Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Livre des Juges 9


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Abimélek, fils de Yerubbaal, s'en vint à Sichem auprès des frères de sa mère et il leur adressa cesparoles, ainsi qu'à tout le clan de la maison paternelle de sa mère:1 Και υπηγεν Αβιμελεχ ο υιος του Ιεροβααλ εις Συχεμ προς τους αδελφους της μητρος αυτου και ειπε προς αυτους και προς πασαν την συγγενειαν του οικου του πατρος της μητρος αυτου, λεγων,
2 "Faites donc entendre ceci, je vous prie, aux notables de Sichem: Que vaut-il mieux pour vous? Avoirpour maîtres 70 personnes, tous les fils de Yerubbaal, ou n'en avoir qu'un seul? Souvenez-vous d'ailleurs que jesuis, moi, de vos os et de votre chair!"2 Λαλησατε, παρακαλω, εις επηκοον παντων των ανδρων της Συχεμ, Τι ειναι καλητερον εις εσας, να αρχωσιν επανω σας παντες οι υιοι του Ιεροβααλ, εβδομηκοντα ανδρες, η να αρχη εις μονος επανω σας; και ενθυμηθητε οτι οστουν υμων και σαρξ υμων ειμαι.
3 Les frères de sa mère parlèrent de lui à tous les notables de Sichem dans les mêmes termes, et leurcoeur pencha pour Abimélek, car ils se disaient: "C'est notre frère!"3 Και ελαλησαν περι αυτου οι αδελφοι της μητρος αυτου εις επηκοον παντων των ανδρων της Συχεμ παντας τους λογους τουτους? και εκλινεν η καρδια αυτων κατοπιν του Αβιμελεχ? διοτι ειπον, Αδελφος ημων ειναι.
4 Ils lui donnèrent donc 70 sicles d'argent du temple de Baal-Berit et Abimélek s'en servit poursoudoyer des gens de rien, des aventuriers, qui s'attachèrent à lui.4 Και εδωκαν εις αυτον εβδομηκοντα αργυρια εκ του οικου του Βααλ-βεριθ, και δι' αυτων εμισθωσεν ο Αβιμελεχ ανδρας ποταπους και θρασεις, και ηκολουθησαν αυτον.
5 Il se rendit alors à la maison de son père à Ophra et il massacra ses frères, les fils de Yerubbaal, 70hommes, sur une même pierre. Yotam cependant, le plus jeune fils de Yerubbaal, échappa, car il s'était caché.5 Και εισηλθεν εις τον οικον του πατρος αυτου εις Οφρα και εθανατωσε τους αδελφους αυτου τους υιους του Ιεροβααλ, εβδομηκοντα ανδρας, επι λιθον ενα? εναπελειφθη ομως ο Ιωθαμ ο νεωτερος υιος του Ιεροβααλ, διοτι εκρυφθη.
6 Puis tous les notables de Sichem et tout Bet-Millo se réunirent et ils proclamèrent roi Abimélek prèsdu chêne de la stèle qui est à Sichem.6 Και συνηχθησαν παντες οι ανδρες της Συχεμ και πας ο οικος του Μιλλω και ελθοντες εκαμον τον Αβιμελεχ βασιλεα, πλησιον της δρυος της ισταμενης εν Συχεμ.
7 On l'annonça à Yotam. Il vint se poster sur le sommet du mont Garizim et il leur cria à haute voix:"Ecoutez-moi, notables de Sichem, pour que Dieu vous écoute!7 Και οτε ανηγγελθη τουτο εις τον Ιωθαμ, υπηγε και εσταθη επι την κορυφην του ορους Γαριζιν, και υψωσε την φωνην αυτου και εβοησε και ειπε προς αυτους, Ακουσατε μου, ανδρες της Συχεμ, και θελει σας ακουσει ο Θεος.
8 Un jour les arbres se mirent en chemin pour oindre un roi qui régnerait sur eux. Ils dirent à l'olivier:Sois notre roi!8 Υπηγον ποτε τα δενδρα να χρισωσι βασιλεα εφ' εαυτων? και ειπον προς την ελαιαν, Βασιλευσον εφ' ημων.
