Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α´ - 1 Maccabei - Maccabees I 10


font
LXXBIBBIA CEI 2008
1 και εν ετει εξηκοστω και εκατοστω ανεβη αλεξανδρος ο του αντιοχου ο επιφανης και κατελαβετο πτολεμαιδα και επεδεξαντο αυτον και εβασιλευσεν εκει1 Nell’anno centosessanta Alessandro Epìfane, figlio di Antioco, s’imbarcò e occupò Tolemàide, dove fu ben accolto e cominciò a regnare.
2 και ηκουσεν δημητριος ο βασιλευς και συνηγαγεν δυναμεις πολλας σφοδρα και εξηλθεν εις συναντησιν αυτω εις πολεμον2 Quando lo seppe, il re Demetrio radunò un esercito molto grande e gli mosse contro per fargli guerra.
3 και απεστειλεν δημητριος προς ιωναθαν επιστολας λογοις ειρηνικοις ωστε μεγαλυναι αυτον3 Demetrio mandò anche lettere a Giònata, con espressioni di amicizia per esaltarlo.
4 ειπεν γαρ προφθασωμεν του ειρηνην θειναι μετ' αυτων πριν η θειναι αυτον μετα αλεξανδρου καθ' ημων4 Diceva infatti tra sé: «Affrettiamoci a far pace con Giònata, prima che lui la faccia con Alessandro contro di noi.
5 μνησθησεται γαρ παντων των κακων ων συνετελεσαμεν προς αυτον και εις τους αδελφους αυτου και εις το εθνος5 Si ricorderà certo di tutti i mali che abbiamo causato a lui, ai suoi fratelli e al suo popolo».
6 και εδωκεν αυτω εξουσιαν συναγαγειν δυναμεις και κατασκευαζειν οπλα και ειναι αυτον συμμαχον αυτου και τα ομηρα τα εν τη ακρα ειπεν παραδουναι αυτω6 Gli concesse facoltà di raccogliere milizie, di preparare armi e considerarsi suo alleato, e gli fece restituire gli ostaggi che erano nella Cittadella.
7 και ηλθεν ιωναθαν εις ιερουσαλημ και ανεγνω τας επιστολας εις τα ωτα παντος του λαου και των εκ της ακρας7 Giònata venne a Gerusalemme e lesse le lettere davanti a tutto il popolo e a quelli della Cittadella,
8 και εφοβηθησαν φοβον μεγαν οτε ηκουσαν οτι εδωκεν αυτω ο βασιλευς εξουσιαν συναγαγειν δυναμιν8 i quali ebbero grande timore quando sentirono che il re gli aveva concesso facoltà di arruolare milizie.
9 και παρεδωκαν οι εκ της ακρας ιωναθαν τα ομηρα και απεδωκεν αυτους τοις γονευσιν αυτων9 Quelli della Cittadella perciò restituirono gli ostaggi a Giònata, che li rese ai loro genitori.
10 και ωκησεν ιωναθαν εν ιερουσαλημ και ηρξατο οικοδομειν και καινιζειν την πολιν10 Giònata allora pose la residenza a Gerusalemme e incominciò a ricostruire e rinnovare la città.
11 και ειπεν προς τους ποιουντας τα εργα οικοδομειν τα τειχη και το ορος σιων κυκλοθεν εκ λιθων τετραποδων εις οχυρωσιν και εποιησαν ουτως11 Ordinò ai costruttori di edificare le mura e la cinta muraria del monte Sion con pietre quadrate per fortificazione, e così fecero.
12 και εφυγον οι αλλογενεις οι οντες εν τοις οχυρωμασιν οις ωκοδομησεν βακχιδης12 Gli stranieri che stavano nelle fortezze edificate da Bàcchide fuggirono,
13 και κατελιπεν εκαστος τον τοπον αυτου και απηλθεν εις την γην αυτου13 abbandonando ciascuno la sua posizione e tornando alla propria terra;
14 πλην εν βαιθσουροις υπελειφθησαν τινες των καταλιποντων τον νομον και τα προσταγματα ην γαρ εις φυγαδευτηριον14 solo a Bet-Sur rimasero alcuni traditori della legge e dei comandamenti, e fu quello il loro rifugio.
