Teremtés könyve 21
1234567891011121314151617181920212223242526272829303132333435363738394041424344454647484950
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | LXX |
---|---|
1 Az Úr azután meglátogatta Sárát, amint megígérte, és teljesítette Sárának, amit mondott. | 1 και κυριος επεσκεψατο την σαρραν καθα ειπεν και εποιησεν κυριος τη σαρρα καθα ελαλησεν |
2 Fogant ugyanis és fiút szült Ábrahámnak vénségében, abban az időben, amelyet Isten előre megmondott neki. | 2 και συλλαβουσα ετεκεν σαρρα τω αβρααμ υιον εις το γηρας εις τον καιρον καθα ελαλησεν αυτω κυριος |
3 Erre Ábrahám elnevezte fiát, akit Sára szült neki, Izsáknak, | 3 και εκαλεσεν αβρααμ το ονομα του υιου αυτου του γενομενου αυτω ον ετεκεν αυτω σαρρα ισαακ |
4 s körülmetélte a nyolcadik napon, amint Isten megparancsolta neki. | 4 περιετεμεν δε αβρααμ τον ισαακ τη ογδοη ημερα καθα ενετειλατο αυτω ο θεος |
5 Ábrahám százesztendős volt, amikor megszületett a fia, Izsák. | 5 αβρααμ δε ην εκατον ετων ηνικα εγενετο αυτω ισαακ ο υιος αυτου |
6 Sára pedig azt mondta: »Isten nevetést szerzett nekem, s aki csak meghallja, együtt nevet velem!« | 6 ειπεν δε σαρρα γελωτα μοι εποιησεν κυριος ος γαρ αν ακουση συγχαρειται μοι |
7 Azután azt mondta: »Ki mondta volna Ábrahámnak, hogy Sára még fiút fog szoptatni, hisz vénségében szültem neki!« | 7 και ειπεν τις αναγγελει τω αβρααμ οτι θηλαζει παιδιον σαρρα οτι ετεκον υιον εν τω γηρει μου |
8 Amikor aztán megnőtt a gyermek, elválasztották, és elválasztása napján Ábrahám nagy lakomát rendezett. | 8 και ηυξηθη το παιδιον και απεγαλακτισθη και εποιησεν αβρααμ δοχην μεγαλην η ημερα απεγαλακτισθη ισαακ ο υιος αυτου |
9 Amikor azonban Sára látta, hogy az egyiptomi Hágár fia ingerkedik Izsákkal, az ő fiával, azt mondta Ábrahámnak: | 9 ιδουσα δε σαρρα τον υιον αγαρ της αιγυπτιας ος εγενετο τω αβρααμ παιζοντα μετα ισαακ του υιου αυτης |
10 »Dobd ki ezt a szolgálót és a fiát, mert nem fog örökölni ennek a szolgálónak a fia az én fiammal, Izsákkal!« | 10 και ειπεν τω αβρααμ εκβαλε την παιδισκην ταυτην και τον υιον αυτης ου γαρ κληρονομησει ο υιος της παιδισκης ταυτης μετα του υιου μου ισαακ |
11 Nehezére esett ez a dolog Ábrahámnak a fia miatt. | 11 σκληρον δε εφανη το ρημα σφοδρα εναντιον αβρααμ περι του υιου αυτου |
12 De Isten azt mondta neki: »Ne essen nehezedre gyermeked és szolgálód dolga: mindabban, amit Sára mond neked, hallgass a szavára, mert Izsák utódait fogják utódodnak nevezni. | 12 ειπεν δε ο θεος τω αβρααμ μη σκληρον εστω το ρημα εναντιον σου περι του παιδιου και περι της παιδισκης παντα οσα εαν ειπη σοι σαρρα ακουε της φωνης αυτης οτι εν ισαακ κληθησεται σοι σπερμα |
13 Azért a szolgáló fiát is nagy nemzetté teszem, hiszen a te magzatod!« | 13 και τον υιον δε της παιδισκης ταυτης εις εθνος μεγα ποιησω αυτον οτι σπερμα σον εστιν |
14 Kora reggel felkelt tehát Ábrahám, fogott egy kenyeret és egy tömlő vizet, rátette Hágár vállára, odaadta a gyermeket, és elbocsátotta. Az elment, és összevissza bolyongott Beerseba pusztájában. | 14 ανεστη δε αβρααμ το πρωι και ελαβεν αρτους και ασκον υδατος και εδωκεν αγαρ και επεθηκεν επι τον ωμον και το παιδιον και απεστειλεν αυτην απελθουσα δε επλανατο την ερημον κατα το φρεαρ του ορκου |
15 Amikor aztán elfogyott a víz a tömlőből, odatette a gyermeket az egyik ott lévő fa alá. | 15 εξελιπεν δε το υδωρ εκ του ασκου και ερριψεν το παιδιον υποκατω μιας ελατης |
16 Aztán elment, és vele szemben leült egy nyíllövésnyi távolságban. Azt mondta ugyanis: »Ne lássam meghalni a gyermeket!« Leült tehát átellenben, és hangos sírásra fakadt. | 16 απελθουσα δε εκαθητο απεναντι αυτου μακροθεν ωσει τοξου βολην ειπεν γαρ ου μη ιδω τον θανατον του παιδιου μου και εκαθισεν απεναντι αυτου αναβοησαν δε το παιδιον εκλαυσεν |
