Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ´ - 2 Re - Kings IV 4


font
GREEK BIBLESAGRADA BIBLIA
1 Γυνη δε τις εκ των γυναικων των υιων των προφητων εβοα προς τον Ελισσαιε, λεγουσα, Ο δουλος σου ο ανηρ μου απεθανε? και συ εξευρεις οτι ο δουλος σου εφοβειτο τον Κυριον? και ο δανειστης ηλθε να λαβη τους δυο υιους μου εις εαυτον δια δουλους.1 A mulher de um dos filhos dos profetas clamou a Eliseu, dizendo: Meu marido, teu servo, morreu, e sabes que ele temia o Senhor. Ora, eis que veio o credor tomar os meus dois filhos para fazê-los seus escravos.
2 Και ειπε προς αυτην ο Ελισσαιε, Τι να σοι καμω; φανερωσον μοι τι εχεις εν τω οικω σου; Η δε ειπεν, Η δουλη σου δεν εχει ουδεν εν τω οικω, ειμη εν αγγειον ελαιου.2 Eliseu disse-lhe: Que posso eu fazer por ti? Dize-me: que tens em tua casa? Ela respondeu: Tua serva só tem em sua casa uma garrafa de óleo.
3 Και ειπεν, Υπαγε, δανεισθητι εξωθεν αγγεια παρα παντων των γειτονων σου, αγγεια κενα? δανεισθητι ουχι ολιγα?3 Vai, replicou Eliseu, pede emprestadas às tuas vizinhas ânforas vazias em grande quantidade.
4 εισελθε επειτα και κλεισον την θυραν οπισθεν σου και οπισθεν των υιων σου, και χυσον εκ του ελαιου εις παντα τα σκευη εκεινα, και τα γεμιζομενα θες κατα μερος.4 Depois entra, fecha a porta atrás de ti e de teus filhos, e enche com o óleo estas ânforas, pondo-as de lado à medida que estiverem cheias!
5 Ανεχωρησε λοιπον απ' αυτου και εκλεισε θυραν οπισθεν αυτης και οπισθεν των υιων αυτης? και εκεινοι μεν επλησιαζον εις αυτην τα αγγεια, αυτη δε ενεχεε.5 Partiu a mulher e fechou a porta atrás de si e de seus filhos. Estes traziam-lhe as ânforas e ela as enchia.
6 Και αφου εγεμισαν τα αγγεια, ειπε προς τον υιον αυτης, Φερε μοι και αλλο αγγειον. Ο δε ειπε προς αυτην, Δεν ειναι αλλο αγγειον. Και εσταθη το ελαιον.6 Tendo enchido as ânforas, disse ela ao seu filho: Dá-me mais uma ânfora. Não há mais, respondeu ele. E o óleo cessou de correr.
7 Τοτε ηλθε και απηγγειλε προς τον ανθρωπον του Θεου. Και εκεινος ειπεν, Υπαγε, πωλησον το ελαιον και πληρωσον το χρεος σου και ζησον με το υπολοιπον, συ και τα τεκνα σου.7 A mulher foi e contou tudo ao homem de Deus. Este disse-lhe: Vai e vende esse óleo para pagar a tua dívida. Depois disso, tu e teus filhos vivereis do resto.
8 Και εν ημερα τινι διεβαινεν ο Ελισσαιε εις Σουναμ, οπου ητο γυνη τις μεγαλη, και αυτη εκρατησεν αυτον δια να φαγη αρτον. Και οσακις διεβαινεν, εστρεφεν εκει δια να φαγη αρτον.8 Certo dia em que Eliseu atravessava Sunão, veio uma mulher rica do lugar e insistiu com ele para comer em sua casa. Depois disso, cada vez que ele passava por aquele lugar, dirigia-se à casa daquela mulher para tomar ali a sua refeição.
9 Και ειπεν η γυνη προς τον ανδρα αυτης, Ιδου τωρα, γνωριζω οτι ειναι αγιος ανθρωπος του Θεου ουτος, οστις παντοτε διαβαινει προς ημας?9 Ela disse ao seu marido: Escuta: eu sei que esse homem, que passa sempre por nossa casa, é um santo homem de Deus.
10 ας καμωμεν, παρακαλω, μικρον υπερωον επι του τοιχου? και ας βαλωμεν εκει δι' αυτον κλινην και τραπεζαν και καθεδραν και λυχνον, δια να στρεφη εκει, οταν ερχηται προς ημας.10 Preparemos-lhe em cima um quarto, obra de pedreiro, onde poremos uma cama, uma mesa, uma cadeira e uma lâmpada; assim poderá acomodar-se ali quando vier à nossa casa.
