Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 19


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Και ανηγγελθη προς τον Ιωαβ, Ιδου, ο βασιλευς κλαιει και πενθει δια τον Αβεσσαλωμ.1 Elszomorodott erre a király, felment a kapu felett levő terembe és sírt, s ezt mondogatta járva-kelve: »Én fiam, Absalom! Absalom, én fiam, bárcsak én haltam volna meg helyetted, Absalom, én fiam, én fiam Absalom!«
2 Και εν τη ημερα εκεινη η σωτηρια μετεβληθη εις πενθος εν παντι τω λαω? διοτι ηκουσεν ο λαος να λεγωσιν εν τη ημερα εκεινη, Ο βασιλευς ειναι περιλυπος δια τον υιον αυτου.2 Hírül vitték erre Joábnak, hogy a király siratja és gyászolja fiát.
3 Και εισηρχετο ο λαος εν τη ημερα εκεινη κρυφιως εις την πολιν, ως λαος οστις κρυπτεται αισχυνομενος, οταν εν τη μαχη τραπη εις φυγην.3 Gyászra fordult erre a győzelem azon a napon az egész nép számára, mert hallotta a nép azon a napon, hogy beszélik: »Bánkódik a király a fián.« –
4 Ο δε βασιλευς εκαλυψε το προσωπον αυτου, και εβοα ο βασιλευς εν φωνη μεγαλη, Υιε μου Αβεσσαλωμ, Αβεσσαλωμ, υιε μου, υιε μου.4 Úgy lopakodott be a nép azon a napon a városba, mint ahogy a harcból meghátráló s megfutamodó nép szokott belopakodni.
5 Και εισελθων ο Ιωαβ εις τον οικον προς τον βασιλεα, ειπε, Κατησχυνας σημερον τα προσωπα παντων των δουλων σου, οιτινες εσωσαν σημερον την ζωην σου και την ζωην των υιων σου και των θυγατερων σου και την ζωην των γυναικων σου και την ζωην των παλλακων σου?5 A király pedig beburkolta fejét, s fennszóval egyre azt kiáltotta: »Én fiam, Absalom, Absalom, én fiam, én fiam!«
6 επειδη αγαπας τους μισουντας σε και μισεις τους αγαπωντας σε? διοτι εδειξας σημερον, οτι δεν ειναι παρα σοι ουδεν οι αρχοντες σου και οι δουλοι σου? διοτι σημερον εγνωρισα, οτι εαν ο Αβεσσαλωμ εζη και ημεις παντες απεθνησκομεν σημερον, τοτε ηθελεν εισθαι αρεστον εις σε?6 Bement erre Joáb a királyhoz a házba és azt mondta: »Megszégyenítetted ma mindazoknak a szolgáidnak az arcát, akik megszabadították a te életedet, s fiaid s lányaid életét és feleségeidnek s mellékfeleségeidnek életét.
7 τωρα λοιπον σηκωθητι, εξελθε και λαλησον κατα την καρδιαν των δουλων σου? διοτι ομνυω εις τον Κυριον, εαν δεν εξελθης, δεν θελει μεινει μετα σου την νυκτα ταυτην ουδε εις? και τουτο θελει εισθαι εις σε χειροτεραν υπερ παντα τα κακα, οσα ηλθον επι σε εκ νεοτητος σου μεχρι του νυν.7 Szeretetet tanúsítasz azok iránt, akik gyűlölnek téged, s gyűlölettel illeted azokat, akik szeretnek téged, s ma megmutattad, hogy nem törődsz vezéreiddel s szolgáiddal, s most valóban látom, hogy az tetszene neked, ha Absalom élne, s mi mindnyájan meghaltunk volna.
