Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 15


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Μετα δε ταυτα ητοιμασεν εις εαυτον ο Αβεσσαλωμ αμαξας και ιππους και πεντηκοντα ανδρας, δια να τρεχωσιν εμπροσθεν αυτου.1 Après cela Absalom acheta un char, des chevaux, et se procura 50 hommes qui couraient devant lui.
2 Και εσηκονετο ο Αβεσσαλωμ πρωι, και ιστατο εις τα πλαγια της οδου της πυλης? και οποτε τις εχων διαφοραν τινα ηρχετο προς τον βασιλεα δια κρισιν, τοτε ο Αβεσσαλωμ εκαλει αυτον προς εαυτον και ελεγεν, Εκ ποιας πολεως εισαι; Ο δε απεκρινετο, Ο δουλος σου ειναι εκ της δεινος φυλης του Ισραηλ.2 Le matin de bonne heure Absalom allait se tenir près de la route qui conduit à la porte de la ville. Chaque fois qu’un homme avait un procès et qu’il devait se rendre chez le roi pour le jugement, Absalom l’appelait: “De quelle ville es-tu?” lui disait-il. Si l’autre répondait: “Ton serviteur est de telle tribu d’Israël”,
3 Και ελεγε προς αυτον ο Αβεσσαλωμ, Ιδε, η υποθεσις σου ειναι καλη και ορθη? πλην δεν ειναι ουδεις ο ακουων σε απο μερους του βασιλεως.3 Absalom lui disait: “Regarde, ta cause est bonne et juste, mais il n’y aura personne pour t’écouter chez le roi.”
4 Ελεγε προσετι ο Αβεσσαλωμ, Τις να με εδιωριζε κριτην του τοπου, δια να ερχηται προς εμε πας οστις εχει διαφοραν η κρισιν, και να δικαιονω αυτον.4 Puis Absalom ajoutait: “Si seulement j’étais chargé de la justice dans ce pays! Tous ceux qui auraient un procès viendraient me trouver et je leur ferais justice.”
5 Και οποτε τις επλησιαζε δια να προσκυνηση αυτον, ηπλονε την χειρα αυτου και επιανεν αυτον και εφιλει αυτον.5 Et puis, lorsque quelqu’un s’approchait pour se prosterner devant lui, Absalom lui tendait la main, le relevait et l’embrassait.
6 Και εκαμνεν ο Αβεσσαλωμ κατα τουτον τον τροπον εις παντα Ισραηλιτην ερχομενον προς τον βασιλεα δια κρισιν? και υπεκλεπτεν ο Αβεσσαλωμ τας καρδιας των ανδρων Ισραηλ.6 Absalom faisait ainsi envers tous les Israélites qui venaient trouver le roi pour un procès, et il se gagnait le cœur de tous les Israélites.
7 Και εις το τελος τεσσαρακοντα ετων ειπεν ο Αβεσσαλωμ προς τον βασιλεα, Ας υπαγω, παρακαλω, δια να εκπληρωσω την ευχην μου, την οποιαν ηυχηθην εις τον Κυριον, εν Χεβρων?7 Au bout de quatre ans, Absalom dit au roi: “Laisse-moi partir à Hébron pour un vœu que j’ai fait à Yahvé.
8 διοτι ο δουλος σου ηυχηθη ευχην, οτε κατωκει εν Γεσσουρ εν Συρια, λεγων? Εαν ο Κυριος με επιστρεψη τωοντι εις Ιερουσαλημ, τοτε θελω προσφερει θυσιαν εις τον Κυριον.8 Pendant que j’étais à Guéchour, en Aram, j’ai fait ce vœu: ‘Si Yahvé me laisse revenir à Jérusalem, j’irai honorer Yahvé à Hébron.’ ”
9 Και ειπε προς αυτον ο βασιλευς, Υπαγε εν ειρηνη. Και σηκωθεις, υπηγεν εις Χεβρων.9 Le roi lui dit: “Va en paix.” Alors Absalom se leva et partit pour Hébron.
