Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 42


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Και ειδεν ο Ιακωβ οτι ευρισκετο σιτος εν Αιγυπτω? και ειπεν ο Ιακωβ προς τους υιους αυτου, Τι βλεπετε ο εις τον αλλον;1 Amikor aztán Jákob meghallotta, hogy Egyiptomban lehet kapni eleséget, azt mondta fiainak: »Miért késlekedtek?
2 Και ειπεν, Ιδου, ηκουσα οτι ευρισκεται σιτος εν Αιγυπτω? καταβητε εκει και αγορασατε δι' ημας εκειθεν, δια να ζησωμεν και να μη αποθανωμεν.2 Hallottam, hogy Egyiptomban lehet kapni gabonát; menjetek le, vegyetek, amennyire szükségünk van, hogy életben maradjunk, és el ne pusztítson bennünket az ínség.«
3 Και κατεβησαν οι δεκα αδελφοι του Ιωσηφ δια να αγορασωσι σιτον εξ Αιγυπτου.3 Lement tehát József tíz testvére, hogy gabonát vegyen Egyiptomban.
4 τον Βενιαμιν ομως, τον αδελφον του Ιωσηφ, δεν απεστειλεν ο Ιακωβ μετα των αδελφων αυτου? διοτι ειπε, Μηπως συμβη εις αυτον συμφορα.4 Benjamint, József testvérét azonban otthon tartotta Jákob. Azt mondta a testvéreinek: »Nehogy valami baja történjen az úton!«
5 Και ηλθον οι υιοι του Ισραηλ δια να αγορασωσι σιτον μεταξυ των εκει ερχομενων? διοτι η πεινα ητο εν τη γη Χανααν.5 Bementek tehát Izrael fiai Egyiptom földjére, másokkal együtt, akik szintén odamentek vásárolni, mert éhség pusztított Kánaán földjén.
6 Ο Ιωσηφ δε ητο ο διοικητης του τοπου? αυτος επωλει εις παντα τον λαον του τοπου? ηλθον λοιπον οι αδελφοι του Ιωσηφ και προσεκυνησαν αυτον επι προσωπον εως εδαφους.6 József volt tehát a kormányzó Egyiptom földjén, és az ő engedélyével adták el a gabonát a népeknek. Amikor aztán testvérei leborultak előtte,
7 Ιδων δε ο Ιωσηφ τους αδελφους αυτου, εγνωρισεν αυτους? προσεποιηθη ομως τον ξενον προς αυτους και ελαλει προς αυτους σκληρα? και ειπε προς αυτους, Ποθεν ερχεσθε; οι δε ειπον, Εκ της γης Χανααν, δια να αγορασωμεν τροφας.7 megismerte őket, de mintha idegenek lettek volna, keményen szólt hozzájuk, és megkérdezte tőlük: »Honnan jöttetek?« Azok azt felelték: »Kánaán földjéről, hogy ennivalót vegyünk.«
8 Και ο μεν Ιωσηφ εγνωρισε τους αδελφους αυτου? εκεινοι ομως δεν εγνωρισαν αυτον.8 Ő felismerte testvéreit, de azok nem ismerték fel őt.
9 Και ενεθυμηθη ο Ιωσηφ τα ενυπνια, τα οποια ενυπνιασθη περι αυτων? και ειπε προς αυτους, Κατασκοποι εισθε? ηλθετε να παρατηρησητε τα γυμνα του τοπου.9 Ekkor eszébe jutottak az álmok, amelyeket egykor látott, és azt mondta nekik: »Kémek vagytok! Azért jöttetek, hogy megnézzétek, hol gyenge ez az ország!«
10 Οι δε ειπον προς αυτον, Ουχι, κυριε μου? αλλ' ηλθομεν οι δουλοι σου δια να αγορασωμεν τροφας?10 Azok azt mondták: »Nem, uram! Azért jöttek szolgáid, hogy eleséget vegyenek.
