Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 37


font
GREEK BIBLEBIBBIA TINTORI
1 Κατωκησε δε ο Ιακωβ εν τη γη, εν η παρωκησεν ο πατηρ αυτου, εν τη γη Χανααν.1 Giacobbe adunque abitò nella terra di Canaan, dove suo padre era stato pellegrino.
2 Αυτη ειναι γενεαλογια του Ιακωβ. Ο Ιωσηφ, νεος ων ετων δεκαεπτα, εποιμαινε τα προβατα μετα των αδελφων αυτου, των υιων της Βαλλας και των υιων της Ζελφας, των γυναικων του πατρος αυτου? και ανεφερεν ο Ιωσηφ προς τον πατερα αυτων την κακην αυτων φημην.2 E questa è la posterità di lui. Giuseppe all'età di sedici anni, ancor giovinetto, pasceva coi suoi fratelli il gregge, e stava coi figli di Baia e di Zelfa mogli del padre suo, presso il quale accusò i fratelli di un pessi o delitto.
3 Ο δε Ισραηλ ηγαπα τον Ιωσηφ υπερ παντας τους υιους αυτου, διοτι ητο υιος του γηρατος αυτου? και εκαμεν εις αυτον χιτωνα ποικιλοχρωμον.3 Or Israele amava Giuseppe più di tutti gli altri suoi figlioli, avendolo avuto in vecchiaia, e gli aveva fatto una tunica a vari colori.
4 Βλεποντες δε οι αδελφοι αυτου, οτι αυτον ηγαπα ο πατηρ αυτων υπερ παντας τους αδελφους αυτου, εμισησαν αυτον και δεν ηδυναντο να ομιλωσι προς αυτον ειρηνικως.4 Ma i suoi fratelli l'odiavano, vedendo che egli era amato dal padre più di tutti gli altri figli, e non gli potevan parlare amichevolmente.
5 Ενυπνιασθεις δε ο Ιωσηφ ενυπνιον, διηγηθη αυτο εις τους αδελφους αυτου? και εμισησαν αυτον ετι μαλλον.5 Avvenne poi che Giuseppe riferì ai suoi fratelli un sogno da lui avuto, il che fu causa di maggior odio.
6 Και ειπε προς αυτους, Ακουσατε, παρακαλω, το ενυπνιον τουτο το οποιον ενυπνιασθην.6 Egli disse loro: « Udite il sogno che ho fatto.
7 Ιδου, ημεις εδενομεν δεματια εν μεσω της πεδιαδος? και ιδου, εσηκωθη το ιδικον μου δεματιον και εσταθη ορθιον? και ιδου, τα ιδικα σας δεματια περιστραφεντα προσεκυνησαν το ιδικον μου δεματιον.7 Mi pareva che si legasse i covoni nel campo, e che il mio covone, quasi alzandosi, stesse ritto, e che i vostri covoni, stando all'intorno, adorassero il mio covone ».
8 Ειπον δε προς αυτον οι αδελφοι αυτου, Βασιλευς θελεις γεινει εφ' ημας; η κυριος θελεις γεινει εις ημας; Και εμισησαν αυτον ετι μαλλον δια τα ενυπνια αυτου και δια τους λογους αυτου.8 Allora i fratelli gli dissero: « Che forse tu sarai nostro re e noi dovremo stare a te soggetti? » Così questi sogni e questi discorsi accrebbero l'invidia e l'odio.
9 Ενυπνιασθη δε και αλλο ενυπνιον, και διηγηθη αυτο προς τους αδελφους αυτου? και ειπεν, Ιδου, ενυπνιασθην αλλο ενυπνιον? και ιδου, ο ηλιος και η σεληνη και ενδεκα αστερες με προσεκυνουν.9 Egli ebbe ancora un altro sogno, e, raccontandolo ai fratelli, disse: « Mi sembrava, in sogno, che il sole, la luna e undici stelle mi adorassero ».
10 Και διηγηθη αυτο προς τον πατερα αυτου και προς τους αδελφους αυτου και επεπληξεν αυτον ο πατηρ αυτου και ειπε προς αυτον, Τι ειναι το ενυπνιον τουτο, το οποιον ενυπνιασθης; αραγε θελομεν ελθει, εγω και η μητηρ σου και οι αδελφοι σου, δια να σε προσκυνησωμεν εως εδαφους;10 Avendolo raccontato al padre e ai fratelli, suo padre lo sgridò, dicendo: « Che vuol dire questo sogno che hai avuto? Forse che io, tua madre, e i tuoi fratelli, prostrati per terra ti dovremo adorare? ».
11 Και εφθονησαν αυτον οι αδελφοι αυτου? ο δε πατηρ αυτου εφυλαττε τον λογον.11 Mentre per questo i fratelli gli portavano invidia, il padre considerava dentro di sè la cosa.