9 L'olivier leur répondit: Faudra-t-il que je renonce à mon huile, qui rend honneur aux dieux et auxhommes, pour aller me balancer au-dessus des arbres?9 Αλλ' η ελαια ειπε προς αυτα, Να αφησω εγω το παχος μου, δια της οποιας τιμωνται Θεος και ανθρωποι, και να υπαγω να αρχω επι των δενδρων;
10 Alors les arbres dirent au figuier: Viens, toi, sois notre roi!10 Και ειπον τα δενδρα προς την συκην, Ελθε συ, βασιλευσον εφ' ημων.
11 Le figuier leur répondit: Faudra-t-il que je renonce à ma douceur et à mon excellent fruit, pour allerme balancer au-dessus des arbres?11 Αλλ' η συκη ειπε προς αυτα, Να αφησω την γλυκυτητα μου και τον καρπον μου τον καλον, και να υπαγω να αρχω επι των δενδρων;
12 Les arbres dirent alors à la vigne: Viens, toi, sois notre roi!12 Και ειπον τα δενδρα προς την αμπελον, Ελθε συ, βασιλευσον εφ' ημων.
13 La vigne leur répondit: Faudra-t-il que je renonce à mon vin, qui réjouit les dieux et les hommes,pour aller me balancer au-dessus des arbres?13 Και ειπεν η αμπελος προς αυτα, Να αφησω τον οινον μου, οστις ευφραινει Θεον και ανθρωπους, και να υπαγω να αρχω επι των δενδρων;
14 Tous les arbres dirent alors au buisson d'épines: Viens, toi, sois notre roi!14 Τοτε ειπον παντα τα δενδρα προς την ακανθαν, Ελθε συ, βασιλευσον εφ' ημων.
15 Et le buisson d'épines répondit aux arbres: Si c'est de bonne foi que vous m'oignez pour régner survous,15 Και ειπεν η ακανθα προς τα δενδρα, Εαν αληθως σεις με χριητε βασιλεα υμων, ελθετε, καταφυγετε υπο την σκιαν μου? ει δε μη, πυρ να εξελθη εκ της ακανθης και να καταφαγη τας κεδρους του Λιβανου.
16 "Ainsi donc, si c'est de bonne foi et en toute loyauté que vous avez agi et que vous avez fait roiAbimélek, si vous vous êtes bien conduits envers Yerubbaal et sa maison, si vous l'avez traité selon le mérite deses action,16 Τωρα λοιπον, εαν επραξατε εν αληθεια και ακεραιοτητι καμνοντες τον Αβιμελεχ βασιλεα, και εαν εφερθητε καλως προς τον Ιεροβααλ και προς τον οικον αυτου, και εαν εκαμετε προς αυτον κατα την αξιαν των χειρων αυτου?
17 alors que mon père a combattu pour vous, qu'il a exposé sa vie, qu'il vous a délivrés de la main deMadiân,17 διοτι ο πατηρ μου επολεμησε δια σας και ερριψοκινδυνευσε την ζωην αυτου και σας εσωσεν εκ της χειρος του Μαδιαμ?
18 vous, aujourd'hui, vous vous êtes levés contre la maison de mon père, vous avez massacré ses fils, 70hommes sur une même pierre, et vous avez établi roi sur les notables de Sichem Abimélek, le fils de son esclave,parce qu'il est votre frère! --18 και σεις εσηκωθητε σημερον εναντιον του οικου του πατρος μου και εθανατωσατε τους υιους αυτου, εβδομηκοντα ανδρας, επι λιθον ενα, και εκαμετε τον Αβιμελεχ, τον υιον της δουλης αυτου, βασιλεα επι παντων των ανδρων της Συχεμ, διοτι ειναι αδελφος σας?
19 si donc c'est de bonne foi et en toute loyauté qu'aujourd'hui vous avez agi envers Yerubbaal et enverssa maison, alors qu'Abimélek fasse votre joie et vous la sienne!19 εαν λοιπον επραξατε σημερον εν αληθεια και ακεραιοτητι προς τον Ιεροβααλ και προς τον οικον αυτου, χαιρετε εις τον Αβιμελεχ και ας χαιρη και αυτος εις εσας.
