1 לָכֵן אַחַי הַקְּדוֹשִׁים חֲבֵרִים לַקְּרִיאָה שֶׁל־מַעְלָה הַבִּיטוּ אֶל־הַשָּׁלִיחַ וְכֹהֵן הוֹדָיָתֵנוּ הַגָּדוֹל אֶל־הַמָּשִׁיחַ יֵשׁוּעַ | 1 Οθεν, αδελφοι αγιοι, ουρανιου προσκλησεως μετοχοι, κατανοησατε τον αποστολον και αρχιερεα της ομολογιας ημων τον Ιησουν Χριστον, |
2 אֲשֶׁר־הוּא נֶאֱמָן לְעֹשֵׂהוּ כְּמוֹ גַם־משֶׁה בְּכָל־בֵּיתוֹ | 2 οστις ητο πιστος εις τον καταστησαντα αυτον, καθως και ο Μωυσης εις ολον τον οικον αυτου. |
3 כִּי־כָבוֹד גָּדוֹל מִמּשֶׁה נָחַל־זֶה כַּאֲשֶׁר בֹּנֵה הַבַּיִת חָשׁוּב יוֹתֵר מִן־הַבָּיִת | 3 Επειδη ουτος ηξιωθη πλειοτερας δοξης παρα τον Μωυσην, καθ' οσον εχει τιμην πλειοτεραν παρα τον οικον ο κατασκευασας αυτον. |
4 כִּי כָל־בַּיִת יֶשׁ־לוֹ בֹנֶה אֲבָל בּוֹנֵה כֹל הוּא הָאֱלֹהִים | 4 Διοτι πας οικος κατασκευαζεται υπο τινος, ο δε κατασκευασας τα παντα ειναι ο Θεος. |
5 וְהֵן משֶׁה נֶאֱמָן בְּכָל־בֵּיתוֹ כְּעֶבֶד לְעֵדוּת הַדְּבָרִים הָעֲתִידִים לְהֵאָמֵר | 5 Και ο μεν Μωυσης υπηρξε πιστος εις ολον τον οικον αυτου ως θεραπων, εις μαρτυριαν των λαληθησομενων, |
6 אֲבָל הַמָּשִׁיחַ הוּא הַבֵּן עַל־בֵּיתוֹ וַאֲנַחְנוּ בֵיתוֹ אִם־נַחֲזִיק בַּבִּטָּחוֹן וּבִתְהִלַּת הַתִּקְוָה וְלֹא־נַרְפֶּנָּה עַד־הַקֵּץ | 6 ο δε Χριστος ως Υιος επι τον οικον αυτου, του οποιου ημεις ειμεθα οικος, εαν κρατησωμεν μεχρι τελους βεβαιαν την παρρησιαν και το καυχημα της ελπιδος. |
7 לָכֵן כְּמַאֲמַר רוּחַ הַקֹּדֶשׁ הַיּוֹם אִם־בְּקֹלוֹ תִשְׁמָעוּ | 7 Δια τουτο, καθως λεγει το Πνευμα το Αγιον? Σημερον, εαν ακουσητε της φωνης αυτου, |
8 אַל־תַּקְשׁוּ לְבַבְכֶם כִּמְרִיבָה כְּיוֹם מַסָּה בַּמִּדְבָּר | 8 μη σκληρυνητε τας καρδιας σας ως εν τω παραπικρασμω κατα την ημεραν του πειρασμου εν τη ερημω, |
9 אֲשֶׁר נִסּוּנִי אֲבוֹתֵיכֶם בְּחָנוּנִי גַּם־רָאוּ פָעֳלִי אַרְבָּעִים שָׁנָה | 9 οπου οι πατερες σας με επειραααν, με εδοκιμασαν και ειδον τα εργα μου τεσσαρακοντα ετη? |