8 Τοτε εσηκωθη ο βασιλευς και εκαθησεν εν τη πυλη. Και ανηγγειλαν προς παντα τον λαον, λεγοντες, Ιδου, ο βασιλευς καθηται εν τη πυλη. Και ηλθε πας ο λαος εμπροσθεν του βασιλεως. Ο δε Ισραηλ εφυγεν εκαστος εις την σκηνην αυτου.8 De most aztán kelj fel és jöjj ki és szólj szolgáidnak és szolgáltass elégtételt nekik, mert esküszöm neked az Úrra, hogyha ki nem jössz, senki sem marad ez éjjel veled, s ez rosszabb lesz számodra, mint mindaz a baj, amely ifjúságodtól kezdve mostanig ért téged.«
9 Και ητο πας ο λαος εις εριδα κατα πασας τας φυλας του Ισραηλ, λεγοντες, Ο βασιλευς εσωσεν ημας εκ χειρος των εχθρων ημων? και αυτος ηλευθερωσεν ημας εκ χειρος των Φιλισταιων? και τωρα εφυγεν εκ του τοπου εξ αιτιας του Αβεσσαλωμ?9 Felkelt tehát a király, s leült a kapuba, s hírül adták az egész népnek, hogy a király a kapuban ül, s elvonult az egész sokaság a király előtt. Miután Izrael a sátraiba futott,
10 ο δε Αβεσσαλωμ, τον οποιον εχρισαμεν βασιλεα εφ' ημας, απεθανεν εν τη μαχη? τωρα λοιπον δια τι δεν λαλειτε να επιστρεψωμεν τον βασιλεα;10 versengett a nép Izrael valamennyi törzsében, s azt mondta: »A király szabadított meg minket ellenségeink kezéből, ő szabadított meg minket a filiszteusok kezéből, s most elmenekült e földről Absalom miatt.
11 Και απεστειλεν ο βασιλευς Δαβιδ προς τον Σαδωκ και προς τον Αβιαθαρ, τους ιερεις, λεγων, Λαλησατε προς τους πρεσβυτερους του Ιουδα, λεγοντες, Δια τι εισθε οι εσχατοι εις το να επιστρεψητε τον βασιλεα εις τον οικον αυτου; διοτι οι λογοι παντος του Ισραηλ εφθασαν προς τον βασιλεα εις τον οικον αυτου?11 Absalom pedig, akit felkentünk magunk fölé, meghalt a hadban. Meddig vesztegeltek, s meddig nem hozzátok vissza a királyt?«
12 σεις εισθε αδελφοι μου, σεις οστα μου και σαρξ μου? δια τι λοιπον εισθε οι εσχατοι εις το να επιστρεψητε τον βασιλεα;12 Dávid király pedig elküldött Szádokhoz és Abjatárhoz, a papokhoz, s ezt üzente: »Szóljatok Júda véneihez, s mondjátok: Miért jönnétek utolsóknak visszahozni a királyt a házába? – Egész Izrael beszéde eljutott ugyanis a király házába. –
13 προς τον Αμασα μαλιστα ειπατε, Δεν εισαι συ οστουν μου και σαρξ μου; ουτω να καμη ο Θεος εις εμε και ουτω να προσθεση, εαν δεν γεινης αρχιστρατηγος παντοτε εμπροσθεν μου αντι του Ιωαβ.13 Ti az én testvéreim, ti az én csontom s húsom vagytok, miért hoznátok vissza ti utolsóknak a királyt?
14 Και εκλινε την καρδιαν παντων των ανδρων Ιουδα ως ενος ανθρωπου? και απεστειλαν προς τον βασιλεα, λεγοντες, Επιστρεψον συ και παντες οι δουλοι σου.14 Amászának pedig mondjátok: Nemdeaz én csontom s az én húsom vagy? Büntessen engem az Úr most és mindenkor, ha nem te leszel a sereg fővezére előttem minden időben Joáb helyett.«
15 Επεστρεψε λοιπον ο βασιλευς και ηλθεν εως του Ιορδανου. Και ο Ιουδας ηλθεν εις Γαλγαλα, δια να υπαγη εις συναντησιν του βασιλεως, να διαβιβαση τον βασιλεα δια του Ιορδανου.15 Ezzel úgy megnyerte Júda valamennyi emberének szívét, mint egy emberét. El is küldtek a királyhoz és üzenték: »Térj vissza valamennyi szolgáddal együtt!«
16 Εσπευσε δε Σιμει ο υιος του Γηρα, ο Βενιαμιτης, εκ Βαουρειμ, και κατεβη μετα των ανδρων Ιουδα εις συναντησιν του βασιλεως Δαβιδ.16 Visszatért tehát a király, s eljutott a Jordánhoz. Közben egész Júda Gilgálba érkezett, hogy a király elé menjen, és áthozza őt a Jordánon.