15 και ηκουσεν αλεξανδρος ο βασιλευς τας επαγγελιας οσας απεστειλεν δημητριος τω ιωναθαν και διηγησαντο αυτω τους πολεμους και τας ανδραγαθιας ας εποιησεν αυτος και οι αδελφοι αυτου και τους κοπους ους εσχον15 Il re Alessandro seppe dell’ambasciata che Demetrio aveva mandato a Giònata; gli narrarono anche le battaglie e gli atti di valore che egli e i suoi fratelli avevano compiuto e le fatiche sopportate.
16 και ειπεν μη ευρησομεν ανδρα τοιουτον ενα και νυν ποιησομεν αυτον φιλον και συμμαχον ημων16 Allora disse: «Troveremo un altro come lui? Facciamocelo amico e nostro alleato».
17 και εγραψεν επιστολας και απεστειλεν αυτω κατα τους λογους τουτους λεγων17 Scrisse e spedì a lui questa lettera:
18 βασιλευς αλεξανδρος τω αδελφω ιωναθαν χαιρειν18 «Il re Alessandro al fratello Giònata, salute!
19 ακηκοαμεν περι σου οτι ανηρ δυνατος ισχυι και επιτηδειος ει του ειναι ημων φιλος19 Abbiamo sentito dire di te che sei uomo forte e potente e disposto a essere nostro amico.
20 και νυν καθεστακαμεν σε σημερον αρχιερεα του εθνους σου και φιλον βασιλεως καλεισθαι σε και απεστειλεν αυτω πορφυραν και στεφανον χρυσουν και φρονειν τα ημων και συντηρειν φιλιας προς ημας20 Noi dunque ti nominiamo oggi sommo sacerdote del tuo popolo e amico del re – gli aveva inviato anche la porpora e la corona d’oro – perché tu favorisca la nostra causa e mantenga amicizia con noi».
21 και ενεδυσατο ιωναθαν την αγιαν στολην τω εβδομω μηνι ετους εξηκοστου και εκατοστου εν εορτη σκηνοπηγιας και συνηγαγεν δυναμεις και κατεσκευασεν οπλα πολλα21 Giònata indossò le vesti sacre nel settimo mese dell’anno centosessanta, nella festa delle Capanne, arruolò soldati e fece preparare molte armi.
22 και ηκουσεν δημητριος τους λογους τουτους και ελυπηθη και ειπεν22 Demetrio venne a sapere queste cose e rattristato disse:
23 τι τουτο εποιησαμεν οτι προεφθακεν ημας αλεξανδρος του φιλιαν καταλαβεσθαι τοις ιουδαιοις εις στηριγμα23 «Perché abbiamo lasciato che Alessandro ci prevenisse nell’accaparrarsi l’amicizia dei Giudei a suo sostegno?
24 γραψω αυτοις καγω λογους παρακλησεως και υψους και δοματων οπως ωσιν συν εμοι εις βοηθειαν24 Scriverò anch’io parole d’invito con proposte di onori e di doni, perché mi siano di aiuto».
25 και απεστειλεν αυτοις κατα τους λογους τουτους βασιλευς δημητριος τω εθνει των ιουδαιων χαιρειν25 Scrisse loro in questi termini: «Il re Demetrio alla nazione dei Giudei, salute!
26 επει συνετηρησατε τας προς ημας συνθηκας και ενεμεινατε τη φιλια ημων και ου προσεχωρησατε τοις εχθροις ημων ηκουσαμεν και εχαρημεν26 Avete osservato le nostre alleanze, siete rimasti nella nostra amicizia e non siete passati ai nostri nemici: l’abbiamo saputo e ce ne siamo rallegrati.