20 Sinon, qu'un feu sorte d'Abimélek et qu'il dévore les notables de Sichem et de Bet-Millo, et qu'un feusorte des notables de Sichem et Bet-Millo pour dévorer Abimélek!"20 ει δε μη, πυρ να εξελθη εκ του Αβιμελεχ και να καταφαγη τους ανδρας της Συχεμ και τον οικον του Μιλλω? και πυρ να εξελθη εκ των ανδρων της Συχεμ και εκ του οικου του Μιλλω, και να καταφαγη τον Αβιμελεχ.
21 Puis Yotam prit la fuite, il se sauva et se rendit à Béer, où il s'établit pour échapper à son frèreAbimélek.21 Τοτε εφυγεν ο Ιωθαμ μετα σπουδης και υπηγεν εις Βηρ και κατωκησεν εκει, δια τον φοβον Αβιμελεχ του αδελφου αυτου.
22 Abimélek exerça le pouvoir pendant trois ans sur Israël.22 Και εβασιλευσεν ο Αβιμελεχ επι του Ισραηλ τρια ετη.
23 Puis Dieu envoya un esprit de discorde entre Abimélek et les notables de Sichem, et les notables deSichem trahirent Abimélek.23 Και εξαπεστειλεν ο Θεος πνευμα πονηρον μεταξυ του Αβιμελεχ και των ανδρων της Συχεμ? και εστασιασαν οι ανδρες της Συχεμ κατα του Αβιμελεχ?
24 C'était afin que le crime commis contre les 70 fils de Yerubbaal fût vengé et que leur sang retombâtsur Abimélek leur frère, qui les avait massacrés, ainsi que sur les notables de Sichem qui l'avaient aidé àmassacrer ses frères.24 δια να ελθη η αδικια των εβδομηκοντα υιων του Ιεροβααλ, και να επελθη το αιμα αυτων επι τον Αβιμελεχ τον αδελφον αυτων τον θανατωσαντα αυτους, και επι τους ανδρας της Συχεμ, τους ενισχυσαντας τας χειρας αυτου, δια να θανατωση τους αδελφους αυτου.
25 Les notables de Sichem placèrent donc contre lui des embuscades au sommet des montagnes et ilsdévalisaient quiconque passait près d'eux par le chemin. On le fit savoir à Abimélek.25 Και εθεσαν κατ' αυτου οι ανδρες της Συχεμ ενεδρας επι τας κορυφας των ορεων, και εγυμνονον παντας τους διαβαινοντας πλησιον αυτων δια της οδου? και ανηγγελθη προς τον Αβιμελεχ.
26 Gaal, fils d'Obed, accompagné de ses frères, vint à passer par Sichem et il gagna la confiance desnotables de Sichem.26 Και ηλθε Γααλ ο υιος του Εβεδ και οι αδελφοι αυτου, και διεβησαν εις Συχεμ, και ενεπιστευθησαν εις αυτον οι ανδρες της Συχεμ.
27 Ceux-ci sortirent dans la campagne pour vendanger leurs vignes, ils foulèrent le raisin, organisèrentdes réjouissances et entrèrent dans le temple de leur dieu. Ils y mangèrent et burent et maudirent Abimélek.27 Και εξηλθον εις τους αγρους και ετρυγησαν τας αμπελους αυτων και επατησαν και ευθυμησαν, και υπηγαν εις τον οικον του Θεου αυτων και εφαγον και επιον, και κατηρασθησαν τον Αβιμελεχ.
