Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 28


font
GREEK BIBLELA SACRA BIBBIA
1 Και προσκαλεσας ο Ισαακ τον Ιακωβ ευλογησεν αυτον, και παρηγγειλε προς αυτον λεγων, δεν θελεις λαβει γυναικα εκ των θυγατερων Χανααν?1 Allora Isacco chiamò Giacobbe, gli diede gli addii, dopo avergli dato questo comando: "Tu non devi prender moglie tra le figlie di Canaan.
2 σηκωθεις υπαγε εις Παδαν-αραμ, εις την οικιαν Βαθουηλ του πατρος της μητρος σου? και εκειθεν λαβε εις σεαυτον γυναικα, εκ των θυγατερων Λαβαν του αδελφου της μητρος σου?2 Va' in Paddan-Aram, nella casa di Betuèl, padre di tua madre, e prenditi di là in moglie qualcuna delle figlie di Làbano, fratello di tua madre.
3 και ο Θεος ο Παντοδυναμος να σε ευλογηση και να σε αυξηση και να σε πληθυνη, ωστε να γεινης εις πληθος λαων?3 Ti benedica Dio onnipotente, ti renda fecondo e ti moltiplichi, sì che tu diventi un'assemblea di popoli.
4 και να σοι δωση την ευλογιαν του Αβρααμ, εις σε και εις το σπερμα σου μετα σε, δια να κληρονομησης την γην της παροικησεως σου, την οποιαν εδωκεν ο Θεος εις τον Αβρααμ.4 Conceda la benedizione di Abramo a te e alla tua discendenza con te, perché tu possegga la terra dove hai soggiornato come forestiero, quella che Dio ha dato ad Abramo".
5 Και εξαπεστειλεν ο Ισαακ τον Ιακωβ? και υπηγεν εις Παδαν-αραμ προς Λαβαν, τον υιον του Βαθουηλ του Συρου, τον αδελφον Ρεβεκκας της μητρος του Ιακωβ και του Ησαυ.5 Così Isacco fece partire Giacobbe, che andò in Paddan-Aram presso Làbano figlio di Betuèl, l'arameo, fratello di Rebecca, madre di Giacobbe e di Esaù.
6 Ιδων δε ο Ησαυ οτι ευλογησεν ο Ισαακ τον Ιακωβ και εξαπεστειλεν αυτον εις Παδαν-αραμ, δια να λαβη εις εαυτον γυναικα εκειθεν, και οτι, ενω ευλογει αυτον, παρηγγειλεν εις αυτον, λεγων, δεν θελεις λαβει γυναικα εκ των θυγατερων Χανααν?6 Esaù vide che Isacco aveva benedetto Giacobbe, l'aveva mandato in Paddan-Aram per prendersi una moglie di là e gli aveva dato un comando in questi termini: "Non prender moglie tra le figlie di Canaan";
7 και οτι υπηκουσεν ο Ιακωβ εις τον πατερα αυτου και την μητερα αυτου? και υπηγεν εις Παδαν-αραμ?7 e Giacobbe aveva obbedito a suo padre e a sua madre ed era partito per Paddan-Aram.
8 και ιδων ο Ησαυ οτι αι θυγατερες Χανααν ειναι μισηται εις τους οφθαλμους του πατρος αυτου Ισαακ,8 Così Esaù comprese che le figlie di Canaan erano malviste da Isacco, suo padre.
9 υπηγεν ο Ησαυ προς τον Ισμαηλ, και εκτος των αλλων γυναικων αυτου ελαβεν εις εαυτον γυναικα την Μαελεθ, θυγατερα Ισμαηλ του υιου του Αβρααμ, την αδελφην του Ναβαιωθ.9 Allora si recò da Ismaele e si prese in moglie Macalat figlia di Ismaele, figlio di Abramo, sorella di Nebaiot, oltre le mogli che aveva.
10 Και εξηλθεν ο Ιακωβ απο Βηρ-σαβεε, και υπηγεν εις Χαρραν.10 Giacobbe partì da Bersabea e si diresse verso Carran.
11 Και εφθασεν εις τινα τοπον και διενυκτερευσεν εκει, διοτι ειχε δυσει ο ηλιος? και ελαβεν εκ των λιθων του τοπου και εθεσε προσκεφαλαιον αυτου, και εκοιμηθη εν τω τοπω εκεινω.11 Capitò allora in un certo luogo, dove si fermò per pernottare, perché il sole era tramontato; prese una pietra, se la pose come cuscino del suo capo e si coricò in quel luogo.
