Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Secondo libro di Samuele 15


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 ORA, dopo queste cose, avvenne che Absalom si fornì di carri e di cavalli; e cinquant’uomini correvano davanti a lui.1 Μετα δε ταυτα ητοιμασεν εις εαυτον ο Αβεσσαλωμ αμαξας και ιππους και πεντηκοντα ανδρας, δια να τρεχωσιν εμπροσθεν αυτου.
2 Ed egli si levava la mattina, e si fermava allato alla via della porta; e se vi era alcuno che avesse qualche piato, per lo quale gli convenisse venire al re per giudicio, Absalom lo chiamava, e gli diceva: Di qual città sei tu? E colui gli rispondeva: Il tuo servitore è di tale e tale tribù d’Israele.2 Και εσηκονετο ο Αβεσσαλωμ πρωι, και ιστατο εις τα πλαγια της οδου της πυλης? και οποτε τις εχων διαφοραν τινα ηρχετο προς τον βασιλεα δια κρισιν, τοτε ο Αβεσσαλωμ εκαλει αυτον προς εαυτον και ελεγεν, Εκ ποιας πολεως εισαι; Ο δε απεκρινετο, Ο δουλος σου ειναι εκ της δεινος φυλης του Ισραηλ.
3 Ed Absalom gli diceva: Vedi, le tue ragioni son buone e diritte; ma tu non hai alcuno che ti ascolti da parte del re.3 Και ελεγε προς αυτον ο Αβεσσαλωμ, Ιδε, η υποθεσις σου ειναι καλη και ορθη? πλην δεν ειναι ουδεις ο ακουων σε απο μερους του βασιλεως.
4 E Absalom diceva: Oh! fossi io pur costituito giudice nel paese; acciocchè chiunque avrebbe alcun piato, o affare di giudicio, venisse a me! io gli farei ragione.4 Ελεγε προσετι ο Αβεσσαλωμ, Τις να με εδιωριζε κριτην του τοπου, δια να ερχηται προς εμε πας οστις εχει διαφοραν η κρισιν, και να δικαιονω αυτον.
5 E, se alcuno gli si accostava per prosternarsi davanti a lui, egli stendeva la mano, e lo prendeva, e lo baciava.5 Και οποτε τις επλησιαζε δια να προσκυνηση αυτον, ηπλονε την χειρα αυτου και επιανεν αυτον και εφιλει αυτον.
6 E così faceva Absalom a tutti quelli d’Israele che venivano al re per giudicio; e furava il cuore di que’ d’Israele6 Και εκαμνεν ο Αβεσσαλωμ κατα τουτον τον τροπον εις παντα Ισραηλιτην ερχομενον προς τον βασιλεα δια κρισιν? και υπεκλεπτεν ο Αβεσσαλωμ τας καρδιας των ανδρων Ισραηλ.
7 Or avvenne, in capo di quarant’anni, che Absalom disse al re: Deh! lascia che io vada in Hebron, per adempiere un mio voto che io ho fatto al Signore.7 Και εις το τελος τεσσαρακοντα ετων ειπεν ο Αβεσσαλωμ προς τον βασιλεα, Ας υπαγω, παρακαλω, δια να εκπληρωσω την ευχην μου, την οποιαν ηυχηθην εις τον Κυριον, εν Χεβρων?
8 Perciocchè, mentre io dimorava in Ghesur, in Siria, il tuo servitore fece un voto, dicendo: Se pure il Signore mi riconduce in Gerusalemme, io sacrificherò al Signore.8 διοτι ο δουλος σου ηυχηθη ευχην, οτε κατωκει εν Γεσσουρ εν Συρια, λεγων? Εαν ο Κυριος με επιστρεψη τωοντι εις Ιερουσαλημ, τοτε θελω προσφερει θυσιαν εις τον Κυριον.
9 E il re gli disse: Va’ in pace. Egli adunque si levò, e andò in Hebron.9 Και ειπε προς αυτον ο βασιλευς, Υπαγε εν ειρηνη. Και σηκωθεις, υπηγεν εις Χεβρων.
10 Or Absalom avea mandate per tutte le tribù d’Israele delle persone che dessero loro la posta, dicendo: Quando voi udirete il suon della tromba, dite: Absalom è fatto re in Hebron.10 Απεστειλε δε ο Αβεσσαλωμ κατασκοπους εις πασας τας φυλας του Ισραηλ, λεγων, Καθως ακουσητε την φωνην της σαλπιγγος, θελετε ειπει Ο Αβεσσαλωμ εβασιλευσεν εν Χεβρων.