10 Απεστειλε δε ο Αβεσσαλωμ κατασκοπους εις πασας τας φυλας του Ισραηλ, λεγων, Καθως ακουσητε την φωνην της σαλπιγγος, θελετε ειπει Ο Αβεσσαλωμ εβασιλευσεν εν Χεβρων.10 Absalom envoya des gens à lui dans toutes les tribus d’Israël: “Dès que vous entendrez le son du cor, disait-il, vous proclamerez: Absalom est roi à Hébron.”
11 Και υπηγαν μετα του Αβεσσαλωμ διακοσιοι ανδρες εξ Ιερουσαλημ, κεκλημενοι και υπηγαν εν τη απλοτητι αυτων και δεν ηξευραν ουδεν.11 200 personnes invitées par Absalom étaient parties de Jérusalem avec lui, mais ils étaient allés sans savoir, sans rien connaître de toute cette affaire.
12 Και προσεκαλεσεν ο Αβεσσαλωμ Αχιτοφελ τον Γιλωναιον, τον συμβουλον του Δαβιδ, εκ της πολεως αυτου, εκ Γιλω, ενω προσεφερε τας θυσιας. Και η συνωμοσια ητο δυνατη και ο λαος επληθυνετο αδιακοπως πλησιον του Αβεσσαλωμ.12 Pendant qu’Absalom offrait des sacrifices, il envoya chercher à Guilo un conseiller de David qui s’appelait Ahitofel de Guilo. La conspiration grandissait de jour en jour et les partisans d’Absalom devenaient plus nombreux.
13 Ηλθε δε μηνυτης προς τον Δαβιδ λεγων, Αι καρδιαι των ανδρων Ισραηλ εστραφησαν κατοπιν του Αβεσσαλωμ.13 Quelqu’un vint informer David: “Les hommes d’Israël se sont tournés vers Absalom.”
14 Και ειπεν ο Δαβιδ προς παντας τους δουλους αυτου τους μεθ' αυτου εν Ιερουσαλημ, Σηκωθητε, και ας φυγωμεν? διοτι δεν θελομεν δυνηθη να διασωθωμεν απο προσωπου του Αβεσσαλωμ? σπευσατε να αναχωρησωμεν, δια να μη επιταχυνη και καταφθαση ημας και σπρωξη το κακον εφ' ημας και παταξη την πολιν εν στοματι μαχαιρας.14 Alors David dit à ses serviteurs, à ceux qui étaient avec lui à Jérusalem: “Vite, fuyons! ou nous n’échapperons pas à Absalom. Dépêchez-vous de partir; s’il venait à nous rejoindre, il nous mettrait à mal et il passerait la ville au fil de l’épée.”
15 Και οι δουλοι του βασιλεως ειπαν προς τον βασιλεα, Εις παν, ο, τι εκλεξη ο κυριος μου ο βασιλευς, ιδου, οι δουλοι σου.15 Les serviteurs du roi lui dirent: “Quelle que soit la décision de mon seigneur le roi, nous sommes tes serviteurs.”
16 Και εξηλθεν ο βασιλευς και πας ο οικος αυτου κατοπιν αυτου. Και αφηκεν ο βασιλευς τας δεκα γυναικας τας παλλακας δια να φυλαττωσι τον οικον.16 Le roi sortit donc à pied avec toute sa famille, laissant dans la ville 10 de ses concubines pour garder son palais.
17 Και εξηλθεν ο βασιλευς και πας ο λαος κατοπιν αυτου, και εσταθησαν εις τοπον μακραν απεχοντα.17 Le roi allait à pied accompagné de tous ses gens, et ils firent une halte à la dernière maison.
18 Και παντες οι δουλοι αυτου επορευοντο πλησιον αυτου? και παντες οι Χερεθαιοι και παντες οι Φελεθαιοι και παντες οι Γετθαιοι, εξακοσιοι ανδρες, οι ελθοντες οπισω αυτου απο Γαθ, προεπορευοντο εμπροσθεν του βασιλεως.18 Tous ses serviteurs se tenaient à côté de lui pendant que les Kérétiens, les Pélétiens, les hommes de Gat passaient devant le roi: 600 hommes au total qui étaient venus de Gat à sa suite.
