Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 27


font
GREEK BIBLENEW AMERICAN BIBLE
1 Και αφου εγηρασεν ο Ισαακ, και οι οφθαλμοι αυτου ημβλυνθησαν, ωστε δεν εβλεπεν, εκαλεσεν Ησαυ τον υιον αυτου τον μεγαλητερον, και ειπε προς αυτον, Υιε μου. Ο δε ειπε προς αυτον, Ιδου, εγω.1 When Isaac was so old that his eyesight had failed him, he called his older son Esau and said to him, "Son!" "Yes, father!" he replied.
2 Και εκεινος ειπεν, Ιδου, τωρα, εγω εγηρασα? δεν γνωριζω την ημεραν του θανατου μου?2 Isaac then said, "As you can see, I am so old that I may now die at any time.
3 λαβε λοιπον, παρακαλω, τα οπλα σου, την φαρετραν σου και το τοξον σου, και εξελθε εις την πεδιαδα και κυνηγησον μοι κυνηγιον?3 Take your gear, therefore--your quiver and bow--and go out into the country to hunt some game for me.
4 και καμε μοι εδεσματα καθως αγαπω, και φερε μοι να φαγω, δια να σε ευλογηση η ψυχη μου πριν αποθανω.4 With your catch prepare an appetizing dish for me, such as I like, and bring it to me to eat, so that I may give you my special blessing before I die."
5 Η δε Ρεβεκκα ηκουσεν ενω ελαλει ο Ισαακ προς Ησαυ τον υιον αυτου. Και υπηγεν ο Ησαυ εις την πεδιαδα δια να κυνηγηση κυνηγιον και να φερη αυτο.5 Rebekah had been listening while Isaac was speaking to his son Esau. So when Esau went out into the country to hunt some game for his father,
6 Και η Ρεβεκκα ελαλησε προς Ιακωβ τον υιον αυτης, λεγουσα, Ιδου, εγω ηκουσα τον πατερα σου λαλουντα προς Ησαυ τον αδελφον και λεγοντα,6 Rebekah said to her son Jacob, "Listen! I overheard your father tell your brother Esau,
7 Φερε μοι κυνηγιον και καμε μοι εδεσματα, δια να φαγω, και να σε ευλογησω ενωπιον του Κυριου πριν αποθανω.7 'Bring me some game and with it prepare an appetizing dish for me to eat, that I may give you my blessing with the LORD'S approval before I die.'
8 Τωρα λοιπον, υιε μου, ακουσον την φωνην μου εις οσα εγω σοι παραγγελλω?8 Now, son, listen carefully to what I tell you.
9 υπαγε τωρα εις το ποιμνιον, και λαβε μοι εκειθεν δυο καλα εριφια εξ αιγων? δια να καμω αυτα εδεσματα δια τον πατερα σου, καθως αγαπα?9 Go to the flock and get me two choice kids. With these I will prepare an appetizing dish for your father, such as he likes.
10 και θελεις φερει αυτα προς τον πατερα σου να φαγη, δια σε ευλογηση πριν αποθανη.10 Then bring it to your father to eat, that he may bless you before he dies."
11 Και ειπεν ο Ιακωβ προς Ρεβεκκαν την μητερα αυτου, Ιδου, ο Ησαυ ο αδελφος μου ειναι ανηρ δασυτριχος, εγω δε ανηρ ατριχος?11 "But my brother Esau is a hairy man," said Jacob to his mother Rebekah, "and I am smooth-skinned!
12 ισως με ψηλαφηση ο πατηρ μου, και θελω φανη εις αυτον ως απατεων, και θελω συρει επ' εμαυτον καταραν και ουχι ευλογιαν.12 Suppose my father feels me? He will think I am making sport of him, and I shall bring on myself a curse instead of a blessing."
13 Ειπε δε προς αυτον η μητηρ αυτου, Επ' εμε η καταρα σου, τεκνον μου? μονον υπακουσον εις την φωνην μου και υπαγε, φερε μοι αυτα.13 His mother, however, replied: "Let any curse against you, son, fall on me! Just do as I say. Go and get me the kids."