27 και νυν εμμεινατε ετι του συντηρησαι προς ημας πιστιν και ανταποδωσομεν υμιν αγαθα ανθ' ων ποιειτε μεθ' ημων27 Continuate dunque a mantenerci la vostra fedeltà e ricambieremo con favori quello che farete per noi.
28 και αφησομεν υμιν αφεματα πολλα και δωσομεν υμιν δοματα28 Vi concederemo ampie immunità e vi invieremo doni.
29 και νυν απολυω υμας και αφιημι παντας τους ιουδαιους απο των φορων και της τιμης του αλος και απο των στεφανων29 Fin da ora dispenso voi ed esonero tutti i Giudei dal tributo e dalla tassa del sale e dalle corone.
30 και αντι του τριτου της σπορας και αντι του ημισους του καρπου του ξυλινου του επιβαλλοντος μοι λαβειν αφιημι απο της σημερον και επεκεινα του λαβειν απο γης ιουδα και απο των τριων νομων των προστιθεμενων αυτη απο της σαμαριτιδος και γαλιλαιας απο της σημερον ημερας και εις τον απαντα χρονον30 Rinuncio anche da oggi in poi a riscuotere dalla Giudea e dai tre distretti che le sono annessi, dalla Samaria e dalla Galilea, la terza parte del grano e la metà dei frutti degli alberi che mi spetta, da oggi per sempre.
31 και ιερουσαλημ εστω αγια και αφειμενη και τα ορια αυτης αι δεκαται και τα τελη31 Gerusalemme con il suo distretto sia santa ed esente dalle decime e dai tributi.
32 αφιημι και την εξουσιαν της ακρας της εν ιερουσαλημ και διδωμι τω αρχιερει οπως αν καταστηση εν αυτη ανδρας ους αν αυτος εκλεξηται του φυλασσειν αυτην32 Rinuncio al potere sulla Cittadella di Gerusalemme e la cedo al sommo sacerdote, perché vi stabilisca uomini da lui scelti a presidiarla.
33 και πασαν ψυχην ιουδαιων την αιχμαλωτισθεισαν απο γης ιουδα εις πασαν βασιλειαν μου αφιημι ελευθεραν δωρεαν και παντες αφιετωσαν τους φορους και των κτηνων αυτων33 Rimetto in libertà senza compenso ogni persona giudea, fatta prigioniera fuori del paese di Giuda in tutti i miei domìni; tutti siano esonerati dai tributi, anche da quelli del bestiame.
34 και πασαι αι εορται και τα σαββατα και νουμηνιαι και ημεραι αποδεδειγμεναι και τρεις ημεραι προ εορτης και τρεις μετα εορτην εστωσαν πασαι ημεραι ατελειας και αφεσεως πασιν τοις ιουδαιοις τοις ουσιν εν τη βασιλεια μου34 Tutte le feste, i sabati, i noviluni, i giorni stabiliti, il triduo prima e il triduo dopo la festa, siano tutti giorni di esenzione e di immunità per tutti i Giudei che sono nel mio regno;
35 και ουχ εξει εξουσιαν ουδεις πρασσειν και παρενοχλειν τινα αυτων περι παντος πραγματος35 nessuno avrà il potere di intentare causa contro di loro o di disturbarli per alcun motivo.
36 και προγραφητωσαν των ιουδαιων εις τας δυναμεις του βασιλεως εις τριακοντα χιλιαδας ανδρων και δοθησεται αυτοις ξενια ως καθηκει πασαις ταις δυναμεσιν του βασιλεως36 Si arruoleranno nell’esercito del re fino a trentamila uomini e sarà dato loro il soldo, come spetta a tutte le forze del re.
