Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 18


font
GREEK BIBLEBIBLIA
1 Και εφανη εις αυτον ο Κυριος εις τας δρυς Μαμβρη, ενω εκαθητο εν τη θυρα της σκηνης εις το καυμα της ημερας.1 Apareciósele Yahveh en la encina de Mambré estando él sentado a la puerta de su tienda en lo más caluroso del día.
2 Και υψωσας τους οφθαλμους αυτου, ειδε? και ιδου, τρεις ανδρες ισταμενοι εμπροσθεν αυτου? και ως ειδεν, εδραμεν εις προυπαντησιν αυτων απο της θυρας της σκηνης, και προσεκυνησεν εως εδαφους?2 Levantó los ojos y he aquí que había tres individuos parados a sur vera. Como los vio acudió desde la puerta de la tienda a recibirlos, y se postró en tierra,
3 και ειπε, Κυριε μου, εαν ευρηκα χαριν εις τους οφθαλμους σου, μη παρελθης, παρακαλω, τον δουλον σου?3 y dijo: «Señor mío, si te he caído en gracia, ea, no pases de largo cerca de tu servidor.
4 ας φερθη, παρακαλω, ολιγον υδωρ, και νιψατε τους ποδας σας, και αναπαυθητε υπο το δενδρον?4 Ea, que traigan un poco de agua y lavaos los pies y recostaos bajo este árbol,
5 και εγω θελω φερει ολιγον αρτον, και στηριξατε την καρδιαν σας? επειτα θελετε παρελθει? επειδη δια τουτο επερασατε προς τον δουλον σας? οι δε ειπον, Καμε ουτω, καθως ειπας.5 que yo iré a traer un bocado de pan, y repondréis fuerzas. Luego pasaréis adelante, que para eso habéis acertado a pasar a la vera de este servidor vuestro.» Dijeron ellos: «Hazlo como has dicho.»
6 Και εσπευσεν ο Αβρααμ εις την σκηνην προς την Σαρραν και ειπε, Σπευσον ζυμωσον τρια μετρα σεμιδαλεως, και καμε εγκρυφιας.6 Abraham se dirigió presuroso a la tienda, a donde Sara, y le dijo: «Apresta tres arrobas de harina de sémola, amasa y haz unas tortas.»
7 Ο δε Αβρααμ εδραμεν εις τους βοας, και ελαβε μοσχαριον απαλον και καλον, και εδωκεν εις τον δουλον? ο δε εσπευσε να ετοιμαση αυτο?7 Abraham, por su parte, acudió a la vacada y apartó un becerro tierno y hermoso, y se lo entregó al mozo, el cual se apresuró a aderezarlo.
8 επειτα ελαβε βουτυρον και γαλα και το μοσχαριον, το οποιον ητοιμασε, και εθεσεν εμπροσθεν αυτων? αυτος δε ιστατο πλησιον αυτων υπο το δενδρον, και αυτοι εφαγον.8 Luego tomó cuajada y leche, junto con el becerro que había aderezado, y se lo presentó, manteniéndose en pie delante de ellos bajo el árbol. Así que hubieron comido
9 Ειπον δε προς αυτον, Που ειναι Σαρρα η γυνη σου; Ο δε ειπεν, Ιδου, εν τη σκηνη.9 dijéronle: «¿Dónde está tu mujer Sara?» - «Ahí, en la tienda», contestó.
10 Και ειπεν, Εξαπαντος θελω επιστρεψει προς σε κατα τον αυτον τουτον καιρον του ετους? και ιδου, Σαρρα η γυνη σου θελει εχει υιον. Η δε Σαρρα ηκουσεν εν τη θυρα της σκηνης ητις ητο οπισθεν αυτου.10 Dijo entonces aquél: «Volveré sin falta a ti pasado el tiempo de un embarazo, y para entonces tu mujer Sara tendrá un hijo.» Sara lo estaba oyendo a la entrada de la tienda, a sus espaldas.
11 Ο δε Αβρααμ και η Σαρρα ησαν γεροντες, προβεβηκοτες εις ηλικιαν? εις την Σαρραν ειχον παυσει να γινωνται τα γυναικεια.11 Abraham y Sara eran viejos, entrados en años, y a Sara se le había retirado la regla de las mujeres.