11 E con Absalom andarono dugent’uomini di Gerusalemme, ch’erano stati convitati; e vi andarono nella loro semplicità, non sapendo nulla.11 Και υπηγαν μετα του Αβεσσαλωμ διακοσιοι ανδρες εξ Ιερουσαλημ, κεκλημενοι και υπηγαν εν τη απλοτητι αυτων και δεν ηξευραν ουδεν.
12 Ed Absalom, quando fu per sacrificare i sacrificii, mandò per Ahitofel Ghilonita, consigliere di Davide, che venisse da Ghilo, sua città; e la conguira divenne potente, e il popolo andava crescendo di numero appresso di Absalom12 Και προσεκαλεσεν ο Αβεσσαλωμ Αχιτοφελ τον Γιλωναιον, τον συμβουλον του Δαβιδ, εκ της πολεως αυτου, εκ Γιλω, ενω προσεφερε τας θυσιας. Και η συνωμοσια ητο δυνατη και ο λαος επληθυνετο αδιακοπως πλησιον του Αβεσσαλωμ.
13 Ora un messo venne a Davide, dicendo: Il cuor degl’Israeliti è dietro ad Absalom.13 Ηλθε δε μηνυτης προς τον Δαβιδ λεγων, Αι καρδιαι των ανδρων Ισραηλ εστραφησαν κατοπιν του Αβεσσαλωμ.
14 Allora Davide disse a tutti i suoi servitori ch’erano con lui in Gerusalemme: Levatevi, fuggiamocene; perciocchè noi non potremo scampare d’innanzi ad Absalom; affrettatevi a camminare; chè talora egli di subito non ci raggiunga, e non trabocchi la ruina addosso a noi; e non percuota la città, mettendola a fil di spada.14 Και ειπεν ο Δαβιδ προς παντας τους δουλους αυτου τους μεθ' αυτου εν Ιερουσαλημ, Σηκωθητε, και ας φυγωμεν? διοτι δεν θελομεν δυνηθη να διασωθωμεν απο προσωπου του Αβεσσαλωμ? σπευσατε να αναχωρησωμεν, δια να μη επιταχυνη και καταφθαση ημας και σπρωξη το κακον εφ' ημας και παταξη την πολιν εν στοματι μαχαιρας.
15 Ed i servitori del re gli dissero: Ecco i tuoi servitori, per fare interamente secondo che al re, mio signore, parrà bene.15 Και οι δουλοι του βασιλεως ειπαν προς τον βασιλεα, Εις παν, ο, τι εκλεξη ο κυριος μου ο βασιλευς, ιδου, οι δουλοι σου.
16 Il re adunque uscì fuori, e tutta la sua casa lo seguitò. E il re lasciò dieci donne concubine a guardia della casa.16 Και εξηλθεν ο βασιλευς και πας ο οικος αυτου κατοπιν αυτου. Και αφηκεν ο βασιλευς τας δεκα γυναικας τας παλλακας δια να φυλαττωσι τον οικον.
17 E quando il re fu uscito, con tutto il popolo che lo seguitava, si fermarono in una casa remota.17 Και εξηλθεν ο βασιλευς και πας ο λαος κατοπιν αυτου, και εσταθησαν εις τοπον μακραν απεχοντα.
18 E tutti i suoi servitori, con tutti i Cheretei, e tutti i Peletei, camminavano allato a lui; e tutti i Ghittei, ch’erano seicent’uomini, venuti di Gat al suo seguito, passavano davanti al re.18 Και παντες οι δουλοι αυτου επορευοντο πλησιον αυτου? και παντες οι Χερεθαιοι και παντες οι Φελεθαιοι και παντες οι Γετθαιοι, εξακοσιοι ανδρες, οι ελθοντες οπισω αυτου απο Γαθ, προεπορευοντο εμπροσθεν του βασιλεως.