37 και κατασταθησεται εξ αυτων εν τοις οχυρωμασιν του βασιλεως τοις μεγαλοις και εκ τουτων κατασταθησονται επι χρειων της βασιλειας των ουσων εις πιστιν και οι επ' αυτων και οι αρχοντες εστωσαν εξ αυτων και πορευεσθωσαν τοις νομοις αυτων καθα και προσεταξεν ο βασιλευς εν γη ιουδα37 Sarà posto di stanza qualcuno di loro nelle più grandi fortezze del re e alcuni di loro saranno preposti agli affari di fiducia del regno; i loro superiori e i comandanti saranno scelti tra di loro e potranno regolarsi secondo le loro leggi, come ha prescritto il re anche per la Giudea.
38 και τους τρεις νομους τους προστεθεντας τη ιουδαια απο της χωρας σαμαρειας προστεθητω τη ιουδαια προς το λογισθηναι του γενεσθαι υφ' ενα του μη υπακουσαι αλλης εξουσιας αλλ' η του αρχιερεως38 I tre distretti assegnati alla Giudea, detraendoli dalla regione della Samaria, saranno riconosciuti alla Giudea e considerati come sottoposti a uno solo e non dipendenti da altra autorità che non sia quella del sommo sacerdote.
39 πτολεμαιδα και την προσκυρουσαν αυτη δεδωκα δομα τοις αγιοις τοις εν ιερουσαλημ εις την καθηκουσαν δαπανην τοις αγιοις39 Assegno Tolemàide e le sue dipendenze come dono al tempio di Gerusalemme, per le spese necessarie al santuario.
40 καγω διδωμι κατ' ενιαυτον δεκα πεντε χιλιαδας σικλων αργυριου απο των λογων του βασιλεως απο των τοπων των ανηκοντων40 Dai diritti del re sulle località di mia spettanza, io ogni anno assegno quindicimila sicli d’argento.
41 και παν το πλεοναζον ο ουκ απεδιδοσαν απο των χρειων ως εν τοις πρωτοις ετεσιν απο του νυν δωσουσιν εις τα εργα του οικου41 Gli ulteriori contributi, che non sono stati versati dagli incaricati come negli anni precedenti, d’ora in poi saranno corrisposti per le opere del tempio.
42 και επι τουτοις πεντακισχιλιους σικλους αργυριου ους ελαμβανον απο των χρειων του αγιου απο του λογου κατ' ενιαυτον και ταυτα αφιεται δια το ανηκειν αυτα τοις ιερευσιν τοις λειτουργουσιν42 Oltre a ciò, i cinquemila sicli che venivano prelevati dall’ammontare delle entrate annuali del tempio, sono condonati anch’essi, perché appartengono ai sacerdoti che vi prestano servizio.
43 και οσοι εαν φυγωσιν εις το ιερον το εν ιεροσολυμοις και εν πασιν τοις οριοις αυτου οφειλων βασιλικα και παν πραγμα απολελυσθωσαν και παντα οσα εστιν αυτοις εν τη βασιλεια μου43 Chiunque si rifugerà nel tempio di Gerusalemme e nella sua zona, con debiti da rendere al re o per qualunque motivo, sarà dichiarato libero con quanto gli appartiene nel mio regno.
44 και του οικοδομηθηναι και επικαινισθηναι τα εργα των αγιων και η δαπανη δοθησεται εκ του λογου του βασιλεως44 Per le costruzioni e i restauri nel tempio le spese saranno sostenute dalla cassa del re.
45 και του οικοδομηθηναι τα τειχη ιερουσαλημ και οχυρωσαι κυκλοθεν και η δαπανη δοθησεται εκ του λογου του βασιλεως και του οικοδομηθηναι τα τειχη εν τη ιουδαια45 Anche per la costruzione delle mura e delle fortificazioni intorno a Gerusalemme le spese saranno sostenute dall’erario del re e così per la costruzione di mura nella Giudea».
