Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Sámuel második könyve 12


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 Elküldte tehát az Úr Nátánt Dávidhoz. Amikor odaért hozzá, azt mondta neki: »Két ember volt egy városban: az egyik gazdag, a másik szegény.1 και απεστειλεν κυριος τον ναθαν τον προφητην προς δαυιδ και εισηλθεν προς αυτον και ειπεν αυτω δυο ησαν ανδρες εν πολει μια εις πλουσιος και εις πενης
2 A gazdagnak igen sok juha és marhája volt,2 και τω πλουσιω ην ποιμνια και βουκολια πολλα σφοδρα
3 a szegénynek azonban nem volt semmije sem, csak egy kis nőstény báránykája, amelyet ő vásárolt és táplált, s amely nála, fiaival együtt nőtt fel, a kenyeréből evett, a poharából ivott, az ölében aludt, s olyan volt neki, mintha a lánya lett volna.3 και τω πενητι ουδεν αλλ' η αμνας μια μικρα ην εκτησατο και περιεποιησατο και εξεθρεψεν αυτην και ηδρυνθη μετ' αυτου και μετα των υιων αυτου επι το αυτο εκ του αρτου αυτου ησθιεν και εκ του ποτηριου αυτου επινεν και εν τω κολπω αυτου εκαθευδεν και ην αυτω ως θυγατηρ
4 Amikor aztán egyszer vendég érkezett a gazdaghoz, az nem akart a maga juhaiból s marháiból venni, hogy lakomát szerezzen a hozzá érkezett utasnak, hanem fogta a szegény ember bárányát, s azt készítette el eledelül a hozzá érkezett embernek.«4 και ηλθεν παροδος τω ανδρι τω πλουσιω και εφεισατο λαβειν εκ των ποιμνιων αυτου και εκ των βουκολιων αυτου του ποιησαι τω ξενω οδοιπορω ελθοντι προς αυτον και ελαβεν την αμναδα του πενητος και εποιησεν αυτην τω ανδρι τω ελθοντι προς αυτον
5 Igen nagy haragra gerjedt erre Dávid az ellen az ember ellen, s azt mondta Nátánnak: »Az Úr életére mondom, hogy halál fia az az ember, aki ezt cselekedte.5 και εθυμωθη οργη δαυιδ σφοδρα τω ανδρι και ειπεν δαυιδ προς ναθαν ζη κυριος οτι υιος θανατου ο ανηρ ο ποιησας τουτο
6 Négyszeresen térítse vissza a bárányt, mivelhogy ezt cselekedte és könyörtelenül járt el.«6 και την αμναδα αποτεισει επταπλασιονα ανθ' ων οτι εποιησεν το ρημα τουτο και περι ου ουκ εφεισατο
7 Azt mondta erre Nátán Dávidnak: »Te vagy az az ember! Ezt üzeni az Úr, Izrael Istene: Én felkentelek Izrael királyává, megszabadítottalak Saul kezéből,7 και ειπεν ναθαν προς δαυιδ συ ει ο ανηρ ο ποιησας τουτο ταδε λεγει κυριος ο θεος ισραηλ εγω ειμι εχρισα σε εις βασιλεα επι ισραηλ και εγω ειμι ερρυσαμην σε εκ χειρος σαουλ
8 neked adtam urad házát, öledbe adtam urad feleségeit, neked adtam Izrael és Júda házát, s ha ez még kevés volt, sokkal többet is adtam volna neked.8 και εδωκα σοι τον οικον του κυριου σου και τας γυναικας του κυριου σου εν τω κολπω σου και εδωκα σοι τον οικον ισραηλ και ιουδα και ει μικρον εστιν προσθησω σοι κατα ταυτα
9 Miért vetted hát semmibe az Úr szavát, olyasmit cselekedve, ami gonosz az én színem előtt?! A hetita Uriást megöletted karddal, feleségét feleségül vetted, Ammon fiainak kardja által ölted meg őt!9 τι οτι εφαυλισας τον λογον κυριου του ποιησαι το πονηρον εν οφθαλμοις αυτου τον ουριαν τον χετταιον επαταξας εν ρομφαια και την γυναικα αυτου ελαβες σεαυτω εις γυναικα και αυτον απεκτεινας εν ρομφαια υιων αμμων
10 Ne távozzék tehát a kard sohasem házadtól, mivel semmibe sem vettél engem, s elvetted a hetita Uriás feleségét, hogy a te feleséged legyen.10 και νυν ουκ αποστησεται ρομφαια εκ του οικου σου εως αιωνος ανθ' ων οτι εξουδενωσας με και ελαβες την γυναικα του ουριου του χετταιου του ειναι σοι εις γυναικα
