Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Premier livre de Samuel 1


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Il y avait un homme de Ramatayim, un Cuphite de la montagne d'Ephraïm, qui s'appelait Elqana, fils deYeroham, fils d'Elihu, fils de Tohu, fils de Cuph, un Ephraïmite.1 Ητο δε ανθρωπος τις εκ Ραμαθαιμ-σοφιμ, εκ του ορους Εφραιμ, και το ονομα αυτου Ελκανα, υιος του Ιεροαμ, υιου Ελιου, υιου Θοου, υιου Σουφ, Εφραθαιος.
2 Il avait deux femmes: l'une s'appelait Anne, l'autre Peninna; mais alors que Peninna avait desenfants, Anne n'en avait point.2 Και ειχεν ουτος δυο γυναικας? το ονομα της μιας Αννα, και το ονομα της δευτερας Φενιννα? η μεν Φενιννα ειχε τεκνα, η δε Αννα δεν ειχε τεκνα.
3 Chaque année, cet homme montait de sa ville pour adorer et pour sacrifier à Yahvé Sabaot à Silo(là se trouvaient les deux fils d'Eli, Hophni et Pinhas, comme prêtres de Yahvé).3 Ανεβαινε δε ο ανθρωπος ουτος εκ της πολεως αυτου κατ' ετος, δια να προσκυνηση και να προσφερη θυσιαν προς τον Κυριον των δυναμεων εν Σηλω. Και ησαν εκει οι δυο υιοι του Ηλει, Οφνει και Φινεες, ιερεις του Κυριου.
4 Un jour Elqana offrit un sacrifice. -- Il avait coutume de donner des portions à sa femme Peninnaet à tous ses fils et filles,4 Εφθασε δε η ημερα, καθ' ην εθυσιασεν ο Ελκανα και εδωκε μεριδας εις την Φενινναν την γυναικα αυτου και εις παντας τους υιους αυτης και τας θυγατερας αυτης.
5 et il n'en donnait qu'une à Anne bien qu'il préférât Anne, mais Yahvé l'avait rendue stérile.5 εις δε την Ανναν εδωκε διπλασιαν μεριδα? διοτι ηγαπα την Ανναν? αλλ' ο Κυριος ειχε κλεισει την μητραν αυτης.
6 Sa rivale lui faisait aussi des affronts pour la mettre en colère, parce que Yahvé avait rendu sonsein stérile.6 Και η αντιζηλος αυτης παρωξυνεν αυτην σφοδρα, ωστε να καμνη αυτην να αδημονη, οτι ο Κυριος ειχε κλεισει την μητραν αυτης.
7 C'est ce qui arrivait annuellement, chaque fois qu'ils montaient au temple de Yahvé: elle lui faisaitdes affronts. -- Or donc, Anne pleura et resta sans manger.7 Και ουτως εκαμνε κατ' ετος? οσακις ανεβαινεν εις τον οικον του Κυριου, ουτω παρωξυνεν αυτην? και εκεινη εκλαιε και δεν ετρωγεν.
8 Alors son mari Elqana lui dit: "Anne, pourquoi pleures-tu et ne manges-tu pas? Pourquoi es-tumalheureuse? Est-ce que je ne vaux pas pour toi mieux que dix fils?"8 Ειπε δε προς αυτην Ελκανα ο ανηρ αυτης, Αννα, δια τι κλαιεις; και δια τι δεν τρωγεις; και δια τι η καρδια σου ειναι τεθλιμμενη; δεν ειμαι εγω εις σε καλητερος παρα δεκα υιους;
9 Anne se leva après qu'ils eurent mangé dans la chambre et elle se tint devant Yahvé -- le prêtre Eliétait assis sur son siège, contre le montant de la porte, au sanctuaire de Yahvé.9 Και εσηκωθη η Αννα, αφου εφαγον εν Σηλω και αφου επιον? ο δε Ηλει ο ιερευς εκαθητο επι καθεδρας, πλησιον του παραστατου της πυλης του ναου του Κυριου.