17 Isten azonban meghallotta a gyermek hangját, és Isten angyala szólította Hágárt a mennyből: »Mi van veled, Hágár? Ne félj, mert meghallotta Isten a gyermek hangját arról a helyről, ahol van. | 17 εισηκουσεν δε ο θεος της φωνης του παιδιου εκ του τοπου ου ην και εκαλεσεν αγγελος του θεου την αγαρ εκ του ουρανου και ειπεν αυτη τι εστιν αγαρ μη φοβου επακηκοεν γαρ ο θεος της φωνης του παιδιου σου εκ του τοπου ου εστιν |
18 Kelj fel, vedd fel a gyermeket, fogd őt erősen a kezeddel, mert nagy nemzetté teszem őt!« | 18 αναστηθι λαβε το παιδιον και κρατησον τη χειρι σου αυτο εις γαρ εθνος μεγα ποιησω αυτον |
19 Isten azután megnyitotta az asszony szemét, mire az meglátott egy kutat. Odament, megtöltötte a tömlőt, és inni adott a gyermeknek. | 19 και ανεωξεν ο θεος τους οφθαλμους αυτης και ειδεν φρεαρ υδατος ζωντος και επορευθη και επλησεν τον ασκον υδατος και εποτισεν το παιδιον |
20 Isten ettől kezdve vele volt, s az felnövekedett, a pusztában maradt, és íjász lett belőle. | 20 και ην ο θεος μετα του παιδιου και ηυξηθη και κατωκησεν εν τη ερημω εγενετο δε τοξοτης |
21 Párán pusztájában telepedett le, anyja pedig feleséget szerzett neki Egyiptom földjéről. | 21 και κατωκησεν εν τη ερημω τη φαραν και ελαβεν αυτω η μητηρ γυναικα εκ γης αιγυπτου |
22 Ebben az időben történt, hogy Abimelek és Píkol, a hadvezére azt mondta Ábrahámnak: »Veled van Isten mindenben, amit teszel. | 22 εγενετο δε εν τω καιρω εκεινω και ειπεν αβιμελεχ και οχοζαθ ο νυμφαγωγος αυτου και φικολ ο αρχιστρατηγος της δυναμεως αυτου προς αβρααμ λεγων ο θεος μετα σου εν πασιν οις εαν ποιης |
23 Esküdj meg hát nekem Istenre, hogy nem ártasz sem nekem, sem az utódaimnak, sem a nemzetségemnek, hanem amilyen jó szívvel voltam én hozzád, te is olyannal leszel énhozzám, s ehhez az országhoz, amelyben jövevényként tartózkodtál.« | 23 νυν ουν ομοσον μοι τον θεον μη αδικησειν με μηδε το σπερμα μου μηδε το ονομα μου αλλα κατα την δικαιοσυνην ην εποιησα μετα σου ποιησεις μετ' εμου και τη γη η συ παρωκησας εν αυτη |
24 Azt mondta erre Ábrahám: »Megesküszöm!« | 24 και ειπεν αβρααμ εγω ομουμαι |
25 Ábrahám azonban szemrehányást tett Abimeleknek amiatt a kút miatt, amelyet Abimelek szolgái erőszakosan elvettek tőle. | 25 και ηλεγξεν αβρααμ τον αβιμελεχ περι των φρεατων του υδατος ων αφειλαντο οι παιδες του αβιμελεχ |
26 De Abimelek azt felelte: »Nem tudom, ki tette ezt. Te nem jelentetted nekem, én pedig nem hallottam róla, csak ma.« | 26 και ειπεν αυτω αβιμελεχ ουκ εγνων τις εποιησεν το πραγμα τουτο ουδε συ μοι απηγγειλας ουδε εγω ηκουσα αλλ' η σημερον |
27 Erre Ábrahám juhokat és marhákat vett, odaadta azokat Abimeleknek, és szövetséget kötöttek egymással. | 27 και ελαβεν αβρααμ προβατα και μοσχους και εδωκεν τω αβιμελεχ και διεθεντο αμφοτεροι διαθηκην |
28 Hét bárányt azonban külön állított Ábrahám a nyájból. | 28 και εστησεν αβρααμ επτα αμναδας προβατων μονας |
29 Abimelek megkérdezte tőle: »Mire való az a hét bárány, amelyet külön állítottál?« | 29 και ειπεν αβιμελεχ τω αβρααμ τι εισιν αι επτα αμναδες των προβατων τουτων ας εστησας μονας |
30 Erre ő azt felelte: »Fogadd el kezemből ezt a hét bárányt: szolgáljanak tanúul nekem, hogy én ástam e kutat.« | 30 και ειπεν αβρααμ οτι τας επτα αμναδας ταυτας λημψη παρ' εμου ινα ωσιν μοι εις μαρτυριον οτι εγω ωρυξα το φρεαρ τουτο |
31 Azért nevezték el azt a helyet Beersebának, mert ott esküdtek meg ők ketten. | 31 δια τουτο επωνομασεν το ονομα του τοπου εκεινου φρεαρ ορκισμου οτι εκει ωμοσαν αμφοτεροι |
32 Szövetséget kötöttek tehát Beersebában. | 32 και διεθεντο διαθηκην εν τω φρεατι του ορκου ανεστη δε αβιμελεχ και οχοζαθ ο νυμφαγωγος αυτου και φικολ ο αρχιστρατηγος της δυναμεως αυτου και επεστρεψαν εις την γην των φυλιστιιμ |
33 Aztán felkelt Abimelek és Píkol, a hadvezére, és visszatértek a filiszteusok földjére. Ábrahám pedig ligetet ültetett Beersebában, és ott segítségül hívta az Úr, az Örökkévaló Isten nevét. | 33 και εφυτευσεν αβρααμ αρουραν επι τω φρεατι του ορκου και επεκαλεσατο εκει το ονομα κυριου θεος αιωνιος |
34 Még sok napon át lakott a filiszteusok földjén. | 34 παρωκησεν δε αβρααμ εν τη γη των φυλιστιιμ ημερας πολλας |