11 Και εν ημερα τινι ηλθεν εκει και εστρεψεν εις το υπερωον και εκοιμηθη εκει.11 Ora, aconteceu que um dia, passando Eliseu por Sunão, retirou-se ao quarto de cima para dormir.
12 Και ειπε προς Γιεζει τον υπηρετην αυτου, Καλεσον την Σουναμιτιν ταυτην. Και οτε εκαλεσεν αυτην, εσταθη εμπροσθεν αυτου.12 E disse a Giezi, seu servo: Chama essa sunamita. Giezi chamou-a e ela apresentou-se diante dele.
13 Και ειπε προς αυτον, Ειπε τωρα προς αυτην, Ιδου, συ ελαβες πασας ταυτας τας φροντιδας υπερ ημων? τι να καμω προς σε; εχεις τι να ειπης προς τον βασιλεα η προς τον αρχιστρατηγον; Η δε απεκριθη, Εγω κατοικω μεταξυ του λαου μου.13 Pergunta-lhe, disse Eliseu, o que posso fazer por ela em reconhecimento do desvelo com que nos tem tratado. Talvez ela queira que se fale ao rei ou ao general do exército sobre algum negócio seu. Eu habito no meio de meu povo, respondeu ela.
14 Και ειπε, Τι λοιπον να καμω δι' αυτην; Και ο Γιεζει απεκριθη, Αληθως, αυτη δεν εχει τεκνον, και ο ανηρ αυτης ειναι γερων.14 Eliseu então disse: Que se pode fazer por ela? Ela não tem filhos, respondeu Giezi, e seu marido é idoso.
15 Και ειπε, Καλεσον αυτην. Και οτε εκαλεσεν αυτην, εσταθη εις την θυραν.15 Chama-a, disse Eliseu. Giezi chamou-a e ela apareceu à porta.
16 Και ειπε, Το ερχομενον ετος, κατα τουτον τον καιρον, θελεις εχει υιον εις τας αγκαλας σου. Η δε ειπε, Μη, κυριε μου, ανθρωπε του Θεου, μη ψευσθης προς την δουλην σου.16 Eliseu disse-lhe: Por esse tempo, daqui a um ano, acariciarás um filho. Não, meu senhor, respondeu ela, não zombes de tua escrava, ó homem de Deus!
17 Και η γυνη συνελαβε και εγεννησεν υιον το ερχομενον ετος, κατα τον καιρον εκεινον τον οποιον ειπε προς αυτην ο Ελισσαιε.17 E a mulher concebeu. No ano seguinte, à mesma época, como tinha predito Eliseu, ela deu à luz um filho.
18 Και οτε εμεγαλωσε το παιδιον, εξηλθεν ημεραν τινα προς τον πατερα αυτου εις τους θεριστας.18 O menino cresceu. Um dia em que ele fora ter com seu pai junto dos ceifadores,
19 Και ειπε προς τον πατερα αυτου, Την κεφαλην μου, την κεφαλην μου. Ο δε ειπε προς τον δουλον, Λαβε αυτο προς την μητερα αυτου.19 disse-lhe: Oh, minha cabeça, minha cabeça! Leva-o à sua mãe, disse o pai a um escravo.
20 Και λαβων αυτο, εφερεν αυτο προς την μητερα αυτου, και εκαθησεν επι των γονατων αυτης μεχρι μεσημβριας και απεθανε.20 Este levou-o e entregou-o à sua mãe. O menino ficou nos joelhos da mãe até meio-dia, e morreu.
21 Και ανεβη και επλαγιασεν αυτο επι της κλινης του ανθρωπου του Θεου, και εκλεισε την θυραν επανωθεν αυτου και εξηλθε.21 Ela subiu, colocou o menino na cama do homem de Deus, fechou a porta e saiu.
22 Και εκαλεσε τον ανδρα αυτης, λεγουσα, Αποστειλον προς εμε, παρακαλω, ενα εκ των δουλων και μιαν εκ των ονων, δια να τρεξω προς τον ανθρωπον του Θεου και να επιστρεψω.22 Chamou o marido e disse-lhe: Manda comigo um escravo e uma jumenta, para que eu vá à casa do homem de Deus e volte.
23 Ο δε ειπε, Δια τι συ υπαγεις σημερον προς αυτον; δεν ειναι νεομηνια ουδε σαββατον. Η δε ειπεν, Ειρηνη.23 Ele disse-lhe: Por que vais ter com ele hoje? Não é lua nova, nem sábado. Fica tranqüilo, respondeu ela.
24 Τοτε εστρωσε την ονον και ειπε προς τον δουλον αυτης, Συρε και προχωρει μη παυσης εις εμε την πορειαν, εκτος εαν σε προσταξω.24 Mandou selar a jumenta e disse ao escravo: Conduze-me, apressa-te, não me detenhas em caminho sem que eu te diga.