11 ημεις παντες ειμεθα υιοι ενος ανθρωπου? καλοι ανθρωποι ειμεθα? οι δουλοι σου δεν ειναι κατασκοποι.11 Mindannyian egy ember fiai vagyunk, békességesen jöttünk, semmi gonoszat nem forralnak szolgáid.«
12 Και ειπε προς αυτους, Ουχι, αλλα τα γυμνα του τοπου ηλθετε δια να παρατηρησητε.12 Ő azt felelte nekik: »Nem úgy van az! Azért jöttetek, hogy kifürkésszétek, hol védtelen ez az ország!«
13 Οι δε ειπον, Οι δουλοι σου ειμεθα δωδεκα αδελφοι, υιοι ενος ανθρωπου εν τη γη Χανααν? και ιδου, ο νεωτερος ευρισκεται σημερον μετα του πατρος ημων, ο δε αλλος δεν υπαρχει.13 De azok erősítették: »Tizenketten vagyunk mi, szolgáid, testvérek, egy embernek fiai, Kánaán földjén; a legkisebb az apánknál van, a másik pedig nincs többé.«
14 Και ειπε προς αυτους ο Ιωσηφ, τουτο ειναι το οποιον σας ειπα λεγων, Κατασκοποι εισθε.14 Ő azonban azt mondta: »Úgy van, ahogy mondtam: kémek vagytok!
15 Με τουτο θελετε δοκιμασθη? Μα την ζωην του Φαραω δεν θελετε εξελθει εντευθεν, εαν δεν ελθη εδω ο αδελφος σας ο νεωτερος?15 Mindjárt próbára is teszlek titeket! Úgy éljen a fáraó, hogy el nem mentek innen, amíg el nem jön legkisebb öcsétek is.
16 αποστειλατε ενα απο σας και ας φερη τον αδελφον σας? σεις δε θελετε μενει δεσμιοι, εωσου αποδειχθωσιν οι λογοι σας, αν λεγητε την αληθειαν? ει δε μη, μα την ζωην του Φαραω, κατασκοποι βεβαιως εισθε.16 Küldjetek el valakit közületek, hogy hozza el! Ti pedig fogságban maradtok, amíg kiderül, hogy amit mondtatok, igaz-e, vagy hamis. Különben, úgy éljen a fáraó, kémek vagytok!«
17 Και εθεσεν αυτους υπο φυλαξιν τρεις ημερας.17 Azzal fogságba vetette őket, három napra.
18 Και την τριτην ημεραν ειπε προς αυτους ο Ιωσηφ, τουτο καμετε και θελετε ζησει διοτι εγω φοβουμαι τον Θεον?18 Harmadnapon azonban kihozatta őket a börtönből, és így szólt hozzájuk: »Tegyétek meg, amit mondok, s akkor életben maradtok! Hiszen félem én Istent!
19 Εαν ησθε καλοι, εις εκ των αδελφων σας ας μεινη δεσμιος εν τη φυλακη, οπου εισθε? σεις δε υπαγετε, λαβετε σιτον δια την πειναν των οικιων σας?19 Ha békességes emberek vagytok, maradjon egyik testvéretek megkötözve a börtönben! Ti pedig menjetek, vigyétek el házatoknak a gabonát, amelyet vettetek!
20 φερετε ομως προς εμε τον αδελφον σας τον νεωτερον? ουτω θελουσιν αληθευσει οι λογοι σας και δεν θελετε αποθανει. Και εκαμον ουτω.20 Aztán hozzátok el hozzám legkisebbik öcséteket, hogy meggyőződhessem szavaitokról, és meg ne haljatok!« Úgy tettek tehát, amint mondta.
