Királyok második könyve 19
12345678910111213141516171819202122232425
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | LXX |
---|---|
1 Amikor ezeket Hiszkija király meghallotta, megszaggatta ruháját, zsákba öltözött és bement az Úr házába. | 1 και εγενετο ως ηκουσεν ο βασιλευς εζεκιας και διερρηξεν τα ιματια εαυτου και περιεβαλετο σακκον και εισηλθεν εις οικον κυριου |
2 Majd elküldte Eljakimot, az udvarnagyot és Sebnát, az íródeákot, meg a papok véneit, zsákba öltözötten, Izajás prófétához, Ámosz fiához, | 2 και απεστειλεν ελιακιμ τον οικονομον και σομναν τον γραμματεα και τους πρεσβυτερους των ιερεων περιβεβλημενους σακκους προς ησαιαν τον προφητην υιον αμως |
3 hogy mondják: »Ezt üzeni Hiszkija: Szorongatás, fenyítés és káromlás napja ez a nap: szülésig jutottak a magzatok s nincs ereje a vajúdónak! | 3 και ειπον προς αυτον ταδε λεγει εζεκιας ημερα θλιψεως και ελεγμου και παροργισμου η ημερα αυτη οτι ηλθον υιοι εως ωδινων και ισχυς ουκ εστιν τη τικτουση |
4 Talán meghallja az Úr, a te Istened Rábsakénak minden szavát, akit elküldött ura, az asszírok királya, hogy szidalmazza és gyalázza az élő Istent azokkal a szavakkal, amelyeket az Úr, a te Istened hallott. Imádkozz tehát a maradékért, amely még megvan.« | 4 ει πως εισακουσεται κυριος ο θεος σου παντας τους λογους ραψακου ον απεστειλεν αυτον βασιλευς ασσυριων ο κυριος αυτου ονειδιζειν θεον ζωντα και βλασφημειν εν λογοις οις ηκουσεν κυριος ο θεος σου και λημψη προσευχην περι του λειμματος του ευρισκομενου |
5 Hiszkija király szolgái el is mentek Izajáshoz. | 5 και ηλθον οι παιδες του βασιλεως εζεκιου προς ησαιαν |
6 Izajás azt felelte nekik: »Ezt mondjátok uratoknak: Ezt üzeni az Úr: Ne félj azoktól a szavaktól, amelyeket hallottál, amelyekkel az asszírok királyának legényei engem káromoltak. | 6 και ειπεν αυτοις ησαιας ταδε ερειτε προς τον κυριον υμων ταδε λεγει κυριος μη φοβηθης απο των λογων ων ηκουσας ων εβλασφημησαν τα παιδαρια βασιλεως ασσυριων |
7 Íme, én egy lelket bocsátok rá és hírt hall és visszatér földjére s elejtetem karddal saját országában.« | 7 ιδου εγω διδωμι εν αυτω πνευμα και ακουσεται αγγελιαν και αποστραφησεται εις την γην αυτου και καταβαλω αυτον εν ρομφαια εν τη γη αυτου |
8 Rábsaké aztán visszatért s felkereste az asszírok királyát Libna ostrománál, mert hallotta, hogy elvonult Lákisból. | 8 και επεστρεψεν ραψακης και ευρεν τον βασιλεα ασσυριων πολεμουντα επι λομνα οτι ηκουσεν οτι απηρεν απο λαχις |
9 Amikor az meghallotta, hogy Tirhaka, Etiópia királya felől azt beszélik: »Íme, hadba vonult ellened« – s elindult ellene, követeket küldött Hiszkijához ezzel az üzenettel: | 9 και ηκουσεν περι θαρακα βασιλεως αιθιοπων λεγων ιδου εξηλθεν πολεμειν μετα σου και επεστρεψεν και απεστειλεν αγγελους προς εζεκιαν λεγων |
10 »Ezt mondjátok Hiszkijának, Júda királyának: Meg ne csaljon téged Istened, akiben bizakodsz s ne mondd: Nem kerül Jeruzsálem az asszírok királyának kezébe! | 10 μη επαιρετω σε ο θεος σου εφ' ω συ πεποιθας επ' αυτω λεγων ου μη παραδοθη ιερουσαλημ εις χειρας βασιλεως ασσυριων |
11 Hiszen magad hallottad, mit cselekedtek az asszírok királyai minden országgal, miként pusztították el azokat. Hát éppen te tudsz majd megmenekülni? | 11 ιδου συ ηκουσας παντα οσα εποιησαν βασιλεις ασσυριων πασαις ταις γαις του αναθεματισαι αυτας και συ ρυσθηση |
12 Vajon megszabadították-e a nemzetek istenei mindazokat, akiket elpusztítottak atyáim, tudniillik Gózánt, Háránt, Reszefet és Éden fiait, akik Telasszárban voltak? | 12 μη εξειλαντο αυτους οι θεοι των εθνων ους διεφθειραν οι πατερες μου την τε γωζαν και την χαρραν και ραφες και υιους εδεμ τους εν θαεσθεν |
