Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

2 Chronicles 8


font
CATHOLIC PUBLIC DOMAINGREEK BIBLE
1 Then, twenty years having passed since Solomon built the house of the Lord and his own house,1 Εν δε τω τελει των εικοσι ετων, καθ' α ο Σολομων ωκοδομησε τον οικον του Κυριου και τον οικον εαυτου,
2 he built the cities that Hiram had given to Solomon, and he caused the sons of Israel to live there.2 τας πολεις τας οποιας ο Χουραμ ειχε δωσει εις τον Σολομωντα, ο Σολομων ωκοδομησεν αυτας και κατωκισεν εκει τους υιους Ισραηλ.
3 Also, he went to Hamath Zobah, and he obtained it.3 Και υπηγεν ο Σολομων εις Αιμαθ-σωβα και υπερισχυσεν εναντιον αυτης.
4 And he built Palmira in the desert, and he built very fortified cities in Hamath.4 Και ωκοδομησε την Θαδμωρ εν τη ερημω και πασας τας πολεις των αποθηκων, τας οποιας ωκοδομησεν εν Αιμαθ.
5 And he built upper Beth-horon and lower Beth-horon, as walled cities, having gates and bars and locks,5 Ωικοδομησεν ετι την Βαιθ-ωρων την ανω και την Βαιθ-ωρων την κατω, πολεις ωχυρωμενας με τειχη, πυλας και μοχλους?
6 as well as Baalath, and all the very strong cities which were of Solomon, and all the cities of the chariots, and the cities of the horsemen. Everything whatsoever that Solomon willed and decided, he built in Jerusalem, and in Lebanon, and throughout the entire land of his authority.6 και την Βααλαθ και πασας τας πολεις των αποθηκων, τας οποιας ειχεν ο Σολομων, και πασας τας πολεις των αμαξων και τας πολεις των ιππεων και παν ο, τι επεθυμησεν ο Σολομων να οικοδομηση εν Ιερουσαλημ και εν τω Λιβανω και εν παση τη γη της επικρατειας αυτου.
7 All the people who had been left from the Hittites, and the Amorites, and the Perizzites, and the Hivites, and the Jebusites, those who were not from the stock of Israel,7 Παντα δε τον λαον τον εναπολειφθεντα εκ των Χετταιων και των Αμορραιων και των Φερεζαιων και των Ευαιων και των Ιεβουσαιων, οιτινες δεν ησαν εκ του Ισραηλ,
8 those of their sons and their posterity whom the sons of Israel had not put to death, Solomon subjugated as tributaries, even to this day.8 αλλ' εκ των τεκνων εκεινων, των εναπολειφθεντων εν τη γη μετ' αυτους, τους οποιους οι υιοι Ισραηλ δεν εξωλοθρευσαν, επι τουτους ο Σολομων επεβαλε φορον εως της ημερας ταυτης.
9 But he did not appoint anyone from the sons of Israel to serve in the works of the king. For they were men of war, and first rulers, and commanders of his chariots and horsemen.9 Εκ δε των υιων Ισραηλ ο Σολομων δεν εκαμε δουλους δια το εργον αυτου, διοτι ησαν ανδρες πολεμισται, και πρωταρχοι και αρχοντες των αμαξων αυτου και των ιππεων αυτου.
10 Now all the leaders of the army of king Solomon were two hundred fifty, who were instructing the people.10 Εκ τουτων ησαν οι αρχηγοι των επιστατων, τους οποιους ειχεν ο βασιλευς Σολομων, διακοσιοι πεντηκοντα, εξουσιαζοντες επι τον λαον.
11 Truly, he transferred the daughter of Pharaoh, from the City of David, to the house that he had built for her. For the king said: “My wife shall not live in the house of David, king of Israel, for it has been sanctified. For the ark of the Lord has entered into it.”11 Και ανεβιβασεν ο Σολομων την θυγατερα του Φαραω εκ της πολεως Δαβιδ, εις τον οικον τον οποιον ωκοδομησε δι' αυτην? διοτι ειπεν, Η γυνη μου δεν θελει κατοικει εν τω οικω Δαβιδ του βασιλεως του Ισραηλ, επειδη το μερος, οπου η κιβωτος του Κυριου εισηλθεν, ειναι αγιον.
12 Then Solomon offered holocausts to the Lord on the altar of the Lord, which he had constructed before the portico,12 Τοτε προσεφερεν ο Σολομων ολοκαυτωματα εις τον Κυριον επι του θυσιαστηριου του Κυριου, το οποιον ωκοδομησε κατ' εμπροσθεν του προναου,
13 so that every day there would be an offering on it, in accord with precept of Moses, on the Sabbaths, and on the new moons, and three times a year on the feast days, that is, on the solemnity of unleavened bread, and on the solemnity of weeks, and in the solemnity of tabernacles.13 κατα το απαιτουμενον εκαστης ημερας του να προσφερωσι κατα τας εντολας του Μωυσεως, εν τοις σαββασι και εν ταις νεομηνιαις και εν ταις επισημοις εορταις ταις γινομεναις τρις του ενιαυτου, εν τη εορτη των αζυμων και εν τη εορτη των εβδομαδων και εν τη εορτη των σκηνων.
14 And he appointed, in accord with the plan of his father David, the offices of the priests in their ministries; and those of the Levites, in their orders, so that they might praise and minister before the priests according to the ritual of each day; and the porters, in their divisions, from gate to gate. For so had David, the man of God, instructed.14 Και κατεστησε, κατα την διαταξιν Δαβιδ του πατρος αυτου, τας διαιρεσεις των ιερεων εις την υπηρεσιαν αυτων, και τους Λευιτας εις τας φυλακας αυτων δια να υμνωσι και να λειτουργωσι κατεναντι των ιερεων, κατα το απαιτουμενον εκαστης ημερας? και τους πυλωρους κατα τας διαιρεσεις αυτων εις εκαστην πυλην? διοτι τοιαυτη ητο η εντολη Δαβιδ του ανθρωπου του Θεου.
15 Neither the priests, nor the Levites, transgressed against the commands of the king, in all that he had instructed, and in the keeping of the treasuries.15 Και δεν παρεδρομησαν απο της εντολης του βασιλεως περι των ιερεων και Λευιτων εις ουδεν πραγμα ουδε εις τα περι των θησαυρων.
16 Solomon had all the expenses prepared, from the day on which he founded the house of the Lord, even until the day when he perfected it.16 Ητο δε ετοιμασια δι' απαν το εργον του Σολομωντος, αφ' ης ημερας εθεμελιωθη ο οικος του Κυριου, εωσου εξετελεσθη. Ουτως ετελειωθη ο οικος του Κυριου.
17 Then Solomon went away to Eziongeber, and to Eloth, on the coast of the Red Sea, which is in the land of Edom.17 Τοτε υπηγεν ο Σολομων εις Εσιων-γαβερ και εις Αιλωθ, επι το χειλος της θαλασσης εν τη γη Εδωμ.
18 And Hiram sent to him ships, by the hands of his servants, sailors and skillful navigators of the sea, and they went away with the servants of Solomon to Ophir. And they took from there four hundred fifty talents of gold, and they brought it to king Solomon.18 Και απεστειλεν ο Χουραμ προς αυτον, δια χειρος των δουλων αυτου πλοια και δουλους ειδημονας της θαλασσης? και υπηγαν μετα των δουλων του Σολομωντος εις Οφειρ, και ελαβον εκειθεν τετρακοσια πεντηκοντα ταλαντα χρυσιου και εφεραν αυτα προς τον βασιλεα Σολομωντα.