Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Secondo libro delle Cronache 24


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 GIOAS era d’età di sette anni, quando cominciò a regnare; e regnò quarant’anni in Gerusalemme. E il nome di sua madre era Sibia, da Beerseba.1 Επτα ετων ηλικιας ητο ο Ιωας οτε εβασιλευσεν? εβασιλευσε δε τεσσαρακοντα ετη εν Ιερουσαλημ? το δε ονομα της μητρος αυτου ητο Σιβια, εκ Βηρ-σαβεε.
2 E Gioas fece quello che piace al Signore tutto il tempo del sacerdote Gioiada.2 Και επραττεν ο Ιωας το ευθες ενωπιον Κυριου, πασας τας ημερας Ιωδαε του ιερεως.
3 E Gioiada gli prese due mogli; ed egli generò figliuoli e figliuole.3 Και ελαβεν εις αυτον ο Ιωδαε δυο γυναικας, και εγεννησεν υιους και θυγατερας.
4 Dopo questo venne in cuore a Gioas di ristorare la Casa del Signore.4 Και μετα ταυτα ηλθεν εις την καρδιαν του Ιωας να ανακαινιση τον οικον του Κυριου.
5 Perciò adunò i sacerdoti e i Leviti, e disse loro: Andate per le città di Giuda, e raccogliete, anno per anno, da tutto Israele, danari per ristorar la Casa dell’Iddio vostro; e voi sollecitate questo affare. Ma i Leviti non lo sollecitarono.5 Και συναγαγων τους ιερεις και τους Λευιτας, ειπε προς αυτους, Εξελθετε εις τας πολεις του Ιουδα, και συναγετε απο παντος του Ισραηλ αργυριον προς επισκευην του οικου του Θεου σας κατ' ετος, και επισπευσατε το πραγμα? οι Λευιται ομως δεν επεσπευσαν.
6 E il re chiamò Gioiada, sommo sacerdote, e gli disse: Perchè non hai tu usata diligenza, che i Leviti portassero da Giuda, e da Gerusalemme, la colta di Mosè, servitor del Signore, e della raunanza d’Israele, per lo Tabernacolo della Testimonianza?6 Και εκαλεσεν ο βασιλευς τον Ιωδαε τον αρχηγον και ειπε προς αυτον, Δια τι δεν εζητησας παρα των Λευιτων να εισπραξωσιν εκ του Ιουδα και εκ της Ιερουσαλημ τον φορον του Μωυσεως, του δουλου του Κυριου, και της συναγωγης του Ισραηλ, δια την σκηνην του μαρτυριου;
7 Conciossiachè la scellerata Atalia, ed i suoi figliuoli avessero fatte delle rotture nella Casa di Dio; ed anche avessero adoperate per i Baali tutte le cose consacrate della Casa del Signore.7 Διοτι η Γοθολια, η ασεβης, και οι υιοι αυτης κατεφθειραν τον οικον του Θεου? και παντα ετι τα αφιερωματα του οικου του Κυριου ανεθηκαν εις τους Βααλειμ.
8 Il re adunque comandò che si facesse una cassetta, e che quella si mettesse alla porta della Casa del Signore, di fuori.8 Εκαμον λοιπον κατα προσταγην του βασιλεως εν κιβωτιον, και εθεσαν αυτο εν τη πυλη του οικου του Κυριου εξω.
9 Poi fu fatta una grida per Giuda ed in Gerusalemme, che si portasse al Signore la colta che Mosè, servitor di Dio, avea fatta sopra Israele nel deserto.9 Και διεκηρυξαν εις τον Ιουδαν και εις την Ιερουσαλημ να εισφερωσι προς τον Κυριον τον φορον του Μωυσεως του δουλου του Θεου, τον επιβληθεντα επι τον Ισραηλ εν τη ερημω.
10 E tutti i capi, e tutto il popolo, la portavano allegramente, e la gittavano nella cassetta, finchè fu finita l’opera.10 Και ηυφρανθησαν παντες οι αρχοντες και πας ο λαος, και εισεφερον και ερριπτον εις το κιβωτιον, εωσου γεμισθη.
11 Ora, quando la cassetta si portava, per le mani de’ Leviti, a quelli ch’erano deputati del re il che si faceva, quando vedevano che vi erano dentro danari assai, il segretario del re, ed un commessario del sommo sacerdote venivano, e vuotavano la cassetta; poi la riportavano, e la rimettevano nel suo luogo. Così facevano ogni giorno; e raccolsero gran quantità di danari.11 Οτε δε εφερετο το κιβωτιον προς τους επιστατας του βασιλεως δια χειρος των Λευιτων, και οτε αυτοι εβλεπον οτι ητο πολυ το αργυριον, ηρχετο ο γραμματευς του βασιλεως και ο επιστατης του ιερεως του πρωτου, και εξεκενονον το κιβωτιον και φεροντες εθετον αυτο παλιν εις τον τοπον αυτου. Ουτως εκαμνον καθ' ημεραν και συνηγαγον αργυριον πολυ.
