Scrutatio

Mercoledi, 8 maggio 2024 - Madonna del Rosario di Pompei ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ´ - 2 Re - Kings IV 10


font
GREEK BIBLEBIBBIA RICCIOTTI
1 Ειχε δε ο Αχααβ εβδομηκοντα υιους εν Σαμαρεια. Και εγραψεν ο Ιηου επιστολας, και απεστειλεν εις την Σαμαρειαν προς τους αρχοντας της Ιεζραελ, προς τους πρεσβυτερους και προς τους παιδοτροφους του Αχααβ, λεγων,1 - Acab avea in Samaria settanta figli. Jeu scrisse adunque una lettera e la mandò in Samaria ai principali tra i cittadini, agli anziani e a quei che educavano i figli di Acab, dicendo:
2 Τωρα, καθως φθαση προς εσας η επιστολη αυτη, επειδη εχετε τους υιους του κυριου σας και εχετε τας αμαξας και τους ιππους και πολιν οχυραν και οπλα,2 «Appena riceverete questa lettera voi che tenete in custodia i figli del vostro padrone, i carri, i cavalli, le fortezze e le armi,
3 ιδετε ποιος ειναι ο καλητερος και αρεστοτερος μεταξυ των υιων του κυριου σας, και καταστησατε αυτον επι του θρονου του πατρος αυτου και πολεμειτε υπερ του οικου του κυριου σας.3 eleggete il migliore e collocate sul trono del padre suo chi più vi piacerà dei figli del vostro padrone e combattete per la casa del vostro padrone».
4 Εκεινοι ομως εφοβηθησαν σφοδρα και ειπον, Ιδου, δυο βασιλεις δεν εσταθησαν κατα προσωπον αυτου? και πως ημεις θελομεν σταθη;4 Essi temettero grandemente e dissero: «Due re non hanno potuto resistergli, come potremmo resistergli noi?».
5 Και απεστειλαν προς τον Ιηου ο επιστατης του οικου και ο επιστατης της πολεως και οι πρεσβυτεροι και οι παιδοτροφοι, λεγοντες, Ημεις ειμεθα δουλοι σου και θελομεν καμει παν ο, τι μας ειπης? δεν θελομεν καμει ουδενα βασιλεα? καμε ο, τι ειναι αρεστον εις τους οφθαλμους σου.5 Perciò i capi della casa, i prefetti della città e gli anziani e gli educatori [dei figli di Acab] andarono a dire a Jeu: «Noi siamo tuoi servitori e faremo tutto ciò che ci comandi; non eleggeremo nessun re: fa' tu quel che ti piace».
6 Τοτε εγραψε προς αυτους επιστολην δευτεραν, λεγων, Εαν ησθε εμου και εισακουητε της φωνης μου, λαβετε τας κεφαλας των ανθρωπων, των υιων του κυριου σας, και ελθετε προς εμε εις Ιεζραελ αυριον την ωραν ταυτην? οι δε υιοι του βασιλεως, εβδομηκοντα ανθρωποι, ησαν μετα των μεγαλων της πολεως, οιτινες ανετρεφον αυτους.6 Jeu mandò per la seconda volta una lettera, dicendo: «Se siete miei e se mi ubbidite, prendete le teste dei figli del vostro padrone e domani a quest'ora venite a me in Jezrael». Ora i figli del re, settanta di numero, erano allevati presso i maggiorenti della città.
7 Και καθως εφθασεν η επιστολη προς αυτους, λαβοντες τους υιους του βασιλεως, εσφαξαν εβδομηκοντα ανθρωπους και εβαλον τας κεφαλας αυτων εις καλαθια και εστειλαν προς αυτον εις Ιεζραελ.7 Questi, al giungere della lettera loro indirizzata, presero i figli del re e li uccisero tutti e settanta e ne misero le teste in canestri e li mandarono a lui in Jezrael.
8 Και ηλθεν ο μηνυτης και ανηγγειλε προς αυτον, λεγων, Εφεραν τας κεφαλας των υιων του βασιλεως. Και ειπε, Βαλετε αυτας κατα δυο σωρους, εν τη εισοδω της πυλης, εως πρωι.8 Giunse poi un messo a dare [a Jeu] l'annunzio, dicendo: «Hanno portato le teste dei figli del re». Ed egli rispose: «Fatene due mucchi all'entrata della porta, fino a domattina».