12 Εγελασε δε η Σαρρα καθ' εαυτην λεγουσα, Αφου εγηρασα, θελει γεινει εις εμε ηδονη και ο κυριος μου γερων;12 Así que Sara rió para sus adentros y dijo: «Ahora que estoy pasada, ¿sentiré el placer, y además con mi marido viejo?».
13 Και ειπε Κυριος προς τον Αβρααμ, Δια τι εγελασεν η Σαρρα, λεγουσα, Αφου εγω εγηρασα, θελω τωοντι γεννησει;13 Dijo Yahveh a Abraham. «¿Cómo así se ha reído Sara, diciendo: “¡Seguro que voy a parir ahora de vieja!”?
14 ειναι τι αδυνατον εις τον Κυριον; εν τω ωρισμενω καιρω θελω επιστρεψει προς σε κατα τον αυτον τουτον καιρον του ετους, και η Σαρρα θελει εχει υιον.14 ¿Es que hay nada milagroso para Yahveh? En el plazo fijado volveré, al término de un embarazo, y Sara tendrá un hijo.»
15 Τοτε η Σαρρα ηρνηθη λεγουσα, δεν εγελασα? διοτι εφοβηθη. Ο δε ειπεν, Ουχι, αλλ' εγελασας.15 Sara negó: «No me he reído», y es que tuvo miedo. Pero aquél dijo: «No digas eso, que sí te has reído.»
16 Σηκωθεντες δε εκειθεν οι ανδρες διευθυνθησαν προς τα Σοδομα? και ο Αβρααμ επορευετο μετ' αυτων δια να συμπροπεμψη αυτους.16 Levantáronse de allí aquellos hombres y tomaron hacia Sodoma, y Abraham les acompañaba de despedida.
17 Και ειπε Κυριος, Θελω κρυψει εγω απο του Αβρααμ ο, τι καμνω;17 Dijo entonces Yahveh: «¿Por ventura voy a ocultarle a Abraham lo que hago,
18 ο δε Αβρααμ θελει εξαπαντος γεινει εθνος μεγα και δυνατον? και θελουσιν ευλογηθη εις αυτον παντα τα εθνη της γης?18 siendo así que Abraham ha de ser un pueblo grande y poderoso, y se bendecirán por él los pueblos todos de la tierra?
19 επειδη γνωριζω αυτον οτι θελει διαταξει προς τους υιους αυτου και προς τον οικον αυτου, μεθ' εαυτον, και θελουσι φυλαξει την οδον του Κυριου, δια να πραττωσι δικαιοσυνην και κρισιν, ωστε να επιφερη ο Κυριος επι τον Αβρααμ τα οσα ελαλησε προς αυτον.19 Porque yo le conozco y sé que mandará a sus hijos y a su descendencia que guarden el camino de Yahveh, practicando la justicia y el derecho, de modo que pueda concederle Yahveh a Abraham lo que le tiene apalabrado.»
20 Ειπε δε Κυριος, Η κραυγη των Σοδομων και των Γομορρων επληθυνε, και η αμαρτια αυτων βαρεια σφοδρα?20 Dijo, pues, Yahveh: «El clamor de Sodoma y de Gomorra es grande; y su pecado gravísimo.
21 θελω λοιπον καταβη και θελω ιδει αν επραξαν ολοκληρως κατα την κραυγην την ερχομενην προς εμε? και θελω γνωρισει, αν ουχι.21 Ea, voy a bajar personalmente, a ver si lo que han hecho responde en todo al clamor que ha llegado hasta mí, y si no, he de saberlo.»
22 Και αναχωρησαντες εκειθεν οι ανδρες υπηγον προς τα Σοδομα? ο δε Αβρααμ ιστατο ετι ενωπιον του Κυριου.22 Y marcharon desde allí aquellos individuos camino de Sodoma, en tanto que Abraham permanecía parado delante de Yahveh.
23 Και πλησιασας ο Αβρααμ ειπε, Μηπως θελεις απολεσει τον δικαιον μετα του ασεβους;23 Abordóle Abraham y dijo: «¿Así que vas a borrar al justo con el malvado?