17 Και ησαν μετ' αυτου χιλιοι ανδρες εκ του Βενιαμιν, και Σιβα ο δουλος του οικου του Σαουλ, και οι δεκαπεντε υιοι αυτου και εικοσι δουλοι αυτου μετ' αυτου? και διεβησαν τον Ιορδανην ενωπιον του βασιλεως.17 Júda embereivel Szemei, a Bahurimból való Gerának, Jemini fiának a fia is sietve lement Dávid király elé
18 Επειτα επερασεν η λεμβος δια να διαβιβαση την οικογενειαν του βασιλεως, και να καμη ο, τι ηθελε φανη εις αυτον αρεστον. Και Σιμει ο υιος του Γηρα επεσεν ενωπιον του βασιλεως, ενω διεβαινε τον Ιορδανην?18 ezer Benjaminból való emberrel. Szíba, Saul házának legénye s annak tizenöt fia és húsz szolgája is vele volt. Mindezek berohantak a Jordánba és szemben a királlyal
19 και ειπε προς τον βασιλεα, Ας μη λογαριαση ο κυριος μου ανομιαν εις εμε, και μη ενθυμηθης την ανομιαν, την οποιαν επραξεν ο δουλος σου, καθ' ην ημεραν εξηρχετο ο κυριος μου ο βασιλευς εξ Ιερουσαλημ, ωστε να βαλη τουτο ο βασιλευς εν τη καρδια αυτου?19 átkeltek a gázlón, hogy áthozzák a király házanépét és rendelkezésére bocsássák magukat. Amikor aztán ő már átkelt a Jordánon, Szemei, Gera fia, leborult a király előtt
20 διοτι ο δουλος σου εγνωρισεν οτι εγω ημαρτον? και ιδου εγω ηλθον σημερον προτερος παντος του οικου Ιωσηφ, δια να καταβω εις συναντησιν του κυριου μου του βασιλεως.20 és azt mondta neki: »Ne ródd fel nekem, uram, gonoszságomat, s ne emlékezz meg arról, hogy szolgád vétkezett ellened azon a napon, amelyen te, uram király, Jeruzsálemből kijöttél, s ne vedd azt, ó király, szívedre.
21 Και απεκριθη ο Αβισαι ο υιος της Σερουιας, λεγων, Δεν πρεπει ο Σιμει να θανατωθη δια τουτο, διοτι κατηρασθη τον κεχρισμενον του Κυριου;21 Elismerem ugyanis én, a te szolgád, vétkemet, s éppen azért jelentem meg és jöttem le ma elsőnek József egész házából az én uram, a király elé.«
22 Αλλ' ο Δαβιδ ειπε, Τι μεταξυ εμου και υμων, υιοι της Σερουιας, ωστε γινεσθε σημερον επιβουλοι εις εμε; πρεπει την ημεραν ταυτην να θανατωθη ανθρωπος εν Ισραηλ; διοτι δεν γνωριζω εγω οτι σημερον ειμαι βασιλευς επι τον Ισραηλ;22 Megszólalt erre Abizáj, Száruja fia és azt mondta: »Vajon e szavak fejében most már nem fogják megölni Szemeit azért, hogy megátkozta az Úr felkentjét?«
23 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Σιμει, Δεν θελεις αποθανει. Και ωμοσε προς αυτον ο βασιλευς.23 Azt mondta erre Dávid: »Mi közöm hozzátok, Száruja fiai! Mit sátánkodtok ma ellenem? Hát ma öljenek meg valakit Izraelben? Avagy nem tudom-e, hogy ma lettem Izrael királya?«
24 Και Μεμφιβοσθε, ο υιος του Σαουλ, κατεβη εις συναντησιν του βασιλεως? και ουτε τους ποδας αυτου ειχε νιψει ουτε τον πωγωνα αυτου ευπρεπισει ουτε τα ιματια αυτου ειχε πλυνει, αφ' ης ημερας ο βασιλευς ανεχωρησε μεχρι της ημερας καθ' ην επεστρεψεν εν ειρηνη.24 Majd azt mondta a király Szemeinek: »Nem halsz meg« – és megesküdött neki.
25 Και οτε ηλθεν εις Ιερουσαλημ προς συναντησιν του βασιλεως, ο βασιλευς ειπε προς αυτον, Δια τι δεν ηλθες μετ' εμου, Μεμφιβοσθε;25 Meribbaál, Saul fia is lement a király elé. Lábát nem mosta meg, szakállát nem nyírta meg, ruháját nem mosta ki attól a naptól kezdve, hogy a király eltávozott, mindaddig a napig, amíg békességben vissza nem tért.
26 Ο δε απεκριθη, Κυριε μου βασιλευ, ο δουλος μου με ηπατησε? διοτι ο δουλος σου ειπε, Θελω στρωσει δι' εμαυτον τον ονον, και θελω αναβη επ' αυτον και υπαγει προς τον βασιλεα? διοτι ο δουλος σου ειναι χωλος?26 Amikor aztán Jeruzsálem a király elé járult, azt mondta neki a király: »Miért nem jöttél velem, Meribbaál?«
27 και εσυκοφαντησε τον δουλον σου προς τον κυριον μου τον βασιλεα? πλην ο κυριος μου ο βασιλευς ειναι ως αγγελος Θεου? καμε λοιπον το αρεστον εις τους οφθαλμους σου?27 Ő felelt és azt mondta: »Uram király, szolgám cserbenhagyott engem. Én, szolgád, azt mondtam neki, hogy nyergelje meg nekem a szamarat, s felülök és elmegyek a királlyal, mert hogy sánta vagyok, én, a te szolgád.