28 Alors Gaal, fils d'Obed, s'écria: "Qui est Abimélek, et qu'est-ce que Sichem, pour que nous luisoyons asservis? Ne serait-ce pas au fils de Yerubbaal et à Zebul, son lieutenant, de servir les gens de Hamor,père de Sichem? Pourquoi lui serions-nous asservis, nous?28 Και ειπε Γααλ ο υιος του Εβεδ, Τις ειναι ο Αβιμελεχ, και τις η Συχεμ, ωστε να δουλευωμεν εις αυτον; δεν ειναι ουτος ο υιος του Ιεροβααλ; και Ζεβουλ ο επιστατης αυτου; δουλευσατε εις τους ανδρας του Εμμωρ πατρος του Συχεμ? και δια τι ημεις να δουλευωμεν εις εκεινον;
29 Qui me mettra ce peuple dans la main, afin que je chasse Abimélek, et je lui dirais: Renforce tonarmée et sors!"29 ειθε να εδιδετο ο λαος ουτος υπο την χειρα μου. Τοτε ηθελον εκδιωξει τον Αβιμελεχ. Και ειπε προς τον Αβιμελεχ, Πληθυνον το στρατευμα σου και εξελθε.
30 Zebul, gouverneur de la ville, apprit les propos de Gaal, fils d'Obed, et il en fut irrité.30 Και ηκουσε Ζεβουλ ο αρχων της πολεως τους λογους Γααλ του υιου του Εβεδ, και εξηφθη ο θυμος αυτου?
31 Il envoya en secret des messagers vers Abimélek, pour dire: "Voici que Gaal, fils d'Obed, avec sesfrères, est arrivé à Sichem, et ils excitent la ville contre toi.31 και απεστειλε κρυφιως μηνυτας προς τον Αβιμελεχ, λεγων, Ιδου, Γααλ ο υιος του Εβεδ και οι αδελφοι αυτου ηλθον εις Συχεμ? και ιδου, αυτοι διεγειρουσι την πολιν εναντιον σου?
32 En conséquence, lève-toi de nuit, toi et les gens que tu as avec toi, et mets-toi en embuscade dans lacampagne,32 δια τουτο λοιπον σηκωθητι την νυκτα, συ και ο λαος ο μετα σου, και βαλε ενεδρας εν τοις αγροις?
33 puis, le matin, au lever du soleil, tu surgiras et tu t'élanceras contre la ville. Quand Gaal et les gensqui sont avec lui sortiront à ta rencontre, tu les traiteras comme tu pourras."33 και το πρωι, αμα ανατειλη ο ηλιος, θελεις σηκωθη ενωρις και θελεις εφορμησει επι την πολιν? και ιδου, αυτος και ο λαος ο μετ' αυτου θελουσιν εξελθει εναντιον σου, και συ θελεις καμει εις αυτον οπως δυνηθης.
34 Abimélek se mit donc en route de nuit avec tous les gens qui étaient avec lui et ils s'embusquèrent enface de Sichem, en quatre groupes.34 Και εσηκωθη ο Αβιμελεχ και πας ο λαος ο μετ' αυτου την νυκτα και εβαλον εις ενεδραν κατα της Συχεμ τεσσαρα σωματα.
35 Comme Gaal, fils d'Obed, sortait et faisait halte à l'entrée de la porte de la ville, Abimélek et les gensqui étaient avec lui surgirent de leur embuscade.35 Και εξηλθε Γααλ ο υιος του Εβεδ και εσταθη εν τη εισοδω της πυλης της πολεως? και εσηκωθη ο Αβιμελεχ και ο λαος ο μετ' αυτου εκ της ενεδρας.
36 Gaal vit cette troupe et il dit à Zebul: "Voici des gens qui descendent du sommet des montagnes" --"C'est l'ombre des monts, lui répondit Zebul, et tu la prends pour des hommes."36 Και οτε ειδεν ο Γααλ τον λαον, ειπε προς τον Ζεβουλ, Ιδου, λαος καταβαινει απο των κορυφων των ορεων? ειπε δε προς αυτον ο Ζεβουλ, την σκιαν των ορεων βλεπεις συ ως ανδρας.
37 Gaal reprit encore: "Voici des gens qui descendent du côté du Nombril de la Terre, tandis qu'un autregroupe arrive par le chemin du Chêne des Devins."37 Και ελαλησε παλιν ο Γααλ και ειπεν, Ιδου, λαος καταβαινει απο των υψηλων του τοπου, και εν σωμα ερχεται δια της οδου της δρυος Μεωνενιμ.