12 Και ειδεν ενυπνιον, και ιδου, κλιμαξ εστηριγμενη εις την γην, της οποιας η κορυφη εφθανεν εις τον ουρανον? και ιδου, οι αγγελοι του Θεου ανεβαινον και κατεβαινον επ' αυτης.12 E sognò di vedere una scala che poggiava sulla terra, mentre la sua cima raggiungeva il cielo; ed ecco: gli angeli di Dio salivano e scendevano per essa.
13 Και ιδου, ο Κυριος ιστατο επανωθεν αυτης και ειπεν, Εγω ειμαι Κυριος ο Θεος του Αβρααμ του πατρος σου, και ο Θεος του Ισαακ? την γην, επι της οποιας κοιμασαι, εις σε θελω δωσει αυτην και εις το σπερμα σου.13 Ed ecco: il Signore gli stava davanti e disse: "Io sono il Signore, il Dio di Abramo, tuo padre, e il Dio d'Isacco. La terra sulla quale tu sei coricato la darò a te e al tuo seme.
14 και θελει εισθαι το σπερμα σου ως η αμμος της γης, και θελεις εξαπλωθη προς δυσιν και προς ανατολην και προς βορραν και προς νοτον? και θελουσιν ευλογηθη εν σοι, και εν τω σπερματι σου πασαι αι φυλαι της γης?14 La tua discendenza sarà come la polvere della terra e ti estenderai a occidente e a oriente, a settentrione e a mezzogiorno. Saranno benedette in te e nella tua discendenza tutte le famiglie della terra.
15 και ιδου, εγω ειμαι μετα σου, και θελω σε διαφυλαττει πανταχου, οπου αν υπαγης, και θελω σε επαναφερει εις την γην ταυτην? διοτι δεν θελω σε εγκαταλειψει, εωσου καμω οσα ελαλησα προς σε.15 Ed ecco che io sono con te e ti custodirò dovunque andrai e poi ti farò ritornare in questo paese, perché non ti abbandonerò se prima non avrò fatto tutto quello che ti ho detto".
16 Και εξεγερθεις ο Ιακωβ εκ του υπνου αυτου, ειπε, Βεβαια ο Κυριος ειναι εν τω τοπω τουτω, και εγω δεν ηξευρον.16 Allora Giacobbe si svegliò dal suo sonno e disse: "Veramente c'è il Signore in questo luogo e io non lo sapevo!".
17 Και εφοβηθη και ειπε, Ποσον φοβερος ειναι ο τοπος ουτος? δεν ειναι τουτο, ειμη οικος Θεου, και αυτη η πυλη του ουρανου.17 Ebbe paura e disse: "Com'è terribile questo luogo! Questa è nientemeno che la casa di Dio e la porta del cielo".
18 Και σηκωθεις ο Ιακωβ ενωρις το πρωι, ελαβε τον λιθον τον οποιον ειχε θεσει προσκεφαλαιον αυτου, και εστησεν αυτον δια στηλην και εχυσεν ελαιον επι την κορυφην αυτης.18 Si alzò Giacobbe alla mattina, prese la pietra che si era posta come cuscino del suo capo e la rizzò come stele sacra e versò olio sulla sua sommità.
19 Και εκαλεσε το ονομα του τοπου εκεινου, Βαιθηλ? το δε ονομα της πολεως εκεινης ητο προτερον Λουζ.19 E chiamò quel luogo Betel, mentre prima il nome della città era Luz.
20 Και ευχηθη ο Ιακωβ ευχην, λεγων, Αν ο Θεος ηναι μετ' εμου και με διαφυλαξη εν τη οδω ταυτη εις την οποιαν υπαγω, και μοι δωση αρτον να φαγω και ενδυμα να ενδυθω,20 Giacobbe fece questo voto: "Se Dio sarà con me e mi custodirà in questo viaggio che sto facendo e mi darà pane per mangiare e vesti per vestire,
21 και επιστρεψω εν ειρηνη εις τον οικον του πατρος μου, τοτε ο Κυριος θελει εισθαι Θεος μου?21 e se ritornerò in pace alla casa di mio padre, allora il Signore sarà il mio Dio.
22 και ο λιθος ουτος, τον οποιον εστησα δια στηλην, θελει εισθαι οικος Θεου? και εκ παντων οσα μοι δωσης, το δεκατον θελω προσφερει εις σε.22 E questa pietra che io ho eretto come una stele sacra sarà una casa di Dio e di tutto quello che mi darai io ti offrirò la decima".