28 διοτι πας ο οικος του πατρος μου δεν ητο παρα αξιος θανατου ενωπιον του κυριου μου του βασιλεως? συ ομως κατεταξας τον δουλον σου μεταξυ εκεινων οιτινες ετρωγον επι της τραπεζης σου? και τι δικαιον εχω εγω πλεον, και δια τι να παραπονωμαι ετι προς τον βασιλεα;28 Sőt be is vádolt engem, szolgádat nálad, uramnál, a királynál, de te, uram, olyan vagy, mint az Isten angyala: tégy, ami neked tetszik.
29 Και ειπε προς αυτον ο βασιλευς, Δια τι λαλεις ετι περι των πραγματων σου; εγω ειπα, Συ και ο Σιβα διαμοιρασθητε τους αγρους.29 Hiszen apám háza nem volt másra méltó, mint a halálra az én uram a király előtt, s te mégis asztalod vendégei közé helyeztél engem, szolgádat. Mi igazságos panaszom lehetne tehát, s mi jajszót intézhetnék még a királyhoz?«
30 Και ειπεν ο Μεμφιβοσθε προς τον βασιλεα, Και τα παντα ας λαβη, αφου ο κυριος μου ο βασιλευς επεστρεψεν εις τον οικον αυτου εν ειρηνη.30 Azt mondta erre a király: »Mit beszélnél tovább! Áll, amit mondok: Te és Szíba osztozzatok meg a birtokon.«
31 Και ο Βαρζελλαι ο Γαλααδιτης κατεβη απο Ρωγελλιμ και διεβη τον Ιορδανην μετα του βασιλεως, δια να συμπροπεμψη αυτον εως περαν του Ιορδανου.31 Meribbaál erre azt felelte a királynak: »Elveheti akár az egészet, csakhogy békességben visszatért uram, a király a házába!«
32 Ητο δε ο Βαρζελλαι ανθρωπος γερων σφοδρα, ογδοηκοντα ετων ηλικιας? και διετρεφε τον βασιλεα, οτε εκαθητο εν Μαχαναιμ? διοτι ητο ανθρωπος μεγας σφοδρα.32 Lejött a gileádi Barzilláj is Rógelimből, s átkelt a Jordánon a királlyal, s kész volt a folyón túl is követni őt.
33 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Βαρζελλαι, Διαβα συ μετ' εμου, και θελω σε τρεφει μετ' εμου εν Ιερουσαλημ.33 A gileádi Barzilláj igen öreg ember, vagyis nyolcvanesztendős volt, és ő látta el a királyt élelemmel, amikor Mahanaimban tartózkodott; nagyon gazdag ember volt ugyanis.
34 Ο δε Βαρζελλαι ειπε προς τον βασιλεα, Ποσαι ειναι αι ημεραι των ετων της ζωης μου, ωστε να αναβω μετα του βασιλεως εις Ιερουσαλημ;34 Azt mondta tehát a király Barzillájnak: »Jöjj velem, hogy gondtalanul pihenj nálam Jeruzsálemben.«
35 ειμαι σημερον ογδοηκοντα ετων ηλικιας? δυναμαι να καμω διακρισιν μεταξυ καλου και κακου; δυναται ο δουλος σου να αισθανθη τι τρωγω, η τι πινω; δυναμαι να ακουσω πλεον την φωνην των αδοντων η των αδουσων; δια τι λοιπον ο δουλος σου να ηναι ετι και φορτιον εις τον κυριον μου τον βασιλεα;35 Azt mondta erre Barzilláj a királynak: »Mennyi az én életem esztendeinek napja, hogy felmenjek a királlyal Jeruzsálembe?
36 ο δουλος σου θελει διαβη τον Ιορδανην μετα του βασιλεως μεχρις ολιγου διαστηματος? και δια τι ο βασιλευς ηθελε καμει εις εμε την ανταποδοσιν ταυτην;36 Nyolcvan esztendős vagyok ma: meg tudják-e még különböztetni érzékeim az édeset s a keserűt, gyönyörűséget szerezhet-e még szolgádnak az étel és az ital, hallgathatom-e még az énekesek s az énekesnők szavát? Miért legyen szolgád uramnak, a királynak terhére?
