Scrutatio

Mercoledi, 8 maggio 2024 - Madonna del Rosario di Pompei ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 20


font
GREEK BIBLEBIBBIA RICCIOTTI
1 Και εκινησεν εκειθεν ο Αβρααμ εις την γην την προς μεσημβριαν, και κατωκησε μεταξυ Καδης και Σουρ? και παρωκησεν εν Γεραροις.1 - Partito Abramo di lì verso la regione meridionale, abitò fra Cades e Sur, e venne come straniero in Gerara.
2 Και ειπεν ο Αβρααμ περι Σαρρας της γυναικος αυτου, Αδελφη μου ειναι. Εστειλε δε Αβιμελεχ ο βασιλευς των Γεραρων, και ελαβε την Σαρραν.2 E di Sara sua moglie disse: «È mia sorella». Pertanto Abimelec, re di Gerara, la fece prendere.
3 Και ηλθεν ο Θεος προς τον Αβιμελεχ κατ' οναρ την νυκτα, και ειπε προς αυτον, Ιδου, συ αποθνησκεις εξ αιτιας της γυναικος, την οποιαν ελαβες? διοτι ειναι νενυμφευμενη με ανδρα.3 Ma Dio apparve di notte in sogno ad Abimelec, e gli disse: «Ecco, morrai, a causa della donna che hai presa; perchè ha marito».
4 Ο δε Αβιμελεχ δεν ειχε πλησιασει εις αυτην? και ειπε, Κυριε, ηθελες φονευσει εθνος ετι και δικαιον;4 Abimelec però non l'aveva toccata; e disse: «Signore, vorrai tu uccidere della gente inconsapevole e giusta?
5 δεν μοι ειπεν αυτος, Αδελφη μου ειναι; και αυτη παλιν, αυτη ειπεν, Αδελφος μου ειναι. Εν ευθυτητι της καρδιας μου και εν καθαροτητι των χειρων μου επραξα τουτο.5 Non m'ha detto costui: - E' mia sorella -? Ed essa non ha detto: - E' mio fratello -? Io l'ho fatto in tutta semplicità di cuore e mondezza di mano».
6 Ειπε δε προς αυτον ο Θεος κατ' οναρ, Και εγω εγνωρισα οτι εν ευθυτητι της καρδιας σου επραξας τουτο? οθεν και εγω σε εμποδισα απο του να αμαρτησης εις εμε? δια τουτο δεν σε αφηκα να εγγισης αυτην?6 E Dio gli disse: «Lo so anch'io, che l'hai fatto con semplicità di cuore; perciò ti ho custodito in modo che tu non peccassi contro di me, e non ho permesso che tu la toccassi.
7 τωρα λοιπον αποδος την γυναικα προς τον ανθρωπον, διοτι ειναι προφητης? και θελει προσευχηθη υπερ σου και θελεις ζησει? αλλ' εαν δεν αποδωσης αυτην, εξευρε οτι εξαπαντος θελεις αποθανει, συ και παντα οσα εχεις.7 Ora dunque rendi la moglie al suo marito, ch'è un profeta; pregherà per te, e vivrai; se poi tu non volessi restituirla, sappi che morrai tu e tutti i tuoi».
8 Σηκωθεις δε ο Αβιμελεχ ενωρις το πρωι, εκαλεσε παντας τους δουλους αυτου, και ελαλησε παντας τους λογους τουτους εις επηκοον αυτων? και εφοβηθησαν οι ανθρωποι σφοδρα.8 Subito in quella notte alzatosi Abimelec chiamò tutti i suoi servi, e ripetè loro tutte queste parole, e n'ebbero tutti quegli uomini grande spavento.
9 Και εκαλεσεν ο Αβιμελεχ τον Αβρααμ και ειπε προς αυτον, Τι επραξας εις ημας; και τι αμαρτημα επραξα εις σε, ωστε επεφερες επ' εμε και επι το βασιλειον μου, αμαρτιαν μεγαλην; επραξας εις εμε πραγμα, το οποιον δεν επρεπε να πραχθη.9 Dipoi Abimelec chiamò anche Abramo, e gli disse: «Che ci hai fatto? In che cosa t'abbiamo offeso, che tu abbia esposto me ed il mio regno ad un sì grande peccato? Tu ci hai fatto quel che non dovevi».
10 Και ειπεν ο Αβιμελεχ προς τον Αβρααμ, Τι ειδες, ωστε να πραξης το πραγμα τουτο;10 Ed ancora rammaricandosi disse: «Che avesti di mira, così facendo?».
11 Και ειπεν ο Αβρααμ, Επειδη εγω ειπον, Βεβαια δεν ειναι φοβος Θεου εν τω τοπω τουτω και θελουσι με φονευσει δια την γυναικα μου?11 Rispose Abramo: «Io pensai fra me: "Forse non v'è timor di Dio in questo paese, ed uccideranno me per [prendere] la moglie mia";
12 και ομως αληθως αδελφη μου ειναι, θυγατηρ του πατρος μου, αλλ' ουχι θυγατηρ της μητρος μου? και εγεινε γυνη μου.12 d'altra parte, è anche veramente mia sorella, perchè figlia del padre mio, ma non della madre mia, e la presi in moglie.
13 και οτε με εκαμεν ο Θεος να εξελθω εκ του οικου του πατρος μου, ειπον προς αυτην, Ταυτην την χαριν θελεις καμει εις εμε? εις παντα τοπον οπου αν υπαγωμεν, λεγε περι εμου, Ουτος ειναι αδελφος μου.13 Da quando Iddio mi condusse fuori della casa del padre mio le dissi: - Tu mi farai questa grazia: in qualunque paese anderemo, tu dirai che son tuo fratello ».
14 Και ελαβεν ο Αβιμελεχ προβατα και βοας και δουλους και δουλας, και εδωκεν εις τον Αβρααμ, και απεδωκεν εις αυτον Σαρραν την γυναικα αυτου.14 Allora Abimelec prese pecore e bovi, servi e serve, e li dette ad Abramo, gli rese Sara sua moglie,
15 και ειπεν ο Αβιμελεχ, Ιδου, η γη μου εμπροσθεν σου. κατοικησον οπου σοι αρεσκει.15 e disse: «Questo paese vi sta dinanzi; abita dovunque vorrai».
16 Και προς την Σαρραν ειπεν, Ιδου, εδωκα χιλια αργυρια εις τον αδελφον σου? ιδου, αυτος ειναι εις σε σκεπη των οφθαλμων προς παντας τους μετα σου και προς παντας τους αλλους. Ουτως αυτη επεπληχθη.16 A Sara poi disse: «Ho dato mille monete d'argento al tuo fratello, saranno come un velo sugli occhi tuoi per tutti quelli che son teco, dovunque andrai; ricordati che sei stata presa».
17 Προσηυχηθη δε ο Αβρααμ προς τον Θεον? και εθεραπευσεν ο Θεος τον Αβιμελεχ και την γυναικα αυτου και τας θεραπαινας αυτου, και ετεκνοποιησαν.17 Alle preghiere pertanto d'Abramo, Iddio guarì Abimelec, la moglie e le serve sue, e tornarono a partorire;
18 διοτι ο Κυριος ειχε κλεισει διολου πασαν μητραν εν τη οικια του Αβιμελεχ, εξ αιτιας Σαρρας της γυναικος του Αβρααμ.18 il Signore infatti aveva rese sterili tutte le donne della casa di Abimelec, a causa di Sara moglie di Abramo.