14 Και υπηγε, και ελαβε, και εφερεν αυτα προς την μητερα αυτου? και εκαμεν η μητηρ αυτου εδεσματα καθως ηγαπα ο πατηρ αυτου.14 So Jacob went and got them and brought them to his mother; and with them she prepared an appetizing dish, such as his father liked.
15 Και λαβουσα η Ρεβεκκα τα καλητερα φορεματα Ησαυ του μεγαλητερου υιου αυτης, τα οποια ειχεν εν τη οικια, ενεδυσε με αυτα Ιακωβ, τον υιον αυτης τον νεωτερον?15 Rebekah then took the best clothes of her older son Esau that she had in the house, and gave them to her younger son Jacob to wear;
16 και με τα δερματα των εριφιων εσκεπασε τας χειρας αυτου, και τα γυμνα του τραχηλου αυτου?16 and with the skins of the kids she covered up his hands and the hairless parts of his neck.
17 και εδωκεν εις τας χειρας Ιακωβ του υιου αυτης τα εδεσματα και τον αρτον, τα οποια ητοιμασε.17 Then she handed her son Jacob the appetizing dish and the bread she had prepared.
18 Και ηλθε προς τον πατερα αυτου? και ειπε, Πατερ μου. Ο δε ειπεν, Ιδου, εγω? τις εισαι, τεκνον μου;18 Bringing them to his father, Jacob said, "Father!" "Yes?" replied Isaac. "Which of my sons are you?"
19 Και ειπεν ο Ιακωβ προς τον πατερα αυτου, Εγω ειμαι Ησαυ ο πρωτοτοκος σου? εκαμα καθως μοι ειπας, σηκωθητι λοιπον, καθισον και φαγε εκ του κυνηγιου μου, δια να με ευλογηση η ψυχη σου.19 Jacob answered his father: "I am Esau, your first-born. I did as you told me. Please sit up and eat some of my game, so that you may give me your special blessing."
20 Και ειπεν ο Ισαακ προς τον υιον αυτου, Ποθεν τουτο, τεκνον μου, οτι ευρηκας τοσον ταχεως; Ο δε ειπε, Διοτι Κυριος ο Θεος σου εφερεν αυτο εμπροσθεν μου.20 But Isaac asked, "How did you succeed so quickly, son?" He answered, "The LORD, your God, let things turn out well with me."
21 Και ειπεν ο Ισαακ προς τον Ιακωβ, Πλησιασον, τεκνον μου, δια να σε ψηλαφησω, αν συ ησαι αυτος ο υιος Ησαυ, η ουχι.21 Isaac then said to Jacob, "Come closer, son, that I may feel you, to learn whether you really are my son Esau or not."
22 Και επλησιασεν ο Ιακωβ εις τον Ισαακ τον πατερα αυτου? ο δε εψηλαφησεν αυτον, και ειπεν, Η μεν φωνη ειναι φωνη Ιακωβ, αι δε χειρες, χειρες Ησαυ.22 So Jacob moved up closer to his father. When Isaac felt him, he said, "Although the voice is Jacob's, the hands are Esau's."
23 Και δεν εγνωρισεν αυτον, διοτι αι χειρες αυτου ησαν ως αι χειρες Ησαυ αδελφου αυτου, δασυτριχοι και ευλογησεν αυτον.23 (He failed to identify him because his hands were hairy, like those of his brother Esau; so in the end he gave him his blessing.)
24 Και ειπε, Συ εισαι αυτος ο υιος μου Ησαυ; Ο δε ειπεν, Εγω.24 Again he asked him, "Are you really my son Esau?" "Certainly," he replied.
25 Και ειπε, Φερε πλησιον μου, και θελω φαγει εκ του κυνηγιου του υιου μου, δια να σε ευλογηση η ψυχη μου. Και εφερε πλησιον αυτου, και εφαγεν? εφερε δε προς αυτον οινον και επιε.25 Then Isaac said, "Serve me your game, son, that I may eat of it and then give you my blessing." Jacob served it to him, and Isaac ate; he brought him wine, and he drank.
26 Και ειπε προς αυτον Ισαακ ο πατηρ αυτου, Πλησιασον τωρα, και φιλησον με, τεκνον μου.26 Finally his father Isaac said to him, "Come closer, son, and kiss me."