12 E il re, e Gioiada, davano que’ danari a quelli che aveano la cura dell’opera che si faceva per lo servigio della Casa del Signore; ed essi ne prezzolavano scarpellini, e legnaiuoli, per rinnovar la Casa del Signore; ed anche fabbri di ferro e di rame, per ristorarla.12 Και εδιδεν αυτο ο βασιλευς και ο Ιωδαε εις τους ποιουντας το εργον της υπηρεσιας του οικου του Κυριου, και εμισθονον κτιστας και ξυλουργους δια να ανακαινισωσι τον οικον του Κυριου? και σιδηρουργους ετι και χαλκουργους, δια να επισκευασωσι τον οικον του Κυριου.
13 Coloro adunque che aveano la cura dell’opera, si adoperarono; e l’opera fu ristorata per le lor mani; ed essi rimisero la Casa di Dio nello stato suo, e la rinforzarono.13 Και οι εργαζομενοι το εργον ειργαζοντο, και δια χειρος αυτων προεβη το εργον της επισκευης? και αποκατεστησαν τον οικον του Θεου εις την προτεραν αυτου καταστασιν και εστερεωσαν αυτον.
14 E quando ebber finito, portarono davanti al re, e davanti a Gioiada, il rimanente de’ danari; ed egli li impiegò in arredi per la Casa del Signore, in arredi per fare il servigio, e per offerir sacrificii, ed in coppe, ed altri vasellamenti d’oro e d’argento. E nel tempo di Gioiada, furono del continuo offerti olocausti nella Casa del Signore14 Και αφου ετελειωσαν, εφεραν το εναπολειφθεν αργυριον εμπροσθεν του βασιλεως και του Ιωδαε, και εκ τουτου κατεσκευασαν σκευη δια τον οικον του Κυριου, σκευη λειτουργιας και ολοκαυτωσεως και φιαλας και σκευη χρυσα και αργυρα. Και προσεφερον ολοκαυτωματα εν τω οικω του Κυριου δια παντος, πασας τας ημερας του Ιωδαε.
15 Or Gioiada, essendo diventato vecchio e sazio di giorni, morì. Egli era d’età di centotrent’anni, quando morì.15 Εγηρασε δε ο Ιωδαε και ητο πληρης ημερων, και απεθανεν? εκατον τριακοντα ετων ηλικιας ητο οτε απεθανε.
16 E fu seppellito nella Città di Davide coi re; perciocchè egli avea fatto bene assai inverso Israele, ed inverso Iddio, e la sua Casa.16 Και εθαψαν αυτον εν πολει Δαβιδ, μετα των βασιλεων? επειδη επραξε καλον εν τω Ισραηλ και προς τον Θεον και τον οικον αυτου.
17 E dopo che Gioiada fu morto, i capi di Giuda vennero al re, e si prostesero davanti a lui; allora egli attese a loro.17 Μετα δε τον θανατον του Ιωδαε ηλθον οι αρχοντες του Ιουδα και προσεκυνησαν τον βασιλεα? τοτε ο βασιλευς επηκουσεν αυτων?
18 Ed essi lasciarono la Casa del Signore Iddio de’ lor padri, e servirono a’ boschi ed agl’idoli; laonde vi fu indegnazione contro a Giuda, e contro a Gerusalemme, per questa lor colpa.18 και εγκατελιπον τον οικον Κυριου του Θεου των πατερων αυτων, και ελατρευον τα αλση και τα ειδωλα? και ηλθεν οργη κατα του Ιουδα και της Ιερουσαλημ, δια ταυτην την ανομιαν αυτων.
19 E benchè il Signore mandasse loro de’ profeti, per convertirli a sè, e ch’essi protestassero loro, non però prestarono l’orecchio.19 Απεστειλε μεν προς αυτους προφητας, δια να επαναφερωσιν αυτους εις τον Κυριον, και διεμαρτυρηθησαν εναντιον αυτων? αλλα δεν εδωκαν ακροασιν.