21 Και ειπεν ο εις προς τον αλλον, Αληθως ενοχοι ειμεθα δια τον αδελφον ημων, καθοτι ειδομεν την θλιψιν της ψυχης αυτου, οτε παρεκαλει ημας και δεν εισηκουσαμεν αυτου? δια τουτο επηλθεν εφ' ημας η θλιψις αυτη.21 Egymás közt azonban így szóltak: »Méltán szenvedjük ezeket, mert vétkeztünk öcsénk ellen! Láttuk lelke szorongását, amikor rimánkodott nekünk, de nem hallgattuk meg, azért jött ránk ez a nyomorúság!«
22 Απεκριθη δε ο Ρουβην προς αυτους λεγων, Δεν ειπον προς εσας λεγων, Μη αμαρτησητε κατα του παιδιου, και δεν εισηκουσατε; δια τουτο, ιδου, και το αιμα αυτου εκζητειται.22 Egyikük, Rúben, így szólt: »Nem megmondtam-e nektek, hogy ne vétkezzetek a gyermek ellen? De ti nem hallgattatok rám! Lám, most számon kérik a vérét!«
23 Και αυτοι δεν ηξευρον οτι ενοει ο Ιωσηφ? διοτι συνωμιλουν δι' ερμηνεως.23 Nem tudták ugyanis, hogy József érti őket, mert tolmács segítségével beszélt velük.
24 Και συρθεις απο πλησιον αυτων εκλαυσε? και παλιν επεστρεψε προς αυτους και ελαλει εις αυτους? και ελαβεν εξ αυτων τον Συμεων και εδεσεν αυτον ενωπιον αυτων.24 Erre ő egy kissé elfordult és sírt. Aztán visszafordult, és beszélt velük,
25 Τοτε προσεταξεν ο Ιωσηφ να γεμισωσι τα αγγεια αυτων σιτον και να επιστρεψωσι το αργυριον εκαστου εν τω σακκιω αυτου και να δωσωσιν εις αυτους ζωοτροφιαν δια την οδον? και εγεινεν εις αυτους ουτω.25 majd fogta Simeont, és megkötöztette előttük. A szolgáknak pedig megparancsolta, hogy töltsék meg a zsákjukat gabonával, tegyék vissza mindegyikük pénzét a zsákjába, és adjanak nekik élelmet is az útra. Azok úgy tettek, ahogy meghagyta nekik.
26 Και φορτωσαντες τον σιτον αυτων επι τους ονους αυτων, ανεχωρησαν εκειθεν.26 Erre ők feltették a gabonát a szamaraikra, és elmentek.
27 Οτε δε εις εξ αυτων ελυσε το σακκιον αυτου, δια να δωση εις τον ονον αυτου τροφην εν τω καταλυματι, ειδε το αργυριον αυτου, και ιδου, ητο εν τω στοματι του σακκιου αυτου.27 Amikor aztán egyikük kinyitotta a zsákját, hogy abrakot adjon a jószágnak a szálláson, meglátta a pénzt a zsák szájában.
28 Και ειπε προς τους αδελφους αυτου, το αργυριον μου μοι εδοθη οπισω και μαλιστα ιδου, ειναι εν τω σακκιω μου? και εξεπλαγη η καρδια αυτων και συνεταραχθησαν, λεγοντες προς αλληλους, Τι ειναι τουτο, το οποιον μας εκαμεν ο Θεος;28 Erre azt mondta a testvéreinek: »Visszaadták a pénzemet, itt van a zsákban!« Álmélkodva és döbbenten mondták erre egymásnak: »Lám, mit cselekedett velünk az Isten!«
29 Ηλθον δε προς Ιακωβ τον πατερα αυτων εις την γην Χανααν και απηγγειλαν προς αυτον παντα τα συμβαντα εις αυτους, λεγοντες,29 Amikor aztán megérkeztek apjukhoz, Jákobhoz Kánaán földjére, elbeszélték neki mindazt, ami velük történt, és azt mondták:
30 Ο ανθρωπος, ο κυριος του τοπου, ελαλησε προς ημας σκληρα και εξελαβεν ημας ως κατασκοπους του τοπου.30 »Keményen beszélt velünk annak a földnek az ura! Az ország kémeinek gondolt minket.«
31 Και ειπομεν εις αυτον, Ειμεθα καλοι ανθρωποι δεν ειμεθα κατασκοποι?31 De mi megmondtuk neki: »Békességes emberek vagyunk, és nem akarunk kifürkészni semmit.