19 E il re disse a Ittai Ghitteo: Perchè andresti ancora tu con noi? ritornatene, e dimora col re; perciocchè tu sei forestiere, e sei per andartene presto al tuo luogo.19 Τοτε ειπεν ο βασιλευς προς Ιτται τον Γετθαιον, Δια τι ερχεσαι και συ μεθ' ημων; επιστρεψον και κατοικει μετα του βασιλεως, διοτι εισαι ξενος, και μαλιστα εισαι μετωκισμενος εκ του τοπου σου?
20 Pur ieri ci venisti; e ti farei io andar vagando qua e là con noi? ma, quant’è a me, io vo dove potrò; ritornatene, e rimena i tuoi fratelli; benignità e verità dimorino teco.20 χθες ηλθες, και σημερον θελω σε καμει να περιπλανασαι μεθ' ημων; εγω δε υπαγω οπου δυνηθω? επιστρεψον και λαβε και τους αδελφους σου? ελεος και αληθεια μετα σου.
21 Ma Ittai rispose al re, e disse: Come vive il Signore, e come vive il re, mio signore, dovunque il re, mio signore, sarà, così per morire, come per vivere, il tuo servitore vi sarà ancora.21 Ο δε Ιτται απεκριθη προς τον βασιλεα και ειπε, Ζη Κυριος, και ζη ο κυριος μου ο βασιλευς, οπου και αν ηναι ο κυριος μου ο βασιλευς, ειτε εις θανατον, ειτε εις ζωην, βεβαιως εκει θελει εισθαι και ο δουλος σου.
22 Davide adunque disse ad Ittai: Va’, passa oltre. Così Ittai Ghitteo passò oltre con tutta la sua gente, e tutti i fanciulli ch’egli avea seco.22 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ιτται, Ελθε λοιπον, και διαβαινε. Και διεβη ο Ιτται ο Γετθαιος και παντες οι ανδρες αυτου και παντα τα παιδια τα μετ' αυτου.
23 E tutto il popolo del paese piangeva con gran grida, mentre tutta quella gente passava. E il re passò il torrente di Chidron; e tutta la gente passò, traendo verso il deserto23 Ολος δε ο τοπος εκλαιε μετα φωνης μεγαλης, και διεβαινε πας ο λαος? διεβη και ο βασιλευς τον χειμαρρον Κεδρων? και πας ο λαος διεβη κατα την οδον της ερημου.
24 Or ecco, quivi era ancora Sadoc, con tutti i Leviti, portando d’Arca del Patto di Dio; ed essi posarono l’Arca di Dio, mentre Ebiatar saliva, finchè tutto il popolo ebbe finito di uscire della città.24 Και ιδου, προσετι ο Σαδωκ και παντες οι Λευιται μετ' αυτου, φεροντες την κιβωτον της διαθηκης του Θεου? και εστησαν την κιβωτον του Θεου? ανεβη δε ο Αβιαθαρ, αφου ετελειωσε πας ο λαος διαβαινων απο της πολεως.
25 Ma il re disse a Sadoc: Riporta l’Arca di Dio nella città; se io trovo grazia appo il Signore, egli mi ricondurrà, e me la farà vedere, insieme col suo abitacolo;25 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Σαδωκ, Αποστρεψον την κιβωτον του Θεου εις την πολιν? εαν ευρω χαριν εις τους οφθαλμους του Κυριου, θελει με καμει να επιστρεψω και να ιδω αυτην και το κατοικητηριον αυτου?
26 ma, se pure egli dice così: Io non ti gradisco; eccomi, facciami egli come gli piacerà.26 αλλ' εαν ειπη ουτω, Δεν εχω ευαρεσκειαν εις σε, ιδου, εγω, ας καμη εις εμε ο, τι φανη αρεστον εις τους οφθαλμους αυτου.
27 Il re disse ancora al sacerdote Sadoc: Non sei tu il veggente? ritornatene in pace nella città, tu, ed Ebiatar, insieme co’ vostri due figliuoli: Ahimaas, tuo figliuolo, e Gionatan, figliuolo di Ebiatar.27 Ο βασιλευς ειπεν ετι προς Σαδωκ τον ιερεα, Δεν εισαι συ ο βλεπων; επιστρεψον εις την πολιν εν ειρηνη, και Αχιμαας ο υιος σου και Ιωναθαν ο υιος του Αβιαθαρ, οι δυο υιοι σας μεθ' υμων?