19 Τοτε ειπεν ο βασιλευς προς Ιτται τον Γετθαιον, Δια τι ερχεσαι και συ μεθ' ημων; επιστρεψον και κατοικει μετα του βασιλεως, διοτι εισαι ξενος, και μαλιστα εισαι μετωκισμενος εκ του τοπου σου?19 Le roi dit à Ittaï de Gat: “Pourquoi viens-tu toi aussi avec nous? Retourne et demeure auprès du nouveau roi. Tu es un étranger, tu as déjà eu à quitter ton pays.
20 χθες ηλθες, και σημερον θελω σε καμει να περιπλανασαι μεθ' ημων; εγω δε υπαγω οπου δυνηθω? επιστρεψον και λαβε και τους αδελφους σου? ελεος και αληθεια μετα σου.20 Tu es arrivé récemment et déjà je te ferais partir à l’aventure avec nous? Retourne, remmène avec toi tes frères, et que Yahvé te montre sa bonté et sa fidélité.”
21 Ο δε Ιτται απεκριθη προς τον βασιλεα και ειπε, Ζη Κυριος, και ζη ο κυριος μου ο βασιλευς, οπου και αν ηναι ο κυριος μου ο βασιλευς, ειτε εις θανατον, ειτε εις ζωην, βεβαιως εκει θελει εισθαι και ο δουλος σου.21 Mais Ittaï répondit au roi: “Aussi vrai que Yahvé est vivant et aussi vrai que mon seigneur le roi est vivant, là où sera mon seigneur le roi, là seront pour moi la mort et la vie.”
22 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ιτται, Ελθε λοιπον, και διαβαινε. Και διεβη ο Ιτται ο Γετθαιος και παντες οι ανδρες αυτου και παντα τα παιδια τα μετ' αυτου.22 Alors David dit à Ittaï: “Va et passe.” Et Ittaï de Gat passa avec tous ses hommes et leurs familles.
23 Ολος δε ο τοπος εκλαιε μετα φωνης μεγαλης, και διεβαινε πας ο λαος? διεβη και ο βασιλευς τον χειμαρρον Κεδρων? και πας ο λαος διεβη κατα την οδον της ερημου.23 Le peuple défilait et tout le monde pleurait à haute voix. Le roi traversa le torrent du Cédron et toute la population passa à l’est de la route qui longe le désert.
24 Και ιδου, προσετι ο Σαδωκ και παντες οι Λευιται μετ' αυτου, φεροντες την κιβωτον της διαθηκης του Θεου? και εστησαν την κιβωτον του Θεου? ανεβη δε ο Αβιαθαρ, αφου ετελειωσε πας ο λαος διαβαινων απο της πολεως.24 Sadoq aussi était là avec tous les Lévites qui portaient l’Arche de l’Alliance de Dieu; ils déposèrent l’Arche de Dieu pendant que tout ce peuple montait de la ville et défilait.
25 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Σαδωκ, Αποστρεψον την κιβωτον του Θεου εις την πολιν? εαν ευρω χαριν εις τους οφθαλμους του Κυριου, θελει με καμει να επιστρεψω και να ιδω αυτην και το κατοικητηριον αυτου?25 Alors le roi dit à Sadoq: “Ramène l’Arche de Dieu en ville. Si je trouve grâce aux yeux de Yahvé, il me ramènera et me fera revoir l’Arche et sa Demeure.
26 αλλ' εαν ειπη ουτω, Δεν εχω ευαρεσκειαν εις σε, ιδου, εγω, ας καμη εις εμε ο, τι φανη αρεστον εις τους οφθαλμους αυτου.26 Mais s’il dit: Je ne veux plus de toi! me voici: qu’il me traite comme il lui semblera bon.”
27 Ο βασιλευς ειπεν ετι προς Σαδωκ τον ιερεα, Δεν εισαι συ ο βλεπων; επιστρεψον εις την πολιν εν ειρηνη, και Αχιμαας ο υιος σου και Ιωναθαν ο υιος του Αβιαθαρ, οι δυο υιοι σας μεθ' υμων?27 Le roi dit encore au prêtre Sadoq: “Retourne en paix dans la ville avec ton fils Ahimaas et Yonathan, fils d’Ébyatar.
28 ιδετε, εγω θελω μενει εις τας πεδιαδας της ερημου, εωσου ελθη λογος παρ' υμων δια να μοι αναγγειλη.28 Regardez, je m’attarderai dans les défilés du désert jusqu’à ce que je reçoive un mot de vous pour me donner des nouvelles.”