12 Και υπηγαν οι αδελφοι αυτου να βοσκησωσι τα προβατα του πατρος αυτων εις Συχεμ.12 Or mentre i suoi fratelli stavano a pascere i greggi del padre in Sichem,
13 Και ειπεν ο Ισραηλ προς τον Ιωσηφ, δεν βοσκουσιν οι αδελφοι σου εν Συχεμ; ελθε να σε στειλω προς αυτους. Ο δε ειπε προς αυτον, Ιδου, εγω.13 Israele disse a Giuseppe: « I tuoi fratelli pascolano le pecore in Sichem: vieni, chè ti manderò da loro ». Ed avendo egli risposto:
14 Και ειπε προς αυτον, Υπαγε λοιπον να ιδης, αν ηναι καλα οι αδελφοι σου και καλα τα προβατα, και φερε μοι ειδησιν. Και απεστειλεν αυτον απο της κοιλαδος της Χεβρων? και ηλθεν εις Συχεμ.14 « Eccomi », Giacobbe gli disse: «Va a vedere se tutto va bene relativamente ai tuoi fratelli e al bestiame, e portami le notizie di quanto si fa ». Mandato dalla valle di Ebron, Giuseppe arrivò a Sichem.
15 Και ευρηκεν αυτον ανθρωπος τις, ενω περιεπλανατο εν τη πεδιαδι? και ηρωτησεν αυτον ο ανθρωπος, λεγων, Τι ζητεις;15 Mentre andava errando per i campi, incontrò un uomo il quale gli domandò che cercasse.
16 Ο δε ειπε, τους αδελφους μου ζητω? ειπε μοι, παρακαλω, που βοσκουσι.16 Egli rispose: « Cerco i miei fratelli, insegnami dove siano a pascere i greggi ».
17 Και ειπεν ο ανθρωπος, Ανεχωρησαν απο εδω? διοτι ηκουσα αυτους λεγοντας, Ας υπαγωμεν εις Δωθαν. Και υπηγεν ο Ιωσηφ κατοπιν των αδελφων αυτου, και ευρηκεν αυτους εν Δωθαν.17 Quell'uomo gli rispose: «Sono partiti di qui, e li ho sentiti dire: Andiamo a Dotain ». Allora Giuseppe andò a cercare i suoi fratelli e li trovò a Dotain.
18 Οι δε ιδοντες αυτον μακροθεν, πριν πλησιαση εις αυτους, συνεβουλευθησαν κατ' αυτου να φονευσωσιν αυτον.18 Essi lo scorsero da lontano, e avanti che s'avvicinasse, disegnarono di ucciderlo,
19 Και ειπεν ο εις προς τον αλλον, Ιδου, ερχεται εκεινος ο κυριος των ενυπνιων?19 e dicevansi l'uno all'altro: « Ecco, viene il sognatore!
20 ελθετε λοιπον τωρα και ας φονευσωμεν αυτον και ας ριψωμεν αυτον εις ενα εκ των λακκων? και θελομεν ειπει, Θηριον κακον κατεφαγεν αυτον? και θελομεν ιδει τι θελουσι γεινει τα ενυπνια αυτου.20 Su via, ammazziamolo e gettiamolo in una vecchia cisterna, e poi diremo: Una fiera crudele lo ha divorato; e allora si vedrà a che gli giovino i suoi sogni».
21 Και ακουσας ο Ρουβην ηλευθερωσεν αυτον εκ των χειρων αυτων, λεγων, Ας μη βλαψωμεν αυτον εις την ζωην.21 Ma Ruben, udito questo, si sforzava di liberarlo dalle loro mani, e diceva:
22 Και ειπε προς αυτους ο Ρουβην, Μη χυσητε αιμα? ριψατε αυτον εις τουτον τον λακκον, τον εν τη ερημω, και χειρα μη βαλητε επ' αυτον? δια να ελευθερωση αυτον εκ των χειρων αυτων, και να αποδωση αυτον εις τον πατερα αυτου.22 « Non lo ammazzate, non versate il suo sangue; ma gettatelo in questa cisterna che è nel deserto, e serbate pure le vostre mani ». E diceva questo perchè voleva liberarlo dalle loro mani e restituirlo a suo padre.
23 Οτε λοιπον ηλθεν ο Ιωσηφ προς τους αδελφους αυτου, εξεδυσαν τον Ιωσηφ τον χιτωνα αυτου, τον χιτωνα τον ποικιλοχρωμον, τον επ' αυτον?23 Appena dunque Giuseppe giunse dai suoi fratelli, questi lo spogliarono della tunica talare a vari colori,
24 και λαβοντες αυτον, ερριψαν εις τον λακκον? ο δε λακκος ητο κενος? δεν ειχεν υδωρ.24 e lo gettarono nella vecchia cisterna che era senz'acqua.