38 Zebul lui dit alors: "Qu'as-tu fait de ta langue? Toi qui disais: Qui est Abimélek pour que nous luisoyons asservis? Ne sont-ce pas là les gens que tu méprisais? Sors donc maintenant et livre-lui combat."38 Τοτε ειπε προς αυτον ο Ζεβουλ, Που ειναι τωρα το στομα σου, με το οποιον ειπας, Τις ειναι ο Αβιμελεχ, ωστε να δουλευωμεν εις αυτον; Δεν ειναι ουτος ο λαος, τον οποιον εξουθενησας; εξελθε λοιπον τωρα και πολεμησον αυτους.
39 Et Gaal sortit à la tête des notables de Sichem et il livra combat à Abimélek.39 Και εξηλθεν ο Γααλ εμπροσθεν των ανδρων της Συχεμ και επολεμησε με τον Αβιμελεχ?
40 Abimélek poursuivit Gaal, qui se sauva devant lui, et beaucoup de gens de celui-ci tombèrent mortsavant d'atteindre la porte.40 ο δε Αβιμελεχ κατεδιωξεν αυτον, και εφυγεν απ' εμπροσθεν αυτου, και επεσον τετραυματισμενοι πολλοι εως της εισοδου της πυλης.
41 Abimélek demeura alors à Aruma, et Zebul, chassant Gaal et ses frères, les empêcha d'habiter àSichem.41 Και εκαθισεν Αβιμελεχ εν Αρουμα? και εξεβαλεν ο Ζεβουλ τον Γααλ και τους αδελφους αυτου, δια να μη κατοικωσιν εν Συχεμ.
42 Le lendemain, le peuple sortit dans la campagne et Abimélek en fut informé.42 Και την επαυριον εξηλθεν ο λαος εις την πεδιαδα? και ανηγγελθη προς τον Αβιμελεχ.
43 Il prit ses gens, les partagea en trois groupes et se mit en embuscade dans les champs. Lorsqu'il vitles gens sortir de la ville, il surgit contre eux et les tailla en pièces.43 Τοτε ελαβε τον λαον και διηρεσεν αυτον εις τρια σωματα και εθεσεν ενεδρας εις την πεδιαδα? και ειδε, και ιδου, ο λαος εξηρχετο εκ της πολεως? και εσηκωθη εναντιον αυτων και επαταξεν αυτους.
44 Tandis qu'Abimélek et le groupe qui était avec lui s'élançaient et prenaient position à l'entrée de laporte de la ville, les deux autres groupes se jetèrent contre tous ceux qui étaient dans la campagne et lesmassacrèrent.44 Και ο Αβιμελεχ και το σωμα το μετ' αυτον εφωρμησαν και εσταθησαν εν τη εισοδω της πυλης της πολεως? τα δε αλλα δυο σωματα εφωρμησαν επι παντας τους εν τοις αγροις και επαταξαν αυτους.
45 Toute la journée Abimélek donna l'assaut à la ville. L'ayant prise, il en massacra la population,détruisit la ville et y sema du sel.45 Και επολεμει ο Αβιμελεχ εναντιον της πολεως ολην εκεινην την ημεραν? και εκυριευσε την πολιν και εφονευσε τον λαον τον εν αυτη και κατεσκαψε την πολιν και εσπειρεν αυτην αλας.
46 A cette nouvelle, les notables de Migdal-Sichem se rendirent tous dans la crypte du temple d'El-Berit.46 Και οτε ηκουσαν παντες οι ανδρες του πυργου της Συχεμ, εισηλθον εις το οχυρωμα του οικου του Θεου Βεριθ.
47 Dès qu'Abimélek eut appris que tous les notables de Migdal-Sichem s'y étaient rassemblés,47 Και ανηγγελθη προς τον Αβιμελεχ, οτι συνηθροισθησαν παντες οι ανδρες του πυργου της Συχεμ.
48 il monta sur le mont Calmôn, lui et toute sa troupe. Prenant en mains une hache, il coupa unebranche d'arbre, qu'il souleva et chargea sur son épaule, en disant aux gens qui l'accompagnaient: "Ce que vousm'avez vu faire, vite, faites-le comme moi."48 Και ανεβη ο Αβιμελεχ εις το ορος Σαλμων, αυτος και πας ο λαος ο μετ' αυτου? και ελαβεν ο Αβιμελεχ την αξινην εις την χειρα αυτου και εκοψε κλαδον δενδρου, και εσηκωσεν αυτον και επεθεσεν επι των ωμων αυτου? και ειπε προς τον λαον τον μετ' αυτου, Ο, τι βλεπετε εμε πραττοντα, σπευσατε και σεις να πραξητε ως εγω.