46 ως δε ηκουσεν ιωναθαν και ο λαος τους λογους τουτους ουκ επιστευσαν αυτοις ουδε επεδεξαντο οτι επεμνησθησαν της κακιας της μεγαλης ης εποιησεν εν ισραηλ και εθλιψεν αυτους σφοδρα46 Quando Giònata e il popolo intesero simili espressioni, non vi prestarono fede e non le accettarono, ricordando le grandi iniquità da lui compiute contro Israele e quanto li avesse fatti soffrire.
47 και ευδοκησαν εν αλεξανδρω οτι αυτος εγενετο αυτοις αρχηγος λογων ειρηνικων και συνεμαχουν αυτω πασας τας ημερας47 Invece preferirono Alessandro, perché questi era stato il primo ad avviare trattative di pace, e gli furono sempre alleati.
48 και συνηγαγεν αλεξανδρος ο βασιλευς δυναμεις μεγαλας και παρενεβαλεν εξ εναντιας δημητριου48 Il re Alessandro raccolse grandi forze e uscì in campo contro Demetrio.
49 και συνηψαν πολεμον οι δυο βασιλεις και εφυγεν η παρεμβολη δημητριου και εδιωξεν αυτον ο αλεξανδρος και ισχυσεν επ' αυτους49 I due re attaccarono battaglia e l’esercito di Demetrio fu messo in fuga; Alessandro lo inseguì ed ebbe la meglio sulle sue truppe.
50 και εστερεωσεν τον πολεμον σφοδρα εως εδυ ο ηλιος και επεσεν ο δημητριος εν τη ημερα εκεινη50 La battaglia infuriò fino al tramonto del sole e Demetrio cadde ucciso in quel giorno.
51 και απεστειλεν αλεξανδρος προς πτολεμαιον βασιλεα αιγυπτου πρεσβεις κατα τους λογους τουτους λεγων51 Alessandro mandò allora ambasciatori a Tolomeo, re d’Egitto, con questo messaggio:
52 επει ανεστρεψα εις την βασιλειαν μου και ενεκαθισα επι θρονου πατερων μου και εκρατησα της αρχης και συνετριψα τον δημητριον και επεκρατησα της χωρας ημων52 «Ecco, sono rientrato nel mio regno e mi sono seduto sul trono dei miei padri; ho ripreso il comando e ho sconfitto Demetrio e mi sono impadronito della nostra regione.
53 και συνηψα προς αυτον μαχην και συνετριβη αυτος και η παρεμβολη αυτου υφ' ημων και εκαθισαμεν επι θρονου βασιλειας αυτου53 Infatti gli ho mosso guerra ed egli e il suo esercito sono stati sconfitti da noi, sicché ci siamo seduti sul trono del suo regno.
54 και νυν στησωμεν προς αυτους φιλιαν και νυν δος μοι την θυγατερα σου εις γυναικα και επιγαμβρευσω σοι και δωσω σοι δοματα και αυτη αξια σου54 Ora, perciò, concludiamo tra noi un patto di amicizia; tu concedimi in sposa tua figlia, io sarò tuo genero e offrirò a te e a lei doni degni di te».
55 και απεκριθη πτολεμαιος ο βασιλευς λεγων αγαθη ημερα εν η επεστρεψας εις γην πατερων σου και εκαθισας επι θρονου βασιλειας αυτων55 Il re Tolomeo rispose: «Felice il giorno in cui sei tornato nella terra dei tuoi padri e ti sei seduto sul trono del loro regno.
56 και νυν ποιησω σοι α εγραψας αλλα απαντησον εις πτολεμαιδα οπως ιδωμεν αλληλους και επιγαμβρευσω σοι καθως ειρηκας56 Io farò quanto hai proposto, ma tu vienimi incontro fino a Tolemàide, perché possiamo vederci l’un l’altro, e io diventerò tuo suocero, come hai chiesto».