27 Και επλησιασε, και εφιλησεν αυτον? και ωσφρανθη την οσμην των ενδυματων αυτου, και ευλογησεν αυτον και ειπεν, Ιδου, η οσμη του υιου μου ειναι ως οσμη πεδιαδος, την οποιαν ευλογησεν ο Κυριος?27 As Jacob went up and kissed him, Isaac smelled the fragrance of his clothes. With that, he blessed him, saying, "Ah, the fragrance of my son is like the fragrance of a field that the LORD has blessed!
28 Λοιπον ο Θεος να σοι δωση απο της δροσου του ουρανου και απο του παχους της γης και αφθονιαν σιτου και οινου?28 "May God give to you of the dew of the heavens And of the fertility of the earth abundance of grain and wine.
29 Λαοι να σε δουλευσωσι και εθνη να σε προσκυνησωσι? να ησαι κυριος των αδελφων σου, και οι υιοι της μητρος σου να σε προσκυνησωσι? κατηραμενος οστις σε καταραται, και ευλογημενος οστις σε ευλογει29 "Let peoples serve you, and nations pay you homage; Be master of your brothers, and may your mother's sons bow down to you. Cursed be those who curse you, and blessed be those who bless you."
30 Και καθως επαυσεν ο Ισαακ ευλογων τον Ιακωβ, μολις ο Ιακωβ ειχεν εξελθει απ' εμπροσθεν του πατρος αυτου Ισαακ? και ηλθεν Ησαυ ο αδελφος αυτου εκ του κυνηγιου αυτου.30 Jacob had scarcely left his father, just after Isaac had finished blessing him, when his brother Esau came back from his hunt.
31 Και εκαμε και αυτος εδεσματα και εφερε προς τον πατερα αυτου? και ειπε προς τον πατερα αυτου, Ας σηκωθη ο πατηρ μου, και ας φαγη εκ του κυνηγιου του υιου αυτου, δια να με ευλογηση η ψυχη σου.31 Then he too prepared an appetizing dish with his game, and bringing it to his father, he said, "Please, father, eat some of your son's game, that you may then give me your special blessing."
32 Και ειπε προς αυτον Ισαακ ο πατηρ αυτου, Τις εισαι; Ο δε ειπεν, Ειμαι ο υιος σου, ο πρωτοτοκος σου Ησαυ.32 "Who are you?" his father Isaac asked him. "I am Esau," he replied, "your first-born son."
33 Και εξεπλαγη ο Ισαακ εκπληξιν μεγαλην σφοδρα, και ειπε, Ποιος ειναι λοιπον εκεινος, οστις εκυνηγησε κυνηγιον, και μοι εφερε και εφαγον απο παντων πριν εισελθης, και ευλογησα αυτον; και ευλογημενος θελει εισθαι.33 With that, Isaac was seized with a fit of uncontrollable trembling. "Who was it, then," he asked, "that hunted game and brought it to me? I finished eating it just before you came, and I blessed him. Now he must remain blessed!"
34 Οτε ηκουσεν ο Ησαυ τους λογους του πατρος αυτου, ανεκραξε κραυγην μεγαλην και πικραν σφοδρα? και ειπε προς τον πατερα αυτου, Ευλογησον με, και εμε, πατερ μου.34 On hearing his father's words, Esau burst into loud, bitter sobbing. "Father, bless me too!" he begged.
35 Ο δε ειπεν, Ηλθεν ο αδελφος σου μετα δολου, και ελαβε την ευλογιαν σου.35 When Isaac explained, "Your brother came here by a ruse and carried off your blessing,"
36 Και ειπεν ο Ησαυ, Δικαιως εκαλεσθη το ονομα αυτου Ιακωβ, διοτι τωρα δευτεραν ταυτην φοραν με υπεσκελισεν? ελαβε τα πρωτοτοκια μου, και ιδου, τωρα ελαβε και την ευλογιαν μου. Και ειπε, Δεν εφυλαξας δι' εμε ευλογιαν;36 Esau exclaimed, "He has been well named Jacob! He has now supplanted me twice! First he took away my birthright, and now he has taken away my blessing." Then he pleaded, "Haven't you saved a blessing for me?"