10 Dans l'amertume de son âme, elle pria Yahvé et elle pleura beaucoup.10 Και αυτη ητο καταπικραμενη την ψυχην και προσηυχετο εις τον Κυριον, κλαιουσα καθ' υπερβολην.
11 Elle fit ce voeu: "O Yahvé Sabaot! Si tu voulais considérer la misère de ta servante, te souvenirde moi, ne pas oublier ta servante et lui donner un petit d'homme, alors je le donnerai à Yahvé pour toute sa vieet le rasoir ne passera pas sur sa tête."11 Και ηυχηθη ευχην, λεγουσα, Κυριε των δυναμεων, εαν επιβλεψης τωοντι εις την ταπεινωσιν της δουλης σου και με ενθυμηθης και δεν λησμονησης την δουλην σου, αλλα δωσης εις την δουλην σου τεκνον αρσενικον, τοτε θελω δωσει αυτο εις τον Κυριον πασας τας ημερας της ζωης αυτου, και ξυραφιον δεν θελει αναβη επι την κεφαλην αυτου.
12 Comme elle prolongeait sa prière devant Yahvé, Eli observait sa bouche.12 Ενω δε αυτη εξηκολουθει προσευχομενη ενωπιον του Κυριου, ο Ηλει παρετηρει το στομα αυτης.
13 Anne parlait tout bas: ses lèvres remuaient mais on n'entendait pas sa voix, et Eli pensa qu'elleétait ivre.13 Πλην η Αννα αυτη ελαλει εν τη καρδια αυτης? μονον τα χειλη αυτης εκινουντο, αλλ' η φωνη αυτης δεν ηκουετο? οθεν ο Ηλει ενομισεν οτι ητο μεθυσμενη.
14 Alors Eli lui dit: "Jusques à quand seras-tu dans l'ivresse? Fais passer ton vin!"14 Και ειπε προς αυτην ο Ηλει, Εως ποτε θελεις εισθαι μεθυουσα; αποβαλε τον οινον σου απο σου.
15 Mais Anne répondit ainsi: "Non, Monseigneur, je ne suis qu'une femme affligée, je n'ai bu ni vinni boisson fermentée, j'épanche mon âme devant Yahvé.15 Και απεκριθη η Αννα και ειπεν, Ουχι, κυριε μου, εγω ειμαι γυνη κατατεθλιμμενη την ψυχην? ουτε οινον ουτε σικερα δεν επιον, αλλ' εξεχεα την ψυχην μου ενωπιον του Κυριου?
16 Ne juge pas ta servante comme une vaurienne: c'est par excès de peine et de dépit que j'ai parléjusqu'à maintenant."16 μη υπολαβης την δουλην σου ως αχρειαν γυναικα? διοτι εκ του πληθους του πονου μου και της θλιψεως μου ελαλησα εως τωρα.
17 Alors Eli lui répondit: "Va en paix et que le Dieu d'Israël t'accorde ce que tu lui as demandé."17 Τοτε απεκριθη ο Ηλει και ειπεν, Υπαγε εις ειρηνην? και ο Θεος του Ισραηλ ας σοι δωση την αιτησιν σου, την οποιαν ητησας παρ' αυτου.
18 Elle dit: "Puisse ta servante trouver grâce à tes yeux", et la femme alla son chemin; elle mangeaet son visage ne fut plus le même.18 Η δε ειπεν, Ειθε η δουλη σου να ευρη χαριν εις τους οφθαλμους σου. Τοτε απηλθεν η γυνη εις την οδον αυτης και εφαγε, και το προσωπον αυτης δεν ητο πλεον σκυθρωπον.
19 Ils se levèrent de bon matin et, après s'être prosternés devant Yahvé, ils s'en retournèrent etarrivèrent chez eux, à Rama. Elqana s'unit à sa femme Anne, et Yahvé se souvint d'elle.19 Και το πρωι εσηκωθησαν ενωρις, και προσκυνησαντες ενωπιον του Κυριου, επεστρεψαν και ηλθον εις την οικιαν αυτων εις Ραμαθ. Και ο Ελκανα εγνωρισεν Ανναν την γυναικα αυτου? και ο Κυριος ενεθυμηθη αυτην.