24 εαν ηναι πεντηκοντα δικαιοι εν τη πολει, θελεις αρα γε απολεσει αυτους; και δεν ηθελες συγχωρησει εις τον τοπον δια τους πεντηκοντα δικαιους, τους εν αυτω;24 Tal vez haya cincuenta justos en la ciudad. ¿Es que vas a borrarlos, y no perdonarás a aquel lugar por los cincuenta justos que hubiere dentro?
25 μη γενοιτο ποτε συ να πραξης τοιουτον πραγμα, να θανατωσης δικαιον μετα ασεβους, και ο δικαιος να ηναι ως ο ασεβης μη γενοιτο ποτε εις σε ο κρινων πασαν την γην δεν θελει καμει κρισιν;25 Tú no puedes hacer tal cosa: dejar morir al justo con el malvado, y que corran parejas el uno con el otro. Tú no puedes. El juez de toda la tierra ¿va a fallar una injusticia?»
26 Ειπε δε Κυριος, Εαν ευρω εν Σοδομοις πεντηκοντα δικαιους εν τη πολει, θελω συγχωρησει εις παντα τον τοπον δι' αυτους.26 Dijo Yahveh: «Si encuentro en Sodoma a cincuenta justos en la ciudad perdonaré a todo el lugar por amor de aquéllos.
27 Και αποκριθεις ο Αβρααμ ειπεν, Ιδου, τωρα ετολμησα να ομιλησω προς τον Κυριον μου, ενω ειμαι γη και σποδος?27 Replicó Abraham: «¡Mira que soy atrevido de interpelar a mi Señor, yo que soy polvo y ceniza!
28 εαν λειψωσι πεντε εκ των πεντηκοντα δικαιων, θελεις απολεσει πασαν την πολιν εξ αιτιας των πεντε; Και ειπε, Δεν θελω απολεσει αυτην εαν ευρω εκει τεσσαρακοντα πεντε.28 Supón que los cincuenta justos fallen por cinco. ¿Destruirías por los cinco a toda la ciudad?» Dijo: «No la destruiré, si encuentro allí a 45.»
29 Και προσεθεσεν ετι ο Αβρααμ να λαληση προς αυτον, και ειπεν, Εαν ευρεθωσιν εκει τεσσαρακοντα; Και ειπε, Δεν θελω απολεσει αυτην χαριν των τεσσαρακοντα.29 Insistió todavía: «Supón que se encuentran allí cuarenta.» Respondió: «Tampoco lo haría, en atención de esos cuarenta.»
30 Και ειπεν ο Αβρααμ, Ας μη παροξυνθη ο Κυριος μου εαν ετι λαλησω? εαν ευρεθωσιν εκει τριακοντα; Και ειπε, Δεν θελω απολεσει αυτην εαν ευρω εκει τριακοντα.30 Insistió: «No se enfade mi Señor si le digo: “Tal vez se encuentren allí treinta”.» Respondió: «No lo haré si encuentro allí a esos treinta.»
31 Και ειπεν ο Αβρααμ, Ιδου, τωρα ετολμησα να λαλησω προς τον Κυριον μου? εαν ευρεθωσιν εκει εικοσι; και ειπε, Δεν θελω απολεσει αυτην χαριν των εικοσι.31 Díjole. «¡Cuidado que soy atrevido de interpelar a mi Señor! ¿Y si se hallaren allí veinte?»
32 Και ειπεν ο Αβρααμ, Ας μη παροξυνθη ο Κυριος μου, εαν λαλησω ετι απαξ? εαν ευρεθωσιν εκει δεκα; και ειπε, Δεν θελω απολεσει αυτην χαριν των δεκα.32 Respondió: Tampoco haría destrucción en gracia de los veinte.» Insistió: «Vaya, no se enfade mi Señor, que ya sólo hablaré esta vez: “¿Y si se encuentran allí diez?”» Dijo: «Tampoco haría destrucción, en gracia de los diez.»
33 Και ανεχωρησεν ο Κυριος, αφου επαυσε να λαλη προς τον Αβρααμ? και ο Αβρααμ επεστρεψεν εις τον τοπον αυτου.33 Partió Yahveh así que hubo acabado de conversar con Abraham, y éste se volvió a su lugar.