11 Ezt üzeni ezért az Úr: Íme, saját házadból támasztok bajt ellened, szemed előtt veszem el feleségeidet, és adom oda vetélytársadnak. Az feleségeiddel fog hálni a nap színe alatt.11 ταδε λεγει κυριος ιδου εγω εξεγειρω επι σε κακα εκ του οικου σου και λημψομαι τας γυναικας σου κατ' οφθαλμους σου και δωσω τω πλησιον σου και κοιμηθησεται μετα των γυναικων σου εναντιον του ηλιου τουτου
12 Te ugyanis titokban cselekedtél, én azonban egész Izrael színe előtt s a nap színe alatt váltom valóra ezt a dolgot.«12 οτι συ εποιησας κρυβη καγω ποιησω το ρημα τουτο εναντιον παντος ισραηλ και απεναντι τουτου του ηλιου
13 Azt mondta ekkor Dávid Nátánnak: »Vétkeztem az Úr ellen!« Azt mondta erre Nátán Dávidnak: »Az Úr meg is bocsátotta bűnödet: nem lakolsz halállal;13 και ειπεν δαυιδ τω ναθαν ημαρτηκα τω κυριω και ειπεν ναθαν προς δαυιδ και κυριος παρεβιβασεν το αμαρτημα σου ου μη αποθανης
14 mindazonáltal, mivel e dolog által alkalmat adtál az Úr ellenségeinek a káromlásra, fiad, aki született neked, meghal.«14 πλην οτι παροξυνων παρωξυνας τους εχθρους κυριου εν τω ρηματι τουτω και γε ο υιος σου ο τεχθεις σοι θανατω αποθανειται
15 Nátán erre visszatért házába. Meg is verte az Úr azt a gyermeket, akit Uriás felesége szült Dávidnak, úgyhogy lemondtak róla.15 και απηλθεν ναθαν εις τον οικον αυτου και εθραυσεν κυριος το παιδιον ο ετεκεν η γυνη ουριου τω δαυιδ και ηρρωστησεν
16 Erre Dávid könyörgött Istenhez a gyermekért, majd böjtöt tartott Dávid, félrevonult, és lefeküdt a földre.16 και εζητησεν δαυιδ τον θεον περι του παιδαριου και ενηστευσεν δαυιδ νηστειαν και εισηλθεν και ηυλισθη εν σακκω επι της γης
17 Erre odamentek hozzá házának vénei, és unszolták, hogy keljen fel a földről. Ő azonban nem akart, s eledelt sem vett magához velük.17 και ανεστησαν επ' αυτον οι πρεσβυτεροι του οικου αυτου του εγειραι αυτον απο της γης και ουκ ηθελησεν και ου συνεφαγεν αυτοις αρτον
18 Hetednapon aztán az történt, hogy meghalt a gyermek. Dávid szolgái azonban nem merték jelenteni neki, hogy meghalt a gyermek, mert azt mondták: »Íme, amikor a gyermek még élt, szóltunk neki, s nem hallgatott szavunkra: mennyivel inkább fogja sanyargatni magát, ha azt mondjuk: Meghalt a gyermek.«18 και εγενετο εν τη ημερα τη εβδομη και απεθανε το παιδαριον και εφοβηθησαν οι δουλοι δαυιδ αναγγειλαι αυτω οτι τεθνηκεν το παιδαριον οτι ειπαν ιδου εν τω ετι το παιδαριον ζην ελαλησαμεν προς αυτον και ουκ εισηκουσεν της φωνης ημων και πως ειπωμεν προς αυτον οτι τεθνηκεν το παιδαριον και ποιησει κακα
19 Ám amikor Dávid látta, hogy szolgái sugdolóznak, megértette, hogy meghalt a gyermek, s azt mondta szolgáinak: »Ugye meghalt a gyermek?« Ők azt felelték neki: »Meghalt.«19 και συνηκεν δαυιδ οτι οι παιδες αυτου ψιθυριζουσιν και ενοησεν δαυιδ οτι τεθνηκεν το παιδαριον και ειπεν δαυιδ προς τους παιδας αυτου ει τεθνηκεν το παιδαριον και ειπαν τεθνηκεν
20 Erre Dávid felkelt a földről, megfürdött, megkente magát, ruhát váltott és bement az Úr házába és imádkozott, majd házába tért, s kérte, hogy tegyenek ennivalót eléje és evett.20 και ανεστη δαυιδ εκ της γης και ελουσατο και ηλειψατο και ηλλαξεν τα ιματια αυτου και εισηλθεν εις τον οικον του θεου και προσεκυνησεν αυτω και εισηλθεν εις τον οικον αυτου και ητησεν αρτον φαγειν και παρεθηκαν αυτω αρτον και εφαγεν