20 Anne conçut et, au temps révolu, elle mit au monde un fils, qu'elle nomma Samuel, "car, dit-elle,je l'ai demandé à Yahvé."20 Και οτε επληρωθησαν αι ημεραι αφοτου η Αννα συνελαβεν, εγεννησεν υιον και εκαλεσε το ονομα αυτου Σαμουηλ, Διοτι παρα Κυριου ητησα αυτον, ειπε.
21 Le mari Elqana monta, avec toute sa famille, pour offrir à Yahvé le sacrifice annuel et accomplirson voeu.21 Και ανεβη ο ανθρωπος Ελκανα και πας ο οικος αυτου, δια να προσφερη προς τον Κυριον την ετησιον θυσιαν και την ευχην αυτου.
22 Mais Anne ne monta pas, car elle dit à son mari: "Pas avant que l'enfant ne soit sevré! Alors je leconduirai; il sera présenté devant Yahvé et il restera là pour toujours."22 Αλλ' η Αννα δεν ανεβη? διοτι ειπε προς τον ανδρα αυτης, Δεν θελω αναβη εωσου το παιδιον απογαλακτισθη? και τοτε θελω φερει αυτο, δια να εμφανισθη ενωπιον του Κυριου και εκει να κατοικη διαπαντος.
23 Elqana, son mari, lui répondit: "Fais comme il te plaît et attends de l'avoir sevré. Que seulementYahvé réalise sa parole!" La femme resta donc et allaita l'enfant jusqu'à son sevrage.23 Και ειπε προς αυτην Ελκανα ο ανηρ αυτης, Καμε ο, τι σοι φαινεται καλον? καθου εωσου απογαλακτισης αυτο? μονον ο Κυριος να εκπληρωση τον λογον αυτου. Και εκαθισεν η γυνη και εθηλαζε τον υιον αυτης, εωσου απεγαλακτισεν αυτον.
24 Lorsqu'elle l'eut sevré, elle l'emmena avec elle, en même temps qu'un taureau de trois ans, unemesure de farine et une outre de vin, et elle le fit entrer dans le temple de Yahvé à Silo; l'enfant était tout jeune.24 Και αφου απεγαλακτισεν αυτον, ανεβιβασεν αυτον μεθ' εαυτης, μετα τριων μοσχων και ενος εφα αλευρου και ασκου οινου, και εφερεν αυτον εις τον οικον του Κυριου εν Σηλω? το δε παιδιον ητο μικρον.
25 Ils immolèrent le taureau et ils conduisirent l'enfant à Eli.25 Και εσφαξαν τον μοσχον και εφεραν το παιδιον προς τον Ηλει.
26 Elle dit: "S'il te plaît, Monseigneur! Aussi vrai que tu vis, Monseigneur, je suis la femme qui setenait près de toi ici, priant Yahvé.26 Και ειπεν η Αννα, Ω, κυριε μου ζη η ψυχη σου, κυριε μου, εγω ειμαι η γυνη, ητις εσταθη ενταυθα πλησιον σου, δεομενη του Κυριου?
27 C'est pour cet enfant que je priais et Yahvé m'a accordé la demande que je lui ai faite.27 περι του παιδιου τουτου εδεομην? και ο Κυριος εδωκεν εις εμε την αιτησιν μου, την οποιαν ητησα παρ' αυτου?
28 A mon tour, je le cède à Yahvé tous les jours de sa vie: il est cédé à Yahvé." Et, là, ils seprosternèrent devant Yahvé.28 οθεν και εγω εδανεισα αυτο εις τον Κυριον? πασας τας ημερας της ζωης αυτου θελει εισθαι δανεισμενον εις τον Κυριον. Και προσεκυνησεν εκει τον Κυριον.