Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 2


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Μετα δε ταυτα ηρωτησεν ο Δαβιδ τον Κυριον, λεγων, να αναβω εις τινα των πολεων Ιουδα; Ο δε Κυριος ειπε προς αυτον, Αναβα. Και ειπεν ο Δαβιδ, που να αναβω; Ο δε ειπεν, εις Χεβρων.1 Ezek után Dávid megkérdezte az Urat: »Felmenjek-e Júda valamelyik városába?« Az Úr azt mondta neki: »Menj fel.« Azt mondta erre Dávid: »Hova menjek fel?« Ő azt felelte neki: »Hebronba.«
2 Ανεβη λοιπον εκει ο Δαβιδ και αι δυο γυναικες αυτου, Αχινοαμ η Ιεζραηλιτις και Αβιγαια η γυνη Ναβαλ του Καρμηλιτου.2 Felment tehát Dávid két feleségével, a jezreeli Ahinoámmal és a kármeli Nábál volt feleségével, Abigaillal együtt.
3 Και τους ανδρας τους μετ' αυτου ανεβιβασεν ο Δαβιδ, εκαστον μετα της οικογενειας αυτου? και κατωκησαν εν ταις πολεσι Χεβρων.3 Azokat az embereket, akik vele voltak, szintén felvitte Dávid, mindenkit a maga házanépével együtt, s azok Hebron városaiban telepedtek meg.
4 Και ηλθον οι ανδρες Ιουδα και εχρισαν εκει τον Δαβιδ βασιλεα επι τον οικον Ιουδα. Και απηγγειλαν προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Οι ανδρες της Ιαβεις-γαλααδ ησαν οι θαψαντες τον Σαουλ.4 Erre eljöttek Júda férfiai és felkenték ott Dávidot Júda házának királyává. Aztán hírül vitték Dávidnak, hogy a jábesgileádi emberek eltemették Sault.
5 Και απεστειλεν ο Δαβιδ μηνυτας προς τους ανδρας της Ιαβεις-γαλααδ και ειπε προς αυτους, Ευλογημενοι να ησθε παρα του Κυριου, διοτι εκαμετε το ελεος τουτο εις τον κυριον σας, εις τον Σαουλ, και εθαψατε αυτον5 Erre Dávid követeket küldött a jábesgileádi emberekhez és ezt üzente nekik: Áldjon meg az Úr titeket, amiért azt az irgalmasságot cselekedtétek uratokkal, Saullal, hogy eltemettétek.
6 ειθε λοιπον τωρα να καμη ο Κυριος προς εσας ελεος και αληθειαν και εγω προσετι θελω ανταποδωσει εις εσας το καλον τουτο, επειδη εκαμετε τουτο το πραγμα?6 Nos, az Úr ugyan majd megfizet nektek irgalmassággal és hűséggel, de én is meg akarom hálálni, hogy ezt cselekedtétek.
7 τωρα λοιπον, ας κραταιωθωσιν αι χειρες σας, και γινεσθε ανδρειοι διοτι ο κυριος σας ο Σαουλ απεθανε, και προσετι ο οικος Ιουδα εχρισαν εμε βασιλεα εφ' εαυτων.7 Legyen csak kezetek erős és legyetek csak bátor emberek, noha uratok, Saul meghalt, mert Júda háza máris felkent engem királyává.
8 Ο Αβενηρ ομως, ο υιος του Νηρ, ο αρχιστρατηγος του Σαουλ, ελαβε τον Ις-βοσθε, υιον του Σαουλ, και διεβιβασεν αυτον εις Μαχαναιμ,8 Ámde Ábner, Nér fia, Saul hadvezére, fogta Isbaált, Saul fiát, körülhordozta a Mahanaimban,
9 και εκαμεν αυτον βασιλεα επι της Γαλααδ, και επι των Ασσουριτων, και επι της Ιεζραελ, και επι του Εφραιμ, και επι του Βενιαμιν, και επι παντος του Ισραηλ.9 és megtette Gileád, Gessúri, Jezreel, Efraim, Benjamin és egész Izrael királyává.
10 Τεσσαρακοντα ετων ητο Ις-βοσθε ο υιος του Σαουλ, οτε εγεινε βασιλευς επι τον Ισραηλ? και εβασιλευσε δυο ετη? ο οικος ομως Ιουδα ηκολουθησε τον Δαβιδ.10 Negyven esztendős volt Isbaál, Saul fia, amikor uralkodni kezdett Izraelen és két esztendeig uralkodott. Dávidot csak Júda háza követte.
11 Και ο αριθμος των ημερων, καθ' ας εβασιλευσεν ο Δαβιδ εν Χεβρων επι του οικου Ιουδα, ησαν επτα ετη και εξ μηνες.11 Azoknak a napoknak az összege, amelyek alatt Dávid Hebronban tartózkodott és csak Júda házán uralkodott, hét esztendő és hat hónap volt.