9 Και το πρωι εξηλθε και σταθεις ειπε προς παντα τον λαον, Σεις εισθε δικαιοι? ιδου, εγω συνωμοσα εναντιον του κυριου μου και εθανατωσα αυτον? αλλα παντας τουτους τις επαταξε;9 Appena fu giorno, uscì e al cospetto di tutto il popolo disse: «Voi siete giusti: se io ho congiurato contro il mio padrone e lo uccisi, chi ha uccisi tutti costoro?
10 γνωρισατε τωρα, οτι δεν θελει πεσει εις την γην ουδεν εκ του λογου του Κυριου, τον οποιον ελαλησεν ο Κυριος κατα του οικου του Αχααβ? διοτι εξετελεσεν ο Κυριος οσα ελαλησε δια του δουλου αυτου Ηλια.10 Vedete adunque che neppure una delle parole che il Signore pronunciò contro la casa di Acab è caduta a terra e il Signore ha compiuto quello che ha detto per bocca del suo servo Elia».
11 Και επαταξεν ο Ιηου παντας τους εναπολειφθεντας εκ του οικου του Αχααβ εν Ιεζραελ, και παντας τους μεγαλους αυτου και τους οικειους αυτου και τους ιερεις αυτου, ωστε δεν αφηκεν εις αυτον υπολοιπον.11 Jeu adunque uccise tutti quelli che erano restati della casa di Acab in Jezrael, tutti i grandi della corte, i suoi familiari e i suoi sacerdoti, senza che ne scampasse uno solo.
12 Επειτα σηκωθεις ανεχωρησε και ηλθεν εις Σαμαρειαν. Και εν τη οδω, ενω ητο πλησιον τινος μανδρας ποιμενων,12 Poi si levò e andò in Samaria. Giunto che fu alla Capanna dei pastori, posta sulla sua strada,
13 ευρηκεν ο Ιηου τους αδελφους του Οχοζιου βασιλεως του Ιουδα και ειπε, Τινες εισθε; Οι δε ειπον, Ειμεθα οι αδελφοι του Οχοζιου, και καταβαινομεν να χαιρετησωμεν τους υιους του βασιλεως και τους υιους της βασιλισσης.13 trovò i fratelli di Ocozia, re di Giuda, e domandò loro: «Chi siete voi?», ed essi risposero: «Siamo i fratelli di Ocozia e siamo venuti per salutare i figli del re e i figli della regina».
14 Και ειπε, Συλλαβετε αυτους ζωντας. Και συνελαβον αυτους ζωντας και εσφαξαν αυτους πλησιον του φρεατος της μανδρας, τεσσαρακοντα δυο ανθρωπους? δεν αφηκαν ουδε ενα εξ αυτων.14 Jeu ordinò: «Pigliateli vivi»; e come li ebbero presi vivi, li sgozzarono nella cisterna vicina alla Capanna dei pastori in numero di quarantadue e non ne scampò neppur uno.
15 Και αναχωρησας εκειθεν, ευρηκε τον Ιωναδαβ υιον του Ρηχαβ, ερχομενον εις συναντησιν αυτου? και εχαιρετησεν αυτον και ειπε προς αυτον, Η καρδια σου ειναι ευθεια, καθως η καρδια μου μετα της καρδιας σου; Και απεκριθη ο Ιωναδαβ, Ειναι. Εαν ναι, δος την χειρα σου. Και εδωκε την χειρα αυτου? και ανεβιβασεν αυτον προς εαυτον επι την αμαξαν.15 Partitosi di là, trovò Jonadab figlio di Recab, che gli veniva incontro; lo salutò, e gli chiese: «È il tuo cuore retto [verso di me], come lo è il mio cuore a tuo riguardo?». Rispose Jonadab: «Lo è». «Se lo è», rispose «dammi la mano». Avendogli egli dato la mano, se lo tirò con sè sul carro
16 Και ειπεν, Ελθε μετ' εμου και ιδε τον ζηλον μου υπερ του Κυριου. Και επεβιβασαν αυτον εις την αμαξαν αυτου.16 e gli disse: «Vieni con me e vedrai il mio zelo per il Signore». E fattolo salire con sè sul suo carro,
17 Και οτε ηλθεν εις Σαμαρειαν, επαταξε παντας τους εναπολειφθεντας εκ του Αχααβ εν Σαμαρεια, εωσου ηφανισεν αυτον, κατα τον λογον του Κυριου, τον οποιον ελαλησε προς τον Ηλιαν.17 lo condusse in Samaria, dove uccise tutti quelli che rimanevano di Acab in Samaria, secondo la parola che il Signore avea proferito per mezzo di Elia.