29 Ο Σαδωκ λοιπον και ο Αβιαθαρ επανεφεραν την κιβωτον του Θεου εις Ιερουσαλημ και εμειναν εκει.29 Sadoq et Ébyatar ramenèrent donc l’Arche de Dieu à Jérusalem et ils y restèrent.
30 Ο δε Δαβιδ ανεβαινε δια της αναβασεως των Ελαιων, αναβαινων και κλαιων και εχων την κεφαλην αυτου κεκαλυμμενην και περιπατων ανυποδητος? και πας ο λαος ο μετ' αυτου ειχεν εκαστος κεκαλυμμενην την κεφαλην αυτου, και ανεβαινον πορευομενοι και κλαιοντες.30 David gravissait le Mont des Oliviers, il montait en pleurant, un voile sur la tête, et marchait pieds nus. Tous ceux qui étaient avec lui avaient la tête voilée et montaient en pleurant.
31 Και απηγγειλαν προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Ο Αχιτοφελ ειναι μεταξυ των συνωμοτων μετα του Αβεσσαλωμ. Και ειπεν ο Δαβιδ, Κυριε, δεομαι σου, διασκεδασον την βουλην του Αχιτοφελ.31 On apporta cette nouvelle à David: “Ahitofel est l’un des conjurés, il est avec Absalom!” Et David s’écria: “Oh Yahvé, rends fous les conseils d’Ahitofel!”
32 Και οτε ηλθεν ο Δαβιδ εις την κορυφην του ορους, οπου προσεκυνησε τον Θεον, ιδου, ηλθεν εις συναντησιν αυτου Χουσαι ο Αρχιτης, εχων διεσχισμενον τον χιτωνα αυτου και χωμα επι της ο κεφαλης αυτου.32 David arrivait au sommet, là où l’on adore Dieu. Il vit venir à sa rencontre l’un de ses familiers, Houchaï l’Arkite, il avait sa tunique déchirée et de la terre sur la tête.
33 Και ειπε προς αυτον ο Δαβιδ, Εαν διαβης μετ' εμου, θελεις βεβαιως εισθαι φορτιον επ' εμε?33 David lui dit: “Si tu viens avec moi tu me seras à charge.
34 εαν ομως επιστρεψης εις την πολιν και ειπης προς τον Αβεσσαλωμ, Θελω εισθαι δουλος σου, βασιλευ? καθως εσταθην δουλος του πατρος σου μεχρι τουδε, ουτω θελω εισθαι τωρα δουλος σου? τοτε δυνασαι υπερ εμου να ανατρεψης την βουλην του Αχιτοφελ?34 Tu pourrais retourner en ville et tu dirais à Absalom: ‘Je serai à ton service, mon seigneur le roi; autrefois je servais ton père, maintenant je te servirai.’ Alors tu me rendrais service en brouillant les conseils d’Ahitofel.
35 και δεν ειναι εκει μετα σου ο Σαδωκ και ο Αβιαθαρ, οι ιερεις; παν ο, τι λοιπον ηθελες ακουσει εκ του οικου του βασιλεως, θελεις αναγγειλει προς τον Σαδωκ και Αβιαθαρ, τους ιερεις?35 Les prêtres Sadoq et Ébyatar seront avec toi. Tout ce que tu auras appris dans le palais, tu le répéteras aux prêtres Sadoq et Ébyatar.
36 ιδου, εκει μετ' αυτων οι δυο υιοι αυτων, Αχιμαας ο του Σαδωκ και Ιωναθαν ο του Αβιαθαρ? και δι' αυτων θελετε αποστελλει προς εμε παν ο, τι ακουσητε.36 Leurs deux fils, Ahimaas, fils de Sadoq et Yonathan, fils d’Ébyatar, sont avec eux, et par leur intermédiaire vous me ferez connaître tout ce que vous aurez appris.”
37 Και καθως εισηλθεν εις την πολιν ο Χουσαι ο φιλος του Δαβιδ, ο Αβεσσαλωμ ηλθεν εις Ιερουσαλημ.37 Houchaï, le familier de David, rentra donc en ville au moment où Absalom arrivait à Jérusalem.