57 και εξηλθεν πτολεμαιος εξ αιγυπτου αυτος και κλεοπατρα η θυγατηρ αυτου και ηλθεν εις πτολεμαιδα ετους δευτερου και εξηκοστου και εκατοστου57 Tolomeo partì dall’Egitto con la figlia Cleopatra e si recò a Tolemàide nell’anno centosessantadue.
58 και απηντησεν αυτω αλεξανδρος ο βασιλευς και εξεδετο αυτω κλεοπατραν την θυγατερα αυτου και εποιησεν τον γαμον αυτης εν πτολεμαιδι καθως οι βασιλεις εν δοξη μεγαλη58 Gli andò incontro il re Alessandro: Tolomeo gli diede sua figlia Cleopatra e celebrò le sue nozze a Tolemàide, secondo lo stile dei re, in grande sfarzo.
59 και εγραψεν αλεξανδρος ο βασιλευς ιωναθη ελθειν εις συναντησιν αυτω59 Il re Alessandro scrisse a Giònata di venirgli incontro.
60 και επορευθη μετα δοξης εις πτολεμαιδα και απηντησεν τοις δυσιν βασιλευσι και εδωκεν αυτοις αργυριον και χρυσιον και τοις φιλοις αυτων και δοματα πολλα και ευρεν χαριν ενωπιον αυτων60 Egli andò con grande sfarzo a Tolemàide e s’incontrò con i due re; offrì a loro e ai loro amici oro e argento e molti doni, e si guadagnò il loro favore.
61 και επισυνηχθησαν επ' αυτον ανδρες λοιμοι εξ ισραηλ ανδρες παρανομοι εντυχειν κατ' αυτου και ου προσεσχεν αυτοις ο βασιλευς61 Si accordarono però contro di lui uomini pestiferi d’Israele, traditori della legge, per deporre contro di lui, ma il re non prestò loro ascolto.
62 και προσεταξεν ο βασιλευς και εξεδυσαν ιωναθαν τα ιματια αυτου και ενεδυσαν αυτον πορφυραν και εποιησαν ουτως62 Il re invece diede ordine di far deporre a Giònata le sue vesti e di rivestirlo della porpora, e l’ordine fu eseguito.
63 και εκαθισεν αυτον ο βασιλευς μετ' αυτου και ειπεν τοις αρχουσιν αυτου εξελθατε μετ' αυτου εις μεσον της πολεως και κηρυξατε του μηδενα εντυγχανειν κατ' αυτου περι μηδενος πραγματος και μηδεις αυτω παρενοχλειτω περι παντος λογου63 Il re lo fece sedere accanto a sé e disse ai suoi ufficiali: «Attraversate con lui la città e proclamate che nessuno porti accuse contro di lui, per qualunque motivo, e nessuno gli rechi molestia in alcun modo».
64 και εγενετο ως ειδον οι εντυγχανοντες την δοξαν αυτου καθως εκηρυξεν και περιβεβλημενον αυτον πορφυραν και εφυγον παντες64 Ora, quando i suoi accusatori videro gli onori che riceveva, come proclamava il banditore, e che era stato rivestito di porpora, si dileguarono tutti.
65 και εδοξασεν αυτον ο βασιλευς και εγραψεν αυτον των πρωτων φιλων και εθετο αυτον στρατηγον και μεριδαρχην65 Il re gli conferì onori e lo ascrisse tra i suoi primi amici e lo costituì stratega e governatore della provincia.
66 και επεστρεψεν ιωναθαν εις ιερουσαλημ μετ' ειρηνης και ευφροσυνης66 Così Giònata tornò a Gerusalemme in pace e gioia.
67 και εν ετει πεμπτω και εξηκοστω και εκατοστω ηλθεν δημητριος υιος δημητριου εκ κρητης εις την γην των πατερων αυτου67 Nell’anno centosessantacinque Demetrio, figlio di Demetrio, venne da Creta nella terra dei suoi padri.