37 Και, απεκριθη ο Ισαακ, και ειπε προς τον Ησαυ, Ιδου, κυριον σου εκαμα αυτον, και παντας τους αδελφους αυτου εκαμα δουλους αυτου, και εστηριξα αυτον με σιτον και οινον? και τι λοιπον να καμω εις σε, τεκνον μου;37 Isaac replied: "I have already appointed him your master, and I have assigned to him all his kinsmen as his slaves; besides, I have enriched him with grain and wine. What then can I do for you, son?"
38 Και ειπεν ο Ησαυ προς τον πατερα αυτου, Μηπως ταυτην μονην την ευλογιαν εχεις, πατερ μου; ευλογησον με, και εμε, πατερ μου. και υψωσεν ο Ησαυ την φωνην αυτου, και εκλαυσε.38 But Esau urged his father, "Have you only that one blessing, father? Bless me too!" Isaac, however, made no reply; and Esau wept aloud.
39 Και απεκριθη Ισαακ ο πατηρ αυτου, και ειπε προς αυτον, Ιδου, η κατοικησις σου θελει εισθαι εις το παχος της γης, και εις την δροσον του ουρανου ανωθεν?39 Finally Isaac spoke again and said to him: "Ah, far from the fertile earth shall be your dwelling; far from the dew of the heavens above!
40 και με την μαχαιραν σου θελεις ζη, και εις τον αδελφον σου θελεις δουλευσει, οταν δε υπερισχυσης, θελεις συντριψει τον ζυγον αυτου απο του τραχηλου σου.40 "By your sword you shall live, and your brother you shall serve; But when you become restive, you shall throw off his yoke from your neck."
41 Και εμισει ο Ησαυ τον Ιακωβ, δια την ευλογιαν με την οποιαν ευλογησεν αυτον ο πατηρ αυτου? και ειπεν ο Ησαυ εν τη καρδια αυτου, Πλησιαζουσιν αι ημεραι του πενθους του πατρος μου? τοτε θελω φονευσει Ιακωβ τον αδελφον μου.41 Esau bore Jacob a grudge because of the blessing his father had given him. He said to himself, "When the time of mourning for my father comes, I will kill my brother Jacob."
42 Ανηγγελθησαν, δε προς την Ρεβεκκαν οι λογοι Ησαυ του υιου αυτης του μεγαλητερου? και πεμψασα εκαλεσεν Ιακωβ τον υιον αυτης τον νεωτερον, και ειπε προς αυτον, Ιδου, Ησαυ ο αδελφος σου παρηγορει εαυτον κατα σου, οτι θελει σε φονευσει.42 When Rebekah got news of what her older son Esau had in mind, she called her younger son Jacob and said to him: "Listen! Your brother Esau intends to settle accounts with you by killing you.
43 Τωρα λοιπον, τεκνον μου, ακουσον την φωνην μου? και σηκωθεις, φυγε προς Λαβαν τον αδελφον μου εις Χαρραν?43 Therefore, son, do what I tell you: flee at once to my brother Laban in Haran,
44 και κατοικησον μετ' αυτου ημερας τινας, εωσου παρελθη ο θυμος του αδελφου σου?44 and stay with him a while until your brother's fury subsides
45 εωσου παυση η κατα σου οργη του αδελφου σου, και λησμονηση τα οσα επραξας εις αυτον? τοτε θελω στειλει, και θελω σε φερει εκειθεν? δια τι να σας στερηθω και τους δυο εν μια ημερα;45 (until your brother's anger against you subsides) and he forgets what you did to him. Then I will send for you and bring you back. Must I lose both of you in a single day?"
46 Και ειπεν η Ρεβεκκα προς τον Ισαακ, Αηδιασα την ζωην μου εξ αιτιας των θυγατερων του Χετ? εαν ο Ιακωβ λαβη γυναικα εκ των θυγατερων του Χετ, καθως ειναι αυται εκ των θυγατερων της γης ταυτης, τι με ωφελει να ζω;46 Rebekah said to Isaac: "I am disgusted with life because of the Hittite women. If Jacob also should marry a Hittite woman, a native of the land, like these women, what good would life be to me?"