32 δωδεκα αδελφοι ειμεθα, υιοι του πατρος ημων? ο εις δεν υπαρχει ο δε νεωτερος ειναι την σημερον μετα του πατρος ημων εν τη γη Χανααν.32 Tizenketten vagyunk, testvérek, és egy apától származunk. Egyikünk nincs többé, a legkisebb pedig apánknál van, Kánaán földjén.
33 Ειπε δε προς ημας ο ανθρωπος, ο κυριος του τοπου, Με τουτο θελω γνωρισει οτι εισθε καλοι ανθρωποι? ενα εκ των αδελφων σας αφησατε μετ' εμου, και λαβοντες σιτον δια την πειναν των οικιων σας απελθετε?33 Az az ember, annak a földnek az ura, erre azt mondta nekünk: ‘Ebből fogom megítélni, hogy békességesek vagytok-e: egyik testvérteket hagyjátok itt nálam, ti meg vegyétek a házatoknak szükséges élelmet, menjetek,
34 και φερετε προς εμε τον αδελφον σας τον νεωτερον? τοτε θελω γνωρισει οτι δεν εισθε κατασκοποι, αλλ' εισθε καλοι? και θελω σας αποδωσει τον αδελφον σας και θελετε εμπορευεσθαι εν τω τοπω.34 és hozzátok el hozzám legkisebb öcséteket! Akkor tudni fogom, hogy nem vagytok kémek, és őt, aki fogságban van, visszakaphatjátok. Azontúl pedig, amit csak akartok, szabadon vásárolhattok.’«
35 Και οτε εκενουν τα σακκια αυτων, ιδου, εκαστου το κομβοδεμα του αργυριου ητο εν τω σακκιω αυτου? και ιδοντες αυτοι και ο πατηρ αυτων τα κομβοδεματα του αργυριου αυτων, εφοβηθησαν.35 Ezt mondták. Amikor aztán kitöltötték a gabonát, ott találta mindegyik a zsákja szájában egybekötve a pénzét. Meg is ijedt valamennyi egyaránt.
36 Και ειπε προς αυτους Ιακωβ ο πατηρ αυτων, Σεις με ητεκνωσατε? ο Ιωσηφ δεν υπαρχει και ο Συμεων δεν υπαρχει, και τον Βενιαμιν θελετε λαβει επ' εμε ηλθον παντα ταυτα.36 Apjuk, Jákob azonban így szólt: »Megfosztotok engem minden gyermekemtől: József nincs többé, Simeon fogságban van, Benjamint is elvinnétek! Rám szakad az összes baj!«
37 Ειπε δε ο Ρουβην προς τον πατερα αυτου λεγων, τους δυο υιους μου θανατωσον, εαν δεν φερω αυτον προς σε? παραδος αυτον εις την χειρα μου και εγω θελω επαναφερει αυτον προς σε.37 Rúben azt felelte neki: »Az én két fiamat öld meg, ha vissza nem hozom neked! Bízd az én kezemre, és én visszahozom neked!«
38 Ο δε ειπε, δεν θελει καταβη ο υιος μου μεθ' υμων? διοτι ο αδελφος αυτου απεθανε και αυτος μονος εμεινε? και εαν συμβη εις αυτον συμφορα εν τη οδω, οπου υπαγετε, τοτε θελετε καταβιβασει την πολιαν μου μετα λυπης εις τον ταφον.38 Ám ő azt mondta: »Nem megy le veletek a fiam; a testvére meghalt, ő maradt meg egyedül. Ha valami baja történnék az úton, ősz fejemet bánatával juttatnátok az alvilágba.«