Scrutatio

Domenica, 5 maggio 2024 - Beato Nunzio Sulprizio ( Letture di oggi)

Évangile selon Luc 16


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Il disait encore à ses disciples: "Il était un homme riche qui avait un intendant, et celui-ci lui futdénoncé comme dilapidant ses biens.1 Ελεγε δε και προς τους μαθητας αυτου? Ητο ανθρωπος τις πλουσιος, οστις ειχεν οικονομον, και ουτος κατηγορηθη προς αυτον ως διασκορπιζων τα υπαρχοντα αυτου.
2 Il le fit appeler et lui dit: Qu'est-ce que j'entends dire de toi? Rends compte de ta gestion, car tu nepeux plus gérer mes biens désormais.2 Και κραξας αυτον, ειπε προς αυτον? Τι ειναι τουτο το οποιον ακουω περι σου; δος τον λογαριασμον της οικονομιας σου? διοτι δεν θελεις δυνηθη πλεον να ησαι οικονομος.
3 L'intendant se dit en lui-même: Que vais-je faire, puisque mon maître me retire la gérance? Piocher? Jen'en ai pas la force; mendier? J'aurai honte...3 Ειπε δε καθ' εαυτον ο οικονομος? Τι να καμω, επειδη ο