την Σαμαρειαν, ειπεν ο Ελισσαιε, Ανοιξον, Κυριε, τους οφθαλμους τουτων, δια να βλεπωσι. Και ηνοιξεν ο Κυριος τους οφθαλμους αυτων, και ειδον? και ιδου, ησαν εκ τω μεσω της Σαμαρειας.20 Cumque ingressi fuissent in Samaria, dixit Eliseus: “ Domine, aperi oculos istorum, ut videant ”. Aperuitque Dominus oculos eorum, et viderunt esse se in medio Samariae.
21 Και ως ειδεν αυτους ο βασιλευς του Ισραηλ, ειπε προς τον Ελισσαιε, Να παταξω, να παταξω, πατερ μου;21 Dixitque rex Israel ad Eliseum, cum vidisset eos: “ Numquid percutiam eos, pater mi? ”.
22 Ο δε ειπε, Μη παταξης? ηθελες παταξει εκεινους, τους οποιους ηχμαλωτευσας δια της ρομφαιας σου και δια του τοξου σου; θες αρτον και υδωρ εμπροσθεν αυτων, και ας φαγωσι και ας πιωσι και ας απελθωσι προς τον κυριον αυτων.22 At ille ait: “ Non percuties; neque enim, quos cepisti gladio et arcu tuo, percutis. Pone panem et aquam coram eis, ut comedant et bibant et vadant ad dominum suum ”.
23 Και εθεσεν εμπροσθεν αυτων αφθονον τροφην? και αφου εφαγον και επιον, απεστειλεν αυτους, και ανεχωρησαν προς τον κυριον αυτων. Και δεν ηλθον πλεον τα ταγματα της Συριας εις την γην του Ισραηλ.23 Appositaque est eis ciborum magna praeparatio, et comederunt et biberunt, et dimisit eos; abieruntque ad dominum suum, et ultra non venerunt turmae Syriae in terram Israel.
24 Μετα δε ταυτα ο Βεν-αδαδ βασιλευς της Συριας συνηθροισεν απαν το στρατευμα αυτου, και ανεβη και επολιορκησε την Σαμαρειαν.24 Factum est autem post haec, congregavit Benadad rex Syriae universum exercitum suum et ascendit et obsidebat Samariam.
25 Εγεινε δε πεινα μεγαλη εν Σαμαρεια? και ιδου, επολιορκουν αυτην, εωσου κεφαλη ονου επωληθη δι' ογδοηκοντα αργυρια και το τεταρτον ενος καβου κοπρου περιστερων δια πεντε αργυρια.25 Factaque est fames magna in Samaria et tamdiu obsessa est, donec venumdaretur caput asini octoginta argenteis et quarta pars cabi stercoris columbarum quinque argenteis.
26 Και ενω διεβαινεν ο βασιλευς του Ισραηλ επι του τειχους, γυνη τις εβοησε προς αυτον, λεγουσα, Σωσον, κυριε μου βασιλευ.26 Cumque rex Israel transiret per murum, mulier exclamavit ad eum dicens: “ Salva me, domine mi rex! ”.
27 Ο δε ειπεν, Εαν ο Κυριος δεν σε σωση, ποθεν θελω σε σωσει εγω; μη εκ του αλωνιου η εκ του ληνου;27 Qui ait: “ Non, salvet te te Dominus. Unde salvare te possum? De area an de torculari? ”. Dixitque ad eam rex: “ Quid tibi vis? ”. Quae respondit:
28 Και ειπε προς αυτην ο βασιλευς, Τι εχεις; Η δε ειπε, Η γυνη αυτη μοι ειπε, Δος τον υιον σου, δια να φαγωμεν αυτον σημερον, και αυριον θελομεν φαγει τον υιον μου?28 “ Mulier ista dixit mihi: “Da filium tuum, ut comedamus eum hodie, et filium meum comedemus cras”.
29 και εβρασαμεν τον υιον μου και εφαγομεν αυτον? ειπον δε προς αυτην την ακολουθον ημεραν, Δος τον υιον σου, δια να φαγωμεν αυτον? η δε εκρυψε τον υιον αυτης.29 Coximus ergo filium meum et comedimus. Dixique ei die altera: Da filium tuum, ut comedamus eum; quae abscondit filium suum ”.
30 Και ως ηκουσεν ο βασιλευς τους λογους της γυναικος, διερρηξε τα ιματια αυτου? και ενω διεβαινεν επι του τειχους, ο λαος ειδε, και ιδου, σακκος εσωθεν επι της σαρκος αυτου.30 Quod cum audisset rex, scidit vestimenta sua. Et transibat super murum, viditque omnis populus cilicium, quo vestitus erat ad carnem intrinsecus.
31 Και ειπεν, Ουτω να καμη εις εμε ο Θεος και ουτω να προσθεση, εαν η κεφαλη του Ελισσαιε υιου του Σαφατ σταθη επανω αυτου σημερον.31 Et ait: “ Haec mihi faciat Deus et haec addat, si steterit caput Elisei filii Saphat super eum hodie ”.
32 Ο δε Ελισσαιε εκαθητο εν τω οικω αυτου, και οι πρεσβυτεροι εκαθηντο μετ' αυτου? και απεστειλεν ο βασιλευς ανδρα απ' εμπροσθεν αυτου? πριν δε ελθη προς αυτον ο μηνυτης, αυτος ειπε προς τους πρεσβυτερους, Δεν βλεπετε οτι ουτος ο υιος του φονευτου εστειλε να αφαιρεση την κεφαλην μου; βλεπετε, καθως ελθη ο μηνυτης, κλεισατε την θυραν και εμποδισατε αυτον προς την θυραν? η φωνη των ποδων του κυριου αυτου δεν ειναι εξοπισθεν αυτου;32 Eliseus autem sedebat in domo sua, et senes sedebant cum eo. Praemisit itaque rex virum. Sed antequam veniret nuntius, Eliseus dixit ad senes: “ Numquid scitis quod miserit filius homicidae hic, ut praecidatur caput meum? Videte ergo, cum venerit nuntius, claudite ostium et non sinatis eum introire; ecce enim sonitus pedum domini eius post eum est ”.
33 Και ενω ετι ελαλει μετ' αυτων, ιδου, κατεβη προς αυτον ο μηνυτης? και ειπεν, Ιδου, παρα Κυριου ειναι το κακον τουτο? τι πλεον να ελπισω εις τον Κυριον;33 Et adhuc illo loquente eis, apparuit rex, qui veniebat ad eum, et ait: “ Ecce, tantum malum a Domino est; quid amplius exspectabo a Domino? ”.