18 Τοτε συνηθροισεν ο Ιηου παντα τον λαον και ειπε προς αυτους, Ο Αχααβ εδουλευσε τον Βααλ ολιγον? ο Ιηου θελει δουλευσει αυτον πολυ?18 Jeu riunì allora tutto il popolo per dirgli: «Acab ha onorato poco Baal, ma io lo servirò molto di più.
19 τωρα λοιπον καλεσατε προς εμε παντας τους προφητας του Βααλ, παντας τους λατρευτας αυτου και παντας τους ιερεις αυτου? ας μη λειψη μηδεις? διοτι εχω θυσιαν μεγαλην εις τον Βααλ? πας οστις λειψη, δεν θελει ζησει. Πλην ο Ιηου επραξε τουτο δολιως, επι σκοπω να εξολοθρευση τους λατρευτας του Βααλ.19 Perciò chiamate dinanzi a me tutti i profeti di Baal, tutti i suoi servi e tutti i suoi sacerdoti: nessuno manchi, perchè io devo fare un gran sacrificio a Baal. Chiunque mancherà, sarà ucciso». Jeu però faceva questo con astuzia per disperdere gli adoratori di Baal.
20 Και ειπεν ο Ιηου, Κηρυξατε πανηγυριν δια τον Βααλ. Και εκηρυξαν.20 Disse poi: «Santificate un giorno solenne a Baal»; e fece inviti
21 Και επεμψεν ο Ιηου προς παντα τον Ισραηλ? και ηλθον παντες οι λατρευται του Βααλ? και δεν εμεινεν ουδεις, οστις δεν ηλθε. Και ηλθον εις τον οικον του Βααλ? και επλησθη ο οικος του Βααλ, στομα εις στομα.21 e mandò dei messi fino ai più lontani confini d'Israele, e da ogni parte accorsero i servi di Baal, e neppur uno vi fu che mancasse. Entrarono nel tempio di Baal e la casa di Baal fu riempita da un capo all'altro.
22 Και ειπε προς τον ιματιοφυλακα, Εξαγαγε ιματια δια παντας τους λατρευτας του Βααλ. Και εξηγαγεν εις αυτους τα ιματια.22 Jeu poi disse a quelli che avevano in custodia i vestiti: «Distribuite le vesti a tutti i servi di Baal». Ed essi estrassero le vesti.
23 Και εισηλθεν ο Ιηου και ο Ιωναδαβ ο υιος του Ρηχαβ εις τον οικον του Βααλ? και ειπε προς τους λατρευτας του Βααλ, Ερευνησατε και ιδετε να μη ηναι εδω με σας μηδεις εκ των δουλων του Κυριου, αλλα μονον οι λατρευται του Βααλ.23 Entrato poi Jeu con Jonadab figlio di Recab, nel tempio di Baal, disse agli adoratori di Baal: «Cercate e vedete che tra voi non vi sia per caso alcuno dei servi del Signore; ma fate che vi siano soltanto i servi di Baal».
24 Και οτε εισηλθον δια να προσφερωσι θυσιας και ολοκαυτωματα, ο Ιηου διεταξεν εξω ογδοηκοντα ανδρας και ειπεν, Οστις αφηση να διασωθη τις εκ των ανθρωπων, τους οποιους εγω εφερα εις τας χειρας σας, η ζωη αυτου θελει εισθαι αντι της ζωης εκεινου.24 Entrarono adunque per offrire vittime e olocausti. Jeu però aveva preparato fuori ottanta uomini, a cui avea detto: «Se alcuno lascerà sfuggire uno di questi uomini che io metterò in vostra mano, la sua vita risponderà per quella del fuggiasco».