13 Hol van Hamat királya, Arfád királya, meg Szefárvaim városának, Ánának és Ávának királya?« | 13 που εστιν ο βασιλευς αιμαθ και ο βασιλευς αρφαδ και που εστιν σεπφαρουαιν ανα και αυα |
14 Amikor aztán Hiszkija átvette a levelet a követek kezéből és elolvasta, felment az Úr házába és az Úr elé tárta | 14 και ελαβεν εζεκιας τα βιβλια εκ χειρος των αγγελων και ανεγνω αυτα και ανεβη εις οικον κυριου και ανεπτυξεν αυτα εζεκιας εναντιον κυριου |
15 és így imádkozott az ő színe előtt: »Uram, Izrael Istene, aki a kerubok felett ülsz, te vagy egyedül a föld minden királyának Istene, te alkottad az eget és a földet. | 15 και ειπεν κυριε ο θεος ισραηλ ο καθημενος επι των χερουβιν συ ει ο θεος μονος εν πασαις ταις βασιλειαις της γης συ εποιησας τον ουρανον και την γην |
16 Hajtsd ide füledet s halld: nyisd meg, Uram, szemedet és lásd, halld meg Szanherib minden szavát, aki ideküldött, hogy gyalázza előttünk az élő Istent. | 16 κλινον κυριε το ους σου και ακουσον ανοιξον κυριε τους οφθαλμους σου και ιδε και ακουσον τους λογους σενναχηριμ ους απεστειλεν ονειδιζειν θεον ζωντα |
17 Igaz, Uram, Asszíria királyai elpusztították azon nemzeteket s mindazok földjét | 17 οτι αληθεια κυριε ηρημωσαν βασιλεις ασσυριων τα εθνη |
18 s tűzbe vetették azok isteneit, hiszen azok nem voltak istenek, hanem emberi kéz fából s kőből való alkotásai s így megsemmisíthették őket. | 18 και εδωκαν τους θεους αυτων εις το πυρ οτι ου θεοι εισιν αλλ' η εργα χειρων ανθρωπων ξυλα και λιθοι και απωλεσαν αυτους |
19 Nos tehát, te, Urunk, Istenünk, ments meg minket kezükből, hadd tudja meg a föld minden országa, hogy te, az Úr, vagy egyedül Isten!« | 19 και νυν κυριε ο θεος ημων σωσον ημας εκ χειρος αυτου και γνωσονται πασαι αι βασιλειαι της γης οτι συ κυριος ο θεος μονος |
20 Elküldött erre Izajás, Ámosz fia, Hiszkijához és üzente: »Ezt üzeni az Úr, Izrael Istene: Meghallgattam, amit tőlem Szanherib, az asszírok királya felől kértél. | 20 και απεστειλεν ησαιας υιος αμως προς εζεκιαν λεγων ταδε λεγει κυριος ο θεος των δυναμεων ο θεος ισραηλ α προσηυξω προς με περι σενναχηριμ βασιλεως ασσυριων ηκουσα |
21 Ez az, amit az Úr felőle szólt: ‘Megvet téged s csúfot űz belőled Sion szűzi lánya, hátad mögött fejét rázza, Jeruzsálem lánya. | 21 ουτος ο λογος ον ελαλησεν κυριος επ' αυτον εξουδενησεν σε και εμυκτηρισεν σε παρθενος θυγατηρ σιων επι σοι κεφαλην αυτης εκινησεν θυγατηρ ιερουσαλημ |
22 Kit gyaláztál s káromoltál? Ki ellen emelted fel hangodat s vetetted magasra pillantásodat? Izraelnek Szentje ellen! | 22 τινα ωνειδισας και εβλασφημησας και επι τινα υψωσας φωνην και ηρας εις υψος τους οφθαλμους σου εις τον αγιον του ισραηλ |
23 Szolgáid által az Urat gyaláztad s azt mondtad: szekereim sokaságával felmentem a hegyek magasaira, a Libanonnak ormára, kivágtam sudár cédrusait s legpompásabb fenyőfáit, behatoltam egészen a határáig s Kármeljének erdejét | 23 εν χειρι αγγελων σου ωνειδισας κυριον και ειπας εν τω πληθει των αρματων μου εγω αναβησομαι εις υψος ορεων μηρους του λιβανου και εκοψα το μεγεθος της κεδρου αυτου τα εκλεκτα κυπαρισσων αυτου και ηλθον εις μελον τελους αυτου δρυμου καρμηλου αυτου |
24 kivágtam. Idegen vizet ittam, és lábam nyomával kiszárítottam minden elzárt vizet. | 24 εγω εψυξα και επιον υδατα αλλοτρια και εξηρημωσα τω ιχνει του ποδος μου παντας ποταμους περιοχης |
25 Nem hallottad-e, mit határoztam kezdettől fogva? Ősidőktől fogva rendeltem el, – most hajtottam végre –, hogy romhalmazzá legyenek a hősök erős városai. | 25 επλασα αυτην νυν ηγαγον αυτην και εγενηθη εις επαρσεις αποικεσιων μαχιμων πολεις οχυρας |