49 Tous ses gens se mirent donc à couper chacun une branche, puis ils suivirent Abimélek et, entassantles branches sur la crypte, ils la brûlèrent sur ceux qui s'y trouvaient. Tous les habitants de Migdal-Sichempérirent aussi, environ mille hommes et femmes.49 Εκοψε λοιπον και πας ο λαος εκαστος τον κλαδον αυτου, και ακολουθησαντες τον Αβιμελεχ επεθεσαν αυτους εις το οχυρωμα και κατεκαυσαν εν πυρι το οχυρωμα επ' αυτους? και απεθανον ομου παντες οι ανδρες του πυργου της Συχεμ, εως χιλιοι ανδρες και γυναικες.
50 Puis Abimélek marcha sur Tébèç, il l'assiégea et la prit.50 Τοτε υπηγεν ο Αβιμελεχ εις Θαβαις? και εστρατοπεδευσεν εναντιον της Θαβαις και εκυριευσεν αυτην.
51 Il y avait là, au milieu de la ville, une tour fortifiée où se réfugièrent tous les hommes et femmes ettous les notables de la ville. Après avoir fermé la porte derrière eux, ils montèrent sur la terrasse de la tour.51 Αλλ' ητο πυργος ισχυρος εν τω μεσω της πολεως, και κατεφυγον εκει παντες οι ανδρες και αι γυναικες και παντες οι κατοικοι της πολεως, και εκλεισαν οπισθεν αυτων και ανεβησαν εις το δωμα του πυργου.
52 Abimélek parvint jusqu'à la tour et il l'attaqua. Comme il s'approchait de la porte de la tour pour ymettre le feu,52 Και υπηγεν ο Αβιμελεχ μεχρι του πυργου και επολεμει αυτον, και επλησιασε μεχρι της θυρας του πυργου δια να καυση αυτον εν πυρι.
53 une femme lui lança une meule de moulin sur la tête et lui brisa le crâne.53 Και γυνη τις ερριψε τμημα μυλοπετρας επι την κεφαλην του Αβιμελεχ και συνεθλασε το κρανιον αυτου.
54 Il appela aussitôt le jeune homme qui portait ses armes et lui dit: "Tire ton épée et tue-moi, pourqu'on ne dise pas de moi: C'est une femme qui l'a tué." Son écuyer le transperça et il mourut.54 Και εφωναξε ταχεως προς τον νεον τον οπλοφορον αυτου και ειπε προς αυτον, Συρε την μαχαιραν σου και θανατωσον με, δια να μη ειπωσι περι εμου, Γυνη εφονευσεν αυτον. Και ο νεος αυτου διεπερασεν αυτον, και απεθανε.
55 Quand les gens d'Israël virent qu'Abimélek était mort, ils s'en retournèrent chacun chez soi.55 Και οτε ειδον οι ανδρες Ισραηλ οτι απεθανεν ο Αβιμελεχ, ανεχωρησαν εκαστος εις τον τοπον αυτου.
56 Ainsi Dieu fit retomber sur Abimélek le mal qu'il avait fait à son père en égorgeant ses 70 frères.56 Ουτως ανταπεδωκεν ο Θεος την κακιαν του Αβιμελεχ, την οποιαν εκαμε προς τον πατερα αυτου, φονευσας τους εβδομηκοντα αδελφους αυτου.
57 Et Dieu fit aussi retomber sur la tête des gens de Sichem toute leur méchanceté. Ainsi s'accomplit sureux la malédiction de Yotam, fils de Yerubbaal.57 Και πασαν την κακιαν των ανδρων της Συχεμ ο Θεος ανταπεδωκεν επι τας κεφαλας αυτων? και ηλθεν επ' αυτους η καταρα του Ιωθαμ υιου του Ιεροβααλ.