25 Και ως ετελειωσε προσφερων το ολοκαυτωμα, ειπεν ο Ιηου προς τους δορυφορους και προς τους ταγματαρχας, Εισελθετε, παταξατε αυτους? μηδεις ας μη εξελθη. Και επαταξαν αυτους οι δορυφοροι και οι ταγματαρχαι εν στοματι μαχαιρας και ερριψαν εξω? και υπηγαν εως της πολεως του οικου του Βααλ.25 Non appena fu terminato l'olocausto, Jeu comandò ai soldati e a tutti i loro capi: «Entrate, uccideteli e fate in modo che nessuno fugga». Ed essi percossero a colpi di spada e gettarono a terra i soldati e i capitani, ed entrati nel tempio di Baal,
26 Και εξεβαλον τα ειδωλα του οικου του Βααλ και κατεκαυσαν αυτα.26 trassero fuori dal santuario la statua di Baal, la bruciarono
27 Και κατεσυντριψαν το ειδωλον του Βααλ και κατεκρημνισαν τον οικον του Βααλ, και εκαμον αυτον κοπρωνα εως της ημερας ταυτης.27 e la ridussero in polvere; distrussero anche il tempio di Baal e vi fecero una cloaca, che sussiste tuttora.
28 Ουτως ηφανισεν ο Ιηου τον Βααλ εκ του Ισραηλ.28 Jeu adunque sterminò Baal da Israele.
29 Πλην δεν απεμακρυνθη ο Ιηου απο των αμαρτιων του Ιεροβοαμ υιου του Ναβατ, οστις εκαμε τον Ισραηλ να αμαρτηση, απο των χρυσων μοσχων των εν Βαιθηλ και των εν Δαν.29 Tuttavia non si astenne dai peccati di Geroboamo figlio di Nabat, che avea fatto prevaricare Israele, nè abbandonò i vitelli d'oro che stavano in Betel e in Dan.
30 Και ειπε Κυριος προς τον Ιηου, Επειδη επραξας καλως εκτελεσας το αρεστον εις τους οφθαλμους μου, και εκαμες εις τον οικον του Αχααβ κατα παντα οσα ησαν εν τη καρδια μου, οι υιοι σου μεχρι της τεταρτης γενεας θελουσι καθισει επι του θρονου του Ισραηλ.30 Disse perciò il Signore a Jeu: «Poichè hai fatto con diligenza ciò che era giusto e piaceva agli occhi miei, e hai eseguito contro la casa di Acab ciò che era secondo la mia volontà, i tuoi figliuoli staranno sul trono di Israele fino alla quarta generazione».
31 Και δεν επροσεξεν ο Ιηου να περιπατη εξ ολης της καρδιας αυτου εν τω νομω Κυριου του Θεου του Ισραηλ? δεν απεμακρυνθη απο των αμαρτιων του Ιεροβοαμ, οστις εκαμε τον Ισραηλ να αμαρτηση.31 Jeu però non si curò di camminare con tutto il suo cuore nella legge del Signore Dio d'Israele e non si ritrasse dai peccati di Geroboamo, che aveva fatto prevaricare Israele.
32 Εν εκειναις ταις ημεραις ηρχισεν ο Κυριος να κολοβονη τον Ισραηλ? και επαταξεν αυτους ο Αζαηλ εις παντα τα ορια του Ισραηλ?32 In quei giorni il Signore cominciò a provare avversione per Israele, e Azael percosse gli Israeliti in tutti i loro confini,
33 απο Ιορδανου, προς ανατολας ηλιου, πασαν την γην Γαλααδ, τους Γαδιτας και τους Ρουβηνιτας και τους Μανασσιτας απο Αροηρ, της επι του χειμαρρου Αρνων, την τε Γαλααδ και την Βασαν.33 nella parte orientale del Giordano tutta la terra di Galaad e i territori di Gad, di Ruben, e di Manasse e di Aroer, che è sul torrente Arnon, fino a Galaad e Basan.
34 Αι δε λοιπαι πραξεις του Ιηου και παντα οσα επραξε και παντα τα κατορθωματα αυτου, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ισραηλ;34 Il resto delle azioni di Jeu e tutto ciò che fece e le sue imprese, non stanno forse scritte nel libro delle Cronache dei re d'Israele?
35 Και εκοιμηθη ο Ιηου μετα των πατερων αυτου? και εθαψαν αυτον εν Σαμαρεια. Εβασιλευσε δε αντ' αυτου Ιωαχαζ ο υιος αυτου.35 Dormì Jeu coi padri suoi e venne sepolto in Samaria. E regnò Joacaz figliuol suo in sua vece.
36 Και ο καιρος, καθ' ον ο Ιηου εβασιλευσεν επι τον Ισραηλ εν Σαμαρεια, ητο εικοσιοκτω ετη.36 Jeu poi regnò sopra Israele, in Samaria, ventotto anni.