25 Επειτα εκαθησαν να φαγωσιν αρτον, και αναβλεψαντες ειδον? και ιδου, συνοδια Ισμαηλιτων ηρχετο απο Γαλααδ μετα των καμηλων αυτων φορτωμενων αρωματα και βαλσαμον και μυρον, και επορευοντο να φερωσιν αυτα κατω εις την Αιγυπτον.25 Postisi poi a sedere per prendere cibo, videro dei viaggiatori Ismaeliti che venivano da Galaad coi cammelli carichi di aromi, di resina e di mirra per l'Egitto.
26 Και ειπεν ο Ιουδας προς τους αδελφους αυτου, Τις η ωφελεια, εαν φονευσωμεν τον αδελφον ημων και κρυψωμεν το αιμα αυτου;26 e Allora Giuda disse ai suoi fratelli: « Che guadagneremo a uccidere il nostro fratello e a celarne il sangue?
27 ελθετε και ας πωλησωμεν αυτον εις τους Ισμαηλιτας? και ας μη βαλωμεν τας χειρας ημων επ' αυτον? διοτι αδελφος ημων, σαρξ ημων ειναι. Και υπηκουσαν οι αδελφοι αυτου.27 È meglio venderlo agli Ismaeliti, e non imbrattare le nostre mani, perchè egli è nostro fratello e nostra carne ». I suoi fratelli gli diedero ascolto,
28 Και ενω διεβαινον οι Μαδιανιται εμποροι, ανεσυραν και ανεβιβασαν τον Ιωσηφ εκ του λακκου και επωλησαν τον Ιωσηφ δια εικοσι αργυρια εις τους Ισμαηλιτας? οι δε εφεραν τον Ιωσηφ εις Αιγυπτον.28 e mentre passavano quei mercanti Madianiti, lo trassero dalla cisterna e lo vendettero per venti pezzi d'argento a quegli Ismaeliti, i quali lo condussero in Egitto.
29 Επεστρεψε δε ο Ρουβην εις τον λακκον, και ιδου, ο Ιωσηφ δεν ητο εν τω λακκω? και διεσχισε τα ιματια αυτου.29 Or quando Ruben, tornato alla cisterna, non ci trovò più Giuseppe,
30 Και επεστρεψε προς τους αδελφους αυτου, και ειπε, Το παιδιον δεν υπαρχει και εγω, εγω που να υπαγω;30 stracciatesi le vesti, andò a trovare i suoi fratelli e disse: « Il ragazzo non si vede, ed io dove me ne andrò? »
31 Τοτε ελαβον τον χιτωνα του Ιωσηφ και εσφαξαν εριφιον εκ των αιγων, και εβαψαν τον χιτωνα εν τω αιματι?31 Ma quelli, presa la tunica di Giuseppe, la intrisero nel sangue di un capretto da loro ucciso,
32 και απεστειλαν τον χιτωνα τον ποικιλοχρωμον, και εφεραν αυτον προς τον πατερα αυτων και ειπον, Ευρηκαμεν τουτον? γνωρισον τωρα, αν ηναι ο χιτων του υιου σου η ουχι.32 e mandarono a portarla al padre e a dirgli: « Abbiamo trovata questa tunica: guarda se è o no quella del tuo figliolo ».
33 Ο δε εγνωρισεν αυτον και ειπε, Ο χιτων του υιου μου ειναι? θηριον κακον κατεφαγεν αυτον? ολος κατεσπαραχθη ο Ιωσηφ.33 E il padre, avendola riconosciuta, disse: « È la tunica del mio figliolo! Una fiera crudele lo ha mangiato; una bestia ha divorato Giuseppe! »
34 Και διεσχισεν ο Ιακωβ τα ιματια αυτου και εβαλε σακκον εις την οσφυν αυτου και επενθησε τον υιον αυτου ημερας πολλας.34 E stracciatesi le vesti, si copri di cilizio e pianse per molto tempo il suo figlio.
35 Και εσηκωθησαν παντες οι υιοι αυτου και πασαι αι θυγατερες αυτου, δια να παρηγορησωσιν αυτον? αλλα δεν ηθελε να παρηγορηθη, λεγων, Οτι πενθων θελω καταβη προς τον υιον μου εις τον ταφον. Και εκλαυσεν αυτον ο πατηρ αυτου.35 Tutti i figli si radunarono intorno al padre per lenirne il dolore; ma egli rifiutò d'essere consolato e disse: «Scenderò piangendo dal mio figliolo nel soggiorno dei morti ». E mentre egli perseverava nel pianto,
36 Οι δε Μαδιανιται επωλησαν αυτον εν τη Αιγυπτω εις τον Πετεφρην, αυλικον του Φαραω, αρχοντα των σωματοφυλακων.36 i Madianiti vendettero in Egitto Giuseppe a Putifar, eunuco di Faraone, capitano delle milizie.