12 Εξηλθε δε Αβενηρ ο υιος του Νηρ και οι δουλοι του Ις-βοσθε, υιου του Σαουλ, εκ Μαχαναιμ εις Γαβαων.12 Majd kivonult Ábner, Nér fia, Isbaálnak, Saul fiának a legényeivel a Mahanaimból Gibeonba.
13 Και Ιωαβ, ο υιος της Σερουιας, και οι δουλοι του Δαβιδ εξηλθον και συναπηντηθησαν πλησιον του υδροστασιου της Γαβαων? και εκαθησαν οι μεν εντευθεν του υδροστασιου, οι δε εκειθεν του υδροστασιου.13 Erre Joáb, Száruja fia és Dávid legényei is kivonultak, és Gibeon tavánál találkoztak. Miután így összekerültek, egymással szemben telepedtek le: ezek a tónak ezen az oldalán, azok pedig a túlsón.
14 Και ειπεν ο Αβενηρ προς τον Ιωαβ, Ας σηκωθωσι τωρα οι νεοι και ας παιξωσιν εμπροσθεν ημων. Και ειπεν ο Ιωαβ, Ας σηκωθωσιν.14 Ekkor Ábner azt üzente Joábnak: »Keljen fel néhány legény, s rendezzen harci játékot előttünk.« Joáb azt felelte erre: »Jó, keljen fel.«
15 Εσηκωθησαν λοιπον και επερασαν κατα αριθμον, δωδεκα εκ του Βενιαμιν, απο μερους του Ις-βοσθε, υιου του Σαουλ, και δωδεκα εκ των δουλων του Δαβιδ.15 Fel is keltek, és kiálltak szám szerint: tizenketten Benjaminból, Isbaálnak, Saul fiának a részéről, és tizenketten Dávid legényei közül.
16 Και επιασαν εκαστος τον πλησιον αυτου απο της κεφαλης, και διεπερασε την μαχαιραν αυτου εις την πλευραν του πλησιον αυτου, και επεσον ομου? οθεν ο τοπος εκεινος ωνομασθη Χελκαθ-ασουρειμ, οστις ειναι εν Γαβαων.16 Mindenki megragadta azonban párja fejét, s beledöfte kardját ellenfele oldalába, s így valamennyien elestek. Ezért nevezték el Gibeonnak azt a helyét Hősök mezejének.
17 Και εγεινεν μαχη σκληροτατη κατ' εκεινην την ημεραν? και ο Αβενηρ και οι ανδρες Ισραηλ ενικηθησαν υπο των δουλων του Δαβιδ.17 Erre nagyon kemény harc támadt azon a napon, ám Dávid legényei megszalasztották Ábnert és Izrael embereit.
18 Ησαν δε εκει οι τρεις υιοι της Σερουιας, Ιωαβ και Αβισαι και Ασαηλ? ο δε Ασαηλ ητο ελαφρος τους ποδας, ως μια των δορκαδων των εν αγρω.18 Ott volt Száruja három fia is: Joáb, Abisáj és Aszaél. Aszaél olyan gyors futó volt, mint az erdei vadkecske.
19 Και κατεδιωξεν ο Ασαηλ οπισω του Αβενηρ? και τρεχων, δεν εξεκλινεν εις τα δεξια ουδε εις τα αριστερα, εξοπισθεν του Αβενηρ.19 Aszaél már most üldözőbe vette Ábnert, s nem tért el sem jobbra, sem balra, s nem hagyott fel Ábner üldözésével.
20 Και εβλεψεν ο Αβενηρ εις τα οπισω αυτου και ειπε, Συ εισαι ο Ασαηλ; Ο δε απεκριθη, Εγω.20 Hátratekintett azért Ábner és azt mondta: »Te vagy-e az, Aszaél?« Ő azt felelte: »Én vagyok.«
21 Και ειπε προς αυτον ο Αβενηρ, Στρεψον συ εις τα δεξια η εις τα αριστερα, και πιασον τινα εκ των νεων και λαβε εις σεαυτον την πανοπλιαν αυτου? πλην δεν ηθελησεν ο Ασαηλ να εκκλινη απο οπισθεν αυτου.21 Azt mondta erre neki Ábner: »Térj jobbra vagy balra, s fogd meg valamelyik legényt, s vedd el a holmiját.« Aszaél azonban csak nem akart felhagyni kergetésével.