68 και ηκουσεν αλεξανδρος ο βασιλευς και ελυπηθη σφοδρα και υπεστρεψεν εις αντιοχειαν68 Il re Alessandro, quando lo seppe, ne fu assai preoccupato e tornò ad Antiòchia.
69 και κατεστησεν δημητριος απολλωνιον τον οντα επι κοιλης συριας και συνηγαγεν δυναμιν μεγαλην και παρενεβαλεν επι ιαμνειαν και απεστειλεν προς ιωναθαν τον αρχιερεα λεγων69 Demetrio affidò il governo della Celesiria ad Apollònio, il quale, radunato un grande esercito, si accampò presso Iàmnia e inviò al sommo sacerdote Giònata questo messaggio:
70 συ μονωτατος επαιρη εφ' ημας εγω δε εγενηθην εις καταγελωτα και εις ονειδισμον δια σε και δια τι συ εξουσιαζη εφ' ημας εν τοις ορεσι70 «Soltanto tu ti sei alzato contro di noi e io sono diventato oggetto di derisione e di scherno a causa tua. Perché ti fai forte contro di noi stando sui monti?
71 νυν ουν ει πεποιθας επι ταις δυναμεσιν σου καταβηθι προς ημας εις το πεδιον και συγκριθωμεν εαυτοις εκει οτι μετ' εμου εστιν δυναμις των πολεων71 Ora, se sei tanto sicuro delle tue forze, scendi contro di noi nella pianura e qui misuriamoci, perché con me c’è la forza delle città.
72 ερωτησον και μαθε τις ειμι και οι λοιποι οι βοηθουντες ημιν και λεγουσιν ουκ εστιν υμιν στασις ποδος κατα προσωπον ημων οτι δις ετροπωθησαν οι πατερες σου εν τη γη αυτων72 Infórmati e sappi chi sono io e chi sono gli altri che ci aiutano. Ti diranno: “Non potete tenere saldo il piede davanti a noi, perché già due volte sono stati da noi respinti i tuoi padri nella loro terra”.
73 και νυν ου δυνηση υποστηναι την ιππον και δυναμιν τοιαυτην εν τω πεδιω οπου ουκ εστιν λιθος ουδε κοχλαξ ουδε τοπος του φυγειν73 Così ora non potrai resistere alla cavalleria e a un esercito come il nostro in pianura, ove non c’è roccia né scoglio né luogo in cui rifugiarsi».
74 ως δε ηκουσεν ιωναθαν των λογων απολλωνιου εκινηθη τη διανοια και επελεξεν δεκα χιλιαδας ανδρων και εξηλθεν εξ ιερουσαλημ και συνηντησεν αυτω σιμων ο αδελφος αυτου επι βοηθειαν αυτω74 Quando Giònata intese le parole di Apollònio, ne ebbe l’animo irritato; scelse diecimila uomini e uscì da Gerusalemme. Suo fratello Simone gli venne incontro per aiutarlo.
75 και παρενεβαλεν επι ιοππην και απεκλεισαν αυτην οι εκ της πολεως οτι φρουρα απολλωνιου εν ιοππη και επολεμησαν αυτην75 Si accampò presso Giaffa, ma gli abitanti avevano chiuso la città, perché a Giaffa c’era un presidio di Apollònio. Le diedero l’assalto
76 και φοβηθεντες ηνοιξαν οι εκ της πολεως και εκυριευσεν ιωναθαν ιοππης76 e i cittadini, spaventati, aprirono. Così Giònata divenne padrone di Giaffa.
77 και ηκουσεν απολλωνιος και παρενεβαλεν τρισχιλιαν ιππον και δυναμιν πολλην και επορευθη εις αζωτον ως διοδευων και αμα προηγεν εις το πεδιον δια το εχειν αυτον πληθος ιππου και πεποιθεναι επ' αυτη77 Apollònio lo seppe e mise in campo tremila cavalieri e molte truppe e si mosse verso Azoto, come se intendesse fare quel percorso; ma subito si spinse nella pianura, poiché aveva una cavalleria numerosa, sulla quale contava.