25 Και υπηγε και ηλθε προς τον ανθρωπον του Θεου εις το ορος τον Καρμηλον. Και ως ειδεν ο ανθρωπος του Θεου αυτην μακροθεν, ειπε προς τον Γιεζει τον υπηρετην αυτου, Ιδου, η Σουναμιτις εκεινη?25 Ela partiu e chegou aonde estava o homem de Deus, no monte Carmelo. O homem de Deus, vendo-a de longe, disse ao seu servo Giezi: Aí vem a sunamita;
26 τωρα λοιπον, τρεξον εις συναντησιν αυτης? και ειπε προς αυτην, Καλως εχεις; καλως εχει ο ανηρ σου; καλως εχει το παιδιον; Η δε ειπε, Καλως.26 corre-lhe ao encontro e pergunta-lhe se ela vai bem, como vai o seu marido e o seu filho. Ela respondeu: Tudo vai bem.
27 Και οτε ηλθε προς τον ανθρωπον του Θεου εις το ορος, επιασε τους ποδας αυτου? ο δε Γιεζει επλησιασε δια να αποσυρη αυτην. Ο ανθρωπος ομως του Θεου ειπεν, Αφες αυτην? διοτι η ψυχη αυτης ειναι καταπικρος εν αυτη? και ο Κυριος εκρυψεν αυτο απ' εμου και δεν μοι εφανερωσε.27 Mas chegando junto do homem de Deus na montanha, pegou-lhe os pés. Giezi aproximou-se para afastá-la, mas o homem de Deus disse-lhe: Deixa-a; sua alma está cheia de amargura e o Senhor me oculta o motivo, nada me revelou.
28 Και εκεινη ειπε, Μηπως εζητησα υιον παρα του κυριου μου; δεν ειπα, Μη με απατας;28 A mulher disse: Pedi eu porventura um filho ao meu senhor? Não te disse que não zombasses de mim?
29 Τοτε ειπε προς τον Γιεζει, Ζωσθητι την οσφυν σου και λαβε την βακτηριαν μου εις την χειρα σου και υπαγε? εαν απαντησης ανθρωπον, μη χαιρετησης αυτον? και εαν τις σε χαιρετηση, μη αποκριθης εις αυτον? και επιθες την βακτηριαν μου επι το προσωπον του παιδιου.29 Eliseu disse a Giezi: Põe o teu cinto, toma na mão o meu bastão e parte. Se encontrares alguém, não o saúdes; e se alguém te saudar, não lhe respondas. Porás o meu bastão no rosto do menino.
30 Και η μητηρ του παιδιου ειπε, Ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, δεν θελω σε αφησει. Και εσηκωθη και ηκολουθησεν αυτην.30 A mãe do menino exclamou: Por Deus e pela tua vida, não te deixarei! Então Eliseu seguiu-a.
31 Ο δε Γιεζει επερασεν εμπροσθεν αυτων, και επεθεσε την βακτηριαν επι το προσωπον του παιδιου? πλην ουδεμια φωνη και ουδεμια ακροασις. Οθεν επεστρεψεν εις συναντησιν αυτου και απηγγειλε προς αυτον, λεγων, Δεν εξυπνησε το παιδιον.31 Entretanto, Giezi, que os tinha precedido, pôs o bastão no rosto do menino; mas não houve voz, nem sinal de vida. Ele voltou a Eliseu e disse-lhe: O menino não despertou.
32 Και οτε εισηλθεν ο Ελισσαιε εις την οικιαν, ιδου, το παιδιον νεκρον, πλαγιασμενον επι της κλινης αυτου.32 Eliseu entrou na casa, onde estava o menino morto em cima da cama.
33 Εισηλθε λοιπον και εκλεισε την θυραν οπισθεν των δυο αυτων και προσηυχηθη εις τον Κυριον.33 Entrou, fechou a porta atrás de si e do morto, e orou ao Senhor.
34 Και ανεβη και επλαγιασεν επι το παιδιον, και επεθεσε το στομα αυτου επι το στομα εκεινου, και τους οφθαλμους αυτου επι τους οφθαλμους εκεινου, και τας χειρας αυτου επι τας χειρας εκεινου? και εξηπλωθη επ' αυτο? και εθερμανθη η σαρξ του παιδιου.34 Depois, subiu à cama, deitou-se em cima do menino, colocou seus olhos sobre os olhos dele, suas mãos sobre as mãos dele, e enquanto estava assim estendido, o corpo do menino aqueceu-se.