26 Akik bennük laknak, tehetetlenül ezért rettentek s szégyenültek meg s lettek olyanok, mint a mezei pázsit s a tetőn zöldellő fű, amely elszárad, mielőtt megérik. | 26 και οι ενοικουντες εν αυταις ησθενησαν τη χειρι επτηξαν και κατησχυνθησαν εγενοντο χορτος αγρου η χλωρα βοτανη χλοη δωματων και πατημα απεναντι εστηκοτος |
27 Rég ismerem lakásodat, kijöttödet, bemeneteledet, utadat és ellenem való tombolásodat. | 27 και την καθεδραν σου και την εξοδον σου και την εισοδον σου εγνων και τον θυμον σου επ' εμε |
28 Őrjöngtél ellenem, s kevélységed felhatott fülembe. Nos hát karikát teszek az orrodba és zablát a szájadba, és visszavezetlek arra az útra, amelyen feljöttél. | 28 δια το οργισθηναι σε επ' εμε και το στρηνος σου ανεβη εν τοις ωσιν μου και θησω τα αγκιστρα μου εν τοις μυκτηρσιν σου και χαλινον εν τοις χειλεσιν σου και αποστρεψω σε εν τη οδω η ηλθες εν αυτη |
29 Neked pedig, Hiszkija, ez szolgáljon jelül: ebben az esztendőben azt kell enned, amit találsz, a második esztendőben azt, ami magától terem, a harmadik esztendőben azonban vethettek, arathattok, ültethettek szőlőt és ehetitek gyümölcsét. | 29 και τουτο σοι το σημειον φαγη τουτον τον ενιαυτον αυτοματα και τω ετει τω δευτερω τα ανατελλοντα και ετι τριτω σπορα και αμητος και φυτεια αμπελωνων και φαγεσθε τον καρπον αυτων |
30 Mindaz, ami megmarad Júda házából, azután is gyökeret hajt alul s gyümölcsöt hoz felül, | 30 και προσθησει το διασεσωσμενον οικου ιουδα το υπολειφθεν ριζαν κατω και ποιησει καρπον ανω |
31 mert a megmaradtak fognak kivonulni Jeruzsálemből és a megszabadultak Sionnak hegyéről. A Seregek Urának buzgalma fogja véghezvinni ezt. | 31 οτι εξ ιερουσαλημ εξελευσεται καταλειμμα και ανασωζομενος εξ ορους σιων ο ζηλος κυριου των δυναμεων ποιησει τουτο |
32 Éppen azért ezt mondja az Úr Asszíria királya felől: nem jön be e városba, nyilat sem lő belé, pajzzsal sem támadja meg, sánccal sem veszi körül: | 32 ουχ ουτως ταδε λεγει κυριος προς βασιλεα ασσυριων ουκ εισελευσεται εις την πολιν ταυτην και ου τοξευσει εκει βελος και ου προφθασει αυτην θυρεος και ου μη εκχεη προς αυτην προσχωμα |
33 az úton, amelyen jött, visszatér, s e városba be nem jön, – úgymond az Úr –, | 33 τη οδω η ηλθεν εν αυτη αποστραφησεται και εις την πολιν ταυτην ουκ εισελευσεται λεγει κυριος |
34 mert megoltalmazom s megmentem e várost önmagamért és szolgámért, Dávidért.’« | 34 και υπερασπιω υπερ της πολεως ταυτης δι' εμε και δια δαυιδ τον δουλον μου |
35 Csakugyan, még azon az éjjelen az történt, hogy eljött az Úr angyala s megölt az asszírok táborában száznyolcvanötezer embert. Amikor aztán reggel felkelt s látta a megannyi holttestet, felkerekedett, elment | 35 και εγενετο εως νυκτος και εξηλθεν αγγελος κυριου και επαταξεν εν τη παρεμβολη των ασσυριων εκατον ογδοηκοντα πεντε χιλιαδας και ωρθρισαν το πρωι και ιδου παντες σωματα νεκρα |
36 és visszatért Szanherib, az asszírok királya és Ninivében maradt. | 36 και απηρεν και επορευθη και απεστρεψεν σενναχηριμ βασιλευς ασσυριων και ωκησεν εν νινευη |
37 Amikor azonban egyszer Neszrok templomában istenét imádta, fiai, Adramelek és Szárezer megölték karddal, majd elmenekültek az örmények földjére s fia, Asszarhaddon lett a király helyette. | 37 και εγενετο αυτου προσκυνουντος εν οικω νεσεραχ θεου αυτου και αδραμελεχ και σαρασαρ οι υιοι αυτου επαταξαν αυτον εν μαχαιρα και αυτοι εσωθησαν εις γην αραρατ και εβασιλευσεν ασορδαν ο υιος αυτου αντ' αυτου |