10 לָכֵן אָקוּט בַּדּוֹר וָאֹמַר עַם תֹּעֵי לֵבָב הֵם וְהֵם לֹא־יָדְעוּ דְרָכָי | 10 δια τουτο δυσηρεστηθην εις την γενεαν εκεινην και ειπον? Παντοτε πλανωνται εν τη καρδια αυτων και αυτοι δεν εγνωρισαν τας οδους μου? |
11 אֲשֶׁר־נִשְׁבַּעְתִּי בְאַפִּי אִם־יְבֹאוּן אֶל־מְנוּחָתִי | 11 ουτως ωμοσα εν τη οργη μου, δεν θελουσιν εισελθει εις την καταπαυσιν μου? |
12 רְאוּ עַתָּה אֶחָי פֶּן־יֵשׁ בְּאֶחָד מִכֶּם לֶב־רַע וַחֲסַר אֱמוּנָה לָסוּר מֵאֱלֹהִים חַיִּים | 12 προσεχετε, αδελφοι, να μη υπαρχη εις μηδενα απο σας πονηρα καρδια απιστιας, ωστε να αποστατηση απο Θεου ζωντος, |
13 אַךְ־הוֹכֵחַ תּוֹכִיחוּ אִישׁ אֶת־רֵעֵהוּ יוֹם יוֹם עַד־שֶׁיִּקָּרֵא הַיּוֹם לְמַעַן אֲשֶׁר לֹא־יַקְשֶׁה אִישׁ מִכֶּם אֶת־לִבּוֹ בְּמַדּוּחֵי פָשַׁע | 13 αλλα προτρεπετε αλληλους καθ' εκαστην ημεραν, ενοσω ονομαζεται το σημερον, δια να μη σκληρυνθη τις εξ υμων δια της απατης της αμαρτιας? |
14 כִּי נִתְחַבַּרְנוּ לַמָּשִׁיחַ אִם־נַחֲזִיק בְּרֵאשִׁית הַבִּטְחָה וְלֹא נַרְפֶּנָּה עַד־הַקֵּץ | 14 διοτι μετοχοι εγειναμεν του Χριστου, εαν κρατησωμεν μεχρι τελους βεβαιαν την αρχην της πεποιθησεως, |
15 כַּאֲשֶׁר נֶאֱמַר הַיּוֹם אִם־בְּקֹלוֹ תִשְׁמָעוּ אַל־תַּקְשׁוּ לְבַבְכֶם כִּמְרִיבָה | 15 ενω λεγεται? Σημερον, εαν ακουσητε της φωνης αυτου, μη σκληρυνητε τας καρδιας σας ως εν τω παραπικρασμω. |
16 מִי אֵפוֹא אֵלֶּה אֲשֶׁר שָׁמְעוּ וַיָּרִיבוּ הֲלֹא כָּל־יֹצְאֵי מִצְרַיִם בְּיַד־משֶׁה | 16 Διοτι τινες, αφου ηκουσαν, παρεπικραναν αυτον αλλ' ουχι παντες οι εξελθοντες εξ Αιγυπτου δια του Μωυσεως. |
17 וּבְמִי הִתְקוֹטֵט אַרְבָּעִים שָׁנָה הֲלֹא בַחַטָּאִים אֲשֶׁר נָפְלוּ פִגְרֵיהֶם בַּמִּדְבָּר | 17 Εις τινας δε παρωργισθη τεσσαρακοντα ετη; ουχι εις τους αμαρτησαντας, των οποιων τα κωλα επεσον εν τη ερημω; |
18 וּלְמִי נִשְׁבַּע לְבִלְתִּי־בֹא אֶל־מְנוּחָתוֹ אִם־לֹא לַסּוֹרְרִים | 18 Προς τινας δε ωμοσεν οτι δεν θελουσιν εισελθει εις την καταπαυσιν αυτου, ειμη προς τους απειθησαντας; |
19 וַאֲנַחְנוּ רֹאִים כִּי לֹא יָכְלוּ לָבוֹא עַל־אֲשֶׁר לֹא הֶאֱמִינוּ | 19 Και βλεπομεν οτι δια απιστιαν δεν ηδυνηθησαν να εισελθωσι. |