37 ας επιστρεψη ο δουλος σου, παρακαλω, δια να αποθανω εν τη πολει μου και να ενταφιασθω πλησιον του ταφου του πατρος μου και της μητρος μου? πλην ιδου, ο δουλος σου Χιμαμ? ας διαβη μετα του κυριου μου του βασιλεως? και καμε εις αυτον ο, τι φανη αρεστον εις τους οφθαλμους σου.37 Csak egy kicsit megyek majd még veled én, a te szolgád tovább a Jordántól: azt nem kell nekem így viszonoznod!
38 Και ειπεν ο βασιλευς, Μετ' εμου θελει διαβη ο Χιμαμ, και εγω θελω καμει εις αυτον ο, τι φαινεται αρεστον εις τους οφθαλμους σου? και εις σε θελω καμει παν ο, τι ζητησης παρ' εμου.38 Hadd térjek csak, kérlek, vissza én, a te szolgád, s hadd haljak meg a magam városában, s hadd temessenek apám s anyám sírja mellé. Itt van azonban szolgád, Kámaám, ő menjen el veled, uram király, s tégy vele, amit jónak látsz.«
39 Και διεβη πας ο λαος τον Ιορδανην. Και οτε διεβη ο βασιλευς, κατεφιλησεν ο βασιλευς τον Βαρζελλαι και ευλογησεν αυτον? ο δε επεστρεψεν εις τον τοπον αυτου.39 Azt mondta erre neki a király: »Jöjjön el tehát velem Kámaám, s én azt teszem vele, ami neked tetszik, s te mindazt, amit kívánsz tőlem, megnyered.«
40 Τοτε διεβη ο βασιλευς εις Γαλγαλα, και ο Χιμαμ διεβη μετ' αυτου? και πας ο λαος του Ιουδα και ετι το ημισυ του λαου Ισραηλ διεβιβασαν τον βασιλεα.40 Amikor aztán átkelt az egész nép s a király a Jordánon, megcsókolta a király Barzillájt, megáldotta, s az visszatért lakóhelyére.
41 Και ιδου, παντες οι ανδρες Ισραηλ ηλθον προς τον βασιλεα και ειπον προς τον βασιλεα, Δια τι σε εκλεψαν οι αδελφοι ημων, οι ανδρες Ιουδα, και διεβιβασαν τον βασιλεα και την οικογενειαν αυτου, δια του Ιορδανου, και παντας τους ανδρας του Δαβιδ μετ' αυτου;41 Majd átvonult a király s vele Kámaám Gilgálba. A királyt Júda egész népe hozta át, Izrael népének azonban csak a fele volt ott.
42 Και απεκριθησαν παντες οι ανδρες Ιουδα προς τους ανδρας Ισραηλ, Διοτι ο βασιλευς ειναι συγγενης ημων? και τι θυμονετε δια το πραγμα τουτο; μηπως εφαγομεν τι εκ του βασιλεως; η εδωκεν εις ημας δωρον;42 Felsereglettek ezért Izrael emberei mindnyájan a királyhoz, s azt mondták neki: »Miért loptak el téged testvéreink, Júda emberei, s miért hozták át ők a királyt és házanépét s vele Dávid minden emberét a Jordánon?«
43 Και απεκριθησαν οι ανδρες Ισραηλ προς τους ανδρας Ιουδα και ειπον, Ημεις εχομεν δεκα μερη εις τον βασιλεα, και μαλιστα εχομεν εις τον Δαβιδ πλειοτερον παρα σεις? δια τι λοιπον περιφρονειτε ημας; και δεν ελαλησαμεν ημεις πρωτοι μεταξυ ημων περι της επιστροφης του βασιλεως ημων; Και οι λογοι των ανδρων Ιουδα ησαν σκληροτεροι παρα τους λογους των ανδρων Ισραηλ.43 Erre Júda valamennyi embere azt felelte Izrael embereinek: »Mert hozzánk közelebb áll a király! Miért haragszol ezért? Ettünk-e érte valamit a királyéból, vagy kaptunk-e érte ajándékot?«
44 Így feleltek erre Izrael emberei Júda embereinek: »Tíz résszel nagyobb vagyok én a király előtt, s inkább hozzám tartozik Dávid, mint tehozzád: miért követted el rajtam ezt a méltatlanságot? Miért nem nekem üzentek először, hogy hozzam vissza királyomat?« Júda emberei erre még keményebben feleltek Izrael embereinél.