22 Και παλιν ειπεν ο Αβενηρ προς τον Ασαηλ, Στρεψον απο οπισθεν μου? δια τι να σε κτυπησω εως εδαφους; πως θελω σηκωσει τοτε το προσωπον μου προς Ιωαβ τον αδελφον σου;22 Ismét szólt tehát Ábner Aszaélnek: »Térj vissza, ne kergess, hogy ne legyek kénytelen téged a földre szegezni, mert akkor nem emelhetném fel arcomat Joáb, a fivéred előtt.«
23 Αλλα δεν ηθελε να στρεψη? οθεν επαταξεν αυτον ο Αβενηρ με το οπισθεν του δορατος αυτου εις την πεμπτην πλευραν, και εξηλθε το δορυ απο των οπισθιων αυτου, και επεσεν εκει και απεθανεν εν τω αυτω τοπω? και οσοι ηρχοντο εις τον τοπον, οπου ο Ασαηλ επεσε και απεθανεν, ισταντο.23 Ám ő semmibe sem vette szavát és nem akart letérni. Ábner erre dárdája végével úgy lágyékon sújtotta, hogy a dárda keresztülhatolt rajta, s ő ott helyben meghalt. Mindazok, akik azon a helyen mentek keresztül, ahol Aszaél elesett és meghalt, megálltak.
24 Ο δε Ιωαβ και ο Αβισαι κατεδιωκον οπισω του Αβενηρ? και ο ηλιος εδυεν οτε αυτοι ηλθον εως του βουνου Αμμα, το οποιον ειναι απεναντι Για, κατα την οδον της ερημου Γαβαων.24 Joáb és Abisáj azonban tovább űzték a menekülő Ábnert. Közben leszállt a nap, s ők eljutottak a Vízvezeték halmához, amely a Völggyel szemben, a gibeoni puszta felé vivő úton van.
25 Και συνηθροισθησαν οι υιοι Βενιαμιν οπισω του Αβενηρ, και εγειναν εν σωμα και εσταθησαν επι της κορυφης τινος βουνου.25 Ekkor Benjamin fiai összegyűltek Ábner körül és zárt csoportba verődve kiálltak az egyik halom tetejére.
26 Τοτε ο Αβενηρ εφωνησε προς τον Ιωαβ και ειπε, Θελει κατατρωγει ακαταπαυστως ρομφαια; δεν εξευρεις οτι πικρια θελει εισθαι εις το τελος; εως ποτε λοιπον δεν θελεις προσταξει τον λαον να επιστρεψη απο του να καταδιωκωσι τους αδελφους αυτων;26 Ábner azonban kiáltott Joábnak és azt mondta: »Hát végpusztulásig fog dühöngeni kardod? Nem tudod-e, hogy veszedelmes a kétségbeesés? Meddig nem szólsz még a népnek, hogy hagyjon fel testvérei üldözésével?«
27 Και ειπεν ο Ιωαβ, Ζη ο Θεος, εαν δεν ηθελες λαλησει, βεβαιως τοτε ο λαος ηθελεν αναβη το πρωι, εκαστος απο της καταδιωξεως του αδελφου αυτου.27 Azt mondta erre Joáb: »Az Úr életére mondom, hogy ha szóltál volna, már reggel visszatért volna a nép, amely most testvéreit kergeti.«
28 Και εσαλπισεν ο Ιωαβ εν τη σαλπιγγι? και εσταθη πας ο λαος, και δεν κατεδιωκον πλεον κατοπιν του Ισραηλ ουδε εμαχοντο πλεον.28 Aztán Joáb megfúvatta a harsonát, s megállt az egész sereg, s nem üldözték tovább Izraelt, s nem bocsátkoztak vele harcba.
29 Και ωδοιπορησαν ο Αβενηρ και οι ανδρες αυτου δια της πεδιαδος ολην την νυκτα εκεινην, και διεβησαν τον Ιορδανην και επερασαν δι' ολης της Βιθρων και ηλθον εις Μαχαναιμ.29 Erre Ábner és emberei elvonultak, egész éjszaka meneteltek az Arabán. Átkeltek a Jordánon, megjárták egész Béthoront, s eljutottak a Mahanaimba.
30 Ο δε Ιωαβ επεστρεψεν απο της καταδιωξεως του Αβενηρ? και οτε συνηθροισε παντα τον λαον, ελειπον εκ των δουλων του Δαβιδ δεκαεννεα ανδρες και ο Ασαηλ.30 Joáb is visszavonult, hagyta Ábnert, és egybegyűjtötte az egész népet. Dávid legényei közül. Aszaélen kívül tizenkilenc ember hiányzott,
31 Οι δουλοι δε του Δαβιδ επαταξαν εκ του Βενιαμιν και εκ των ανδρων του Αβενηρ τριακοσιους εξηκοντα ανδρας, οιτινες απεθανον.31 Dávid szolgái pedig Benjaminból, s azon emberek közül, akik Ábnerrel voltak, háromszázhatvanat sújtottak halálra.
32 Και εσηκωσαν τον Ασαηλ και εθαψαν αυτον εν τω ταφω του πατρος αυτου, τω εν Βηθλεεμ. Ο δε Ιωαβ και οι ανδρες αυτου ωδοιπορησαν ολην την νυκτα και εφθασαν εις Χεβρων περι τα χαραγματα.32 Majd felvették Aszaélt és eltemették apja sírboltjába Betlehemben. Aztán Joáb és azok az emberek, akik vele voltak, egész éjszaka meneteltek, s virradatkor meg is érkeztek Hebronba.