35 Επειτα εσυρθη, και περιεπατει εν τω οικηματι ποτε εδω και ποτε εκει? και ανεβη παλιν και εξηπλωθη επ' αυτο? και το παιδιον επταρνισθη εως επτακις και ηνοιξε το παιδιον τους οφθαλμους αυτου.35 Eliseu levantou-se, deu algumas voltas pelo quarto, tornou a subir e estendeu-se sobre o menino; este espirrou sete vezes e abriu os olhos.
36 Τοτε εφωνησε τον Γιεζει και ειπε, Καλεσον ταυτην την Σουναμιτιν. Και εκαλεσεν αυτην? και οτε εισηλθε προς αυτον, ειπε, Λαβε τον υιον σου.36 Eliseu chamou Giezi e disse-lhe: Chama a sunamita; o que ele fez. Ela entrou e Eliseu disse-lhe: Toma o teu filho.
37 Και εκεινη εισηλθε και επεσεν εις τους ποδας αυτου και προσεκυνησεν εως εδαφους, και εσηκωσε τον υιον αυτης και εξηλθεν.37 Então ela veio e lançou-se aos pés de Eliseu, prostrando-se por terra. Em seguida tomou o filho e saiu.
38 Ο δε Ελισσαιε επεστρεψεν εις Γαλγαλα? και ητο πεινα εν τη γη? και οι υιοι των προφητων εκαθηντο εμπροσθεν αυτου? και ειπε προς τον υπηρετην αυτου, Στησον τον λεβητα τον μεγαν και ψησον μαγειρευμα δια τους υιους των προφητων.38 Quando Eliseu voltou a Gálgala, a fome devastava a terra. Estando os filhos dos profetas sentados diante dele, disse ao seu servo: Toma uma panela grande e prepara uma sopa para os filhos dos profetas.
39 Και εξελθων τις εις τον αγρον δια να συναξη χορτα, ευρηκεν αγριοκολοκυνθην, και εσυναξεν απ' αυτης αγρια κολοκυνθια εωσου εγεμισε το ιματιον αυτου, και επιστρεψας, εκοψεν αυτα εις τον λεβητα του μαγειρευματος, επειδη δεν εγνωριζον αυτα.39 Foi um deles ao campo para colher legumes, e encontrou uma planta silvestre; colheu dela coloquíntidas selvagens, encheu o manto, voltou para casa e cortou-as em pedaços dentro da panela da sopa, sem saber o que era.
40 Επειτα εκενωσαν εις τους ανθρωπους δια να φαγωσι και καθως εφαγον εκ του μαγειρευματος, εξεφωνησαν και ειπον, Ανθρωπε του Θεου, θανατος ειναι εν τω λεβητι. Και δεν ηδυναντο να φαγωσιν.40 Serviu-se a refeição aos homens. Logo, porém, que provaram da sopa, puseram-se a gritar: Homem de Deus, a morte está na panela! E não puderam comer.
41 Ο δε ειπε, Φερετε αλευρον. Και ερριψεν αυτο εις τον λεβητα. Επειτα ειπε, Κενωσον εις τον λαον, δια να φαγωσι. Και δεν ητο ουδεν κακον εν τω λεβητι.41 Eliseu disse-lhes: Trazei-me farinha. Jogou farinha na panela e disse: Serve agora, para que todos comam. E não havia mais nada ruim na panela.
42 Και ηλθεν ανθρωπος τις απο Βααλ-σαλισα, και εφερεν εις τον ανθρωπον του Θεου αρτον απο των πρωτογεννηματων, εικοσι κριθινα ψωμια και νωπα ασταχυα σιτου, εν τω σακκω αυτου. Και ειπε, Δος εις τον λαον, δια να φαγωσι.42 Veio um homem de Baalsalisa, que trazia ao homem de Deus, à guisa de primícias, vinte pães de cevada e trigo novo no seu saco. Dá-os a esses homens, disse Eliseu, para que comam.
43 Και ο θεραπων αυτου ειπε, Τι να βαλω τουτο εμπροσθεν εκατον ανθρωπων; Ο δε ειπε, Δος εις τον λαον, δια να φαγωσι διοτι ουτω λεγει Κυριος? Θελουσι φαγει και αφησει υπολοιπον.43 Seu servo respondeu: Como poderei dar de comer a cem pessoas com isto? Dá-os a esses homens, repetiu Eliseu, para que comam. Eis o que diz o Senhor: Comerão e ainda sobrará.
44 Τοτε εβαλεν εμπροσθεν αυτων, και εφαγον και αφηκαν υπολοιπον, κατα τον λογον του Κυριου.44 E deu-os ao povo. Comeram e ainda sobrou, como o Senhor tinha dito.