20 E lo Spirito di Dio investì Zaccaria, figliuolo del sacerdote Gioiada. Ed egli, stando in piè disopra al popolo, disse loro: Così ha detto Iddio: Perchè trasgredite voi i comandamenti del Signore? Voi non prospererete: perciocchè voi avete abbandonato il Signore, egli altresì vi abbandonerà.20 Και περιεχυθη το Πνευμα του Θεου επι Ζαχαριαν τον υιον του Ιωδαε του ιερεως, και σταθεις επανωθεν του λαου, ειπε προς αυτους, Ουτω λεγει ο Θεος? Δια τι παραβαινετε σεις τας εντολας του Κυριου; δεν θελετε βεβαιως ευοδωθη? επειδη σεις εγκατελιπετε τον Κυριον, και αυτος εγκατελιπεν εσας.
21 Ed essi fecero congiura contro a lui, e lo lapidarono, per comandamento del re, nel cortile della Casa del Signore.21 Και συνωμοσαν κατ' αυτου? και ελιθοβολησαν αυτον με λιθους δια προσταγης του βασιλεως εν τη αυλη του οικου του Κυριου.
22 E il re Gioas non si ricordò della benignità usata da Gioiada, padre di esso, inverso lui; anzi uccise il suo figliuolo. Ora, mentre egli moriva, disse: Il Signore lo vegga, e ne ridomandi conto.22 Και δεν ενεθυμηθη Ιωας ο βασιλευς το ελεος, το οποιον εκαμεν εις αυτον Ιωδαε ο πατηρ αυτου, αλλ' εθανατωσε τον υιον αυτου? ενω δε απεθνησκεν, ειπεν, Ο Κυριος ας ιδη και ας εκζητηση.
23 Ed avvenne, in capo all’anno, che l’esercito de’ Siri salì contro a Gioas; e venne in Giuda ed in Gerusalemme; ed ammazzarono d’infra il popolo tutti i capi di esso; e mandarono tutte le spoglie loro al re in Damasco.23 Και εν τω τελει του ετους ανεβη το στρατευμα της Συριας εναντιον αυτου? και ηλθον επι τον Ιουδαν και επι την Ιερουσαλημ, και εξωλοθρευσαν παντας τους αρχοντας του λαου εκ μεσου του λαου, και εστειλαν παντα τα λαφυρα αυτων προς τον βασιλεα της Δαμασκου.
24 E benchè l’esercito de’ Siri fosse venuto con poca gente, nondimeno il Signore diede loro nelle mani un esercito grandissimo; perciocchè aveano abbandonato il Signore Iddio de’ padri loro; ed i Siri eseguirono i giudicii sopra Gioas.24 Αν και το στρατευμα της Συριας ηλθε μετ' ολιγων ανδρων, ο Κυριος ομως παρεδωκε στρατευμα μεγα σφοδρα εις την χειρα αυτων, επειδη εγκατελιπον Κυριον τον Θεον των πατερων αυτων? και εξετελεσαν κρισιν κατα του Ιωας.
25 E, quando si furono partiti da lui, perciocchè l’aveano lasciato in gran languori, i suoi servitori fecero congiura contro a lui, per cagione dell’omicidio de’ figliuoli del sacerdote Gioiada, e l’uccisero in sul suo letto. Così morì, e fu seppellito nella Città di Davide, ma non già nelle sepolture dei re.25 Αφου δε ανεχωρησαν απ' αυτου, αφησαντες αυτον εν αρρωστιαις μεγαλαις, συνωμοσαν εναντιον αυτου οι δουλοι αυτου δια το αιμα των υιων Ιωδαε του ιερεως, και εθανατωσαν αυτον επι της κλινης αυτου, και απεθανε? και εθαψαν αυτον εν πολει Δαβιδ, δεν εθαψαν ομως αυτον εν τοις ταφοις των βασιλεων.
26 Ora, questi son quelli che congiurarono contro a lui: Zabad, figliuolo di Simat, donna Ammonita; e Iozabad, figliuolo di Simrit, donna Moabita.26 Οι δε συνομοσαντες εναντιον αυτου ησαν ουτοι Ζαβαδ ο υιος της Σιμεαθ της Αμμωνιτιδος και Ιωζαβαδ ο υιος της Σιμριθ της Μωαβιτιδος.
27 Ora, quant’è a’ figliuoli di esso, ed alla gran colta di danari che fu fatta per lui, ed alla fondazione della Casa di Dio; ecco, queste cose sono scritte nella storia del libro dei re. Ed Amasia, suo figliuolo, regnò in luogo suo27 Περι δε των υιων αυτου και του πληθους των υπ' αυτου φορτιων, και της επισκευης του οικου του Θεου, ιδου, ειναι γεγραμμενα εν τοις υπομνημασι του βιβλιου των βασιλεων. Εβασιλευσε δε αντ' αυτου Αμασιας ο υιος αυτου.