78 και κατεδιωξεν οπισω αυτου εις αζωτον και συνηψαν αι παρεμβολαι εις πολεμον78 Giònata lo inseguì alle spalle in direzione di Azoto e gli eserciti attaccarono battaglia.
79 και απελιπεν απολλωνιος χιλιαν ιππον κρυπτως κατοπισθεν αυτων79 Apollònio aveva lasciato un migliaio di cavalieri nascosti dietro di loro;
80 και εγνω ιωναθαν οτι εστιν ενεδρον κατοπισθεν αυτου και εκυκλωσαν αυτου την παρεμβολην και εξετιναξαν τας σχιζας εις τον λαον εκ πρωιθεν εως δειλης80 Giònata però si era accorto che c’era un appostamento dietro di lui. Quelli circondarono il suo schieramento e lanciarono frecce contro le truppe dal mattino alla sera.
81 ο δε λαος ειστηκει καθως επεταξεν ιωναθαν και εκοπιασαν οι ιπποι αυτων81 Ma le truppe tennero fermo, come aveva ordinato Giònata, mentre i cavalli di quelli si stancarono.
82 και ειλκυσεν σιμων την δυναμιν αυτου και συνηψεν προς την φαλαγγα η γαρ ιππος εξελυθη και συνετριβησαν υπ' αυτου και εφυγον82 Allora Simone fece uscire le sue riserve e attaccò la falange e, poiché la cavalleria ormai era esausta, quelli furono da lui travolti e si diedero alla fuga;
83 και η ιππος εσκορπισθη εν τω πεδιω και εφυγον εις αζωτον και εισηλθον εις βηθδαγων το ειδωλιον αυτων του σωθηναι83 i cavalieri si dispersero nella pianura: fuggirono verso Azoto ed entrarono in Bet-Dagon, il tempio del loro idolo, in cerca di scampo.
84 και ενεπυρισεν ιωναθαν την αζωτον και τας πολεις τας κυκλω αυτης και ελαβεν τα σκυλα αυτων και το ιερον δαγων και τους συμφυγοντας εις αυτο ενεπυρισεν πυρι84 Giònata allora incendiò Azoto e le città dei dintorni, prese le loro spoglie e diede alle fiamme anche il tempio di Dagon con quanti vi si erano rifugiati.
85 και εγενοντο οι πεπτωκοτες μαχαιρα συν τοις εμπυρισθεισιν εις ανδρας οκτακισχιλιους85 Gli uccisi di spada e i morti tra le fiamme assommarono a circa ottomila uomini.
86 και απηρεν εκειθεν ιωναθαν και παρενεβαλεν επι ασκαλωνα και εξηλθον οι εκ της πολεως εις συναντησιν αυτω εν δοξη μεγαλη86 Poi Giònata tolse il campo di là e si accampò di fronte ad Àscalon, e i cittadini gli vennero incontro con grandi onori.
87 και επεστρεψεν ιωναθαν εις ιερουσαλημ συν τοις παρ' αυτου εχοντες σκυλα πολλα87 Così Giònata tornò a Gerusalemme con i suoi uomini carichi di bottino.
88 και εγενετο ως ηκουσεν αλεξανδρος ο βασιλευς τους λογους τουτους και προσεθετο ετι δοξασαι τον ιωναθαν88 Il re Alessandro, udendo queste notizie, aumentò gli onori a Giònata;
89 και απεστειλεν αυτω πορπην χρυσην ως εθος εστιν διδοσθαι τοις συγγενεσιν των βασιλεων και εδωκεν αυτω την ακκαρων και παντα τα ορια αυτης εις κληροδοσιαν89 gli inviò la fibbia d’oro, che si usa donare ai parenti del re, e gli diede in possesso Ekron e tutto il suo territorio.