28 Vedete, io mi andrò trattenendo nelle campagne del deserto, finchè mi venga rapportata alcuna novella da parte vostra.28 ιδετε, εγω θελω μενει εις τας πεδιαδας της ερημου, εωσου ελθη λογος παρ' υμων δια να μοι αναγγειλη.
29 Sadoc adunque, ed Ebiatar, riportarono l’Arca di Dio in Gerusalemme, e dimorarono quivi.29 Ο Σαδωκ λοιπον και ο Αβιαθαρ επανεφεραν την κιβωτον του Θεου εις Ιερουσαλημ και εμειναν εκει.
30 E Davide saliva per la salita degli Ulivi, piangendo, ed avendo il capo coperto, e camminava scalzo. E tutta la gente ch’egli avea seco avea il capo coperto, e saliva piangendo30 Ο δε Δαβιδ ανεβαινε δια της αναβασεως των Ελαιων, αναβαινων και κλαιων και εχων την κεφαλην αυτου κεκαλυμμενην και περιπατων ανυποδητος? και πας ο λαος ο μετ' αυτου ειχεν εκαστος κεκαλυμμενην την κεφαλην αυτου, και ανεβαινον πορευομενοι και κλαιοντες.
31 E fu rapportato e detto a Davide: Ahitofel è fra quelli che si son congiurati con Absalom. E Davide disse: Signore, rendi, ti prego, pazzo il consiglio di Ahitofel.31 Και απηγγειλαν προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Ο Αχιτοφελ ειναι μεταξυ των συνωμοτων μετα του Αβεσσαλωμ. Και ειπεν ο Δαβιδ, Κυριε, δεομαι σου, διασκεδασον την βουλην του Αχιτοφελ.
32 Or avvenne che, come Davide fu giunto alla cima del monte, dove egli voleva adorare Iddio, ecco, Husai Archita gli venne incontro, avendo la vesta stracciata, e della terra in su la testa.32 Και οτε ηλθεν ο Δαβιδ εις την κορυφην του ορους, οπου προσεκυνησε τον Θεον, ιδου, ηλθεν εις συναντησιν αυτου Χουσαι ο Αρχιτης, εχων διεσχισμενον τον χιτωνα αυτου και χωμα επι της ο κεφαλης αυτου.
33 E Davide gli disse: Se tu passi oltre meco, tu mi sarai di gravezza;33 Και ειπε προς αυτον ο Δαβιδ, Εαν διαβης μετ' εμου, θελεις βεβαιως εισθαι φορτιον επ' εμε?
34 ma, se tu te ne ritorni nella città, e dici ad Absalom: Io sarò tuo servitore, o re; ab antico io sono stato servitore di tuo padre, ed ora sarò il tuo; tu mi romperai il consiglio di Ahitofel.34 εαν ομως επιστρεψης εις την πολιν και ειπης προς τον Αβεσσαλωμ, Θελω εισθαι δουλος σου, βασιλευ? καθως εσταθην δουλος του πατρος σου μεχρι τουδε, ουτω θελω εισθαι τωρα δουλος σου? τοτε δυνασαι υπερ εμου να ανατρεψης την βουλην του Αχιτοφελ?
35 E non avrai tu quivi teco i sacerdoti Sadoc ed Ebiatar, a’ quali farai assapere tutto quello che tu intenderai dalla casa del re?35 και δεν ειναι εκει μετα σου ο Σαδωκ και ο Αβιαθαρ, οι ιερεις; παν ο, τι λοιπον ηθελες ακουσει εκ του οικου του βασιλεως, θελεις αναγγειλει προς τον Σαδωκ και Αβιαθαρ, τους ιερεις?
36 Ecco, là son con loro i due lor figlioli, Ahimaas, figliuolo di Sadoc, e Gionatan, figliuolo di Ebiatar; per essi mandatemi a dire tutto quello che avrete udito.36 ιδου, εκει μετ' αυτων οι δυο υιοι αυτων, Αχιμαας ο του Σαδωκ και Ιωναθαν ο του Αβιαθαρ? και δι' αυτων θελετε αποστελλει προς εμε παν ο, τι ακουσητε.
37 Così Husai, famigliare amico di Davide, venne nella città, allora appunto che Absalom entrava in Gerusalemme37 Και καθως εισηλθεν εις την πολιν ο Χουσαι ο φιλος του Δαβιδ, ο Αβεσσαλωμ ηλθεν εις Ιερουσαλημ.