21 Azt mondták erre neki szolgái: »Mi dolog ez, amit műveltél? Amikor még élt, böjtöltél és sírtál a gyermekért, amikor pedig meghalt a gyermek, felkeltél és étkeztél?«21 και ειπαν οι παιδες αυτου προς αυτον τι το ρημα τουτο ο εποιησας ενεκα του παιδαριου ετι ζωντος ενηστευες και εκλαιες και ηγρυπνεις και ηνικα απεθανεν το παιδαριον ανεστης και εφαγες αρτον και πεπωκας
22 Ő azt mondta: »Amikor még élt, böjtöltem és sírtam a gyermekért, mert azt mondtam: Ki tudja, hátha nekem ajándékozza őt az Úr, s életben marad a gyermek.22 και ειπεν δαυιδ εν τω το παιδαριον ετι ζην ενηστευσα και εκλαυσα οτι ειπα τις οιδεν ει ελεησει με κυριος και ζησεται το παιδαριον
23 Most azonban, hogy meghalt, miért böjtöljek? Visszahívhatom-e még? Sőt, én elmegyek majd hozzá, de ő nem tér vissza hozzám.«23 και νυν τεθνηκεν ινα τι τουτο εγω νηστευω μη δυνησομαι επιστρεψαι αυτο ετι εγω πορευσομαι προς αυτον και αυτος ουκ αναστρεψει προς με
24 Aztán Dávid megvigasztalta Batsebát, a feleségét, s bement hozzá és hált vele, s az fiút szült, s elnevezte Salamonnak. Az Úr szerette őt,24 και παρεκαλεσεν δαυιδ βηρσαβεε την γυναικα αυτου και εισηλθεν προς αυτην και εκοιμηθη μετ' αυτης και συνελαβεν και ετεκεν υιον και εκαλεσεν το ονομα αυτου σαλωμων και κυριος ηγαπησεν αυτον
25 és elküldte Nátán prófétát, hogy nevezze el az Úr miatt Jedidjának (azaz az Úr kedveltjének).25 και απεστειλεν εν χειρι ναθαν του προφητου και εκαλεσεν το ονομα αυτου ιδεδι ενεκεν κυριου
26 Joáb ezalatt hadakozott Ammon fiainak Rabbátja ellen, s be is vette a királyi várost.26 και επολεμησεν ιωαβ εν ραββαθ υιων αμμων και κατελαβεν την πολιν της βασιλειας
27 Követeket küldött erre Joáb Dávidhoz, s ezt üzente: »Hadakoztam Rabbát ellen, de a Vizivárost még be kell venni.27 και απεστειλεν ιωαβ αγγελους προς δαυιδ και ειπεν επολεμησα εν ραββαθ και κατελαβομην την πολιν των υδατων
28 Nos tehát gyűjtsd egybe a nép többi részét, s vedd ostrom alá a várost, s vedd be, hogy ne az én nevemnek tulajdonítsák a győzelmet, ha én dúlom fel a várost.«28 και νυν συναγαγε το καταλοιπον του λαου και παρεμβαλε επι την πολιν και προκαταλαβου αυτην ινα μη προκαταλαβωμαι εγω την πολιν και κληθη το ονομα μου επ' αυτην
29 Erre Dávid egybegyűjtötte az egész népet, s elindult Rabbát ellen, s hadakozott ellene és bevette.29 και συνηγαγεν δαυιδ παντα τον λαον και επορευθη εις ραββαθ και επολεμησεν εν αυτη και κατελαβετο αυτην
30 A koronát is levette királyuk fejéről – egy talentum arany volt a súlya, s drágakövek voltak rajta –, s azt Dávid a maga fejére tétette. Nagyon sok zsákmányt is hozott a városból,30 και ελαβεν τον στεφανον μελχολ του βασιλεως αυτων απο της κεφαλης αυτου και ο σταθμος αυτου ταλαντον χρυσιου και λιθου τιμιου και ην επι της κεφαλης δαυιδ και σκυλα της πολεως εξηνεγκεν πολλα σφοδρα
31 s elhozta népét is, és a kőfűrészek, vasékek és fejszék mellé állította és a téglaégetőkben dolgoztatta őket. Így cselekedett Ammon fiainak valamennyi városával. Aztán Dávid visszatért egész seregével együtt Jeruzsálembe.31 και τον λαον τον οντα εν αυτη εξηγαγεν και εθηκεν εν τω πριονι και εν τοις τριβολοις τοις σιδηροις και διηγαγεν αυτους δια του πλινθειου και ουτως εποιησεν πασαις ταις πολεσιν υιων αμμων και επεστρεψεν δαυιδ και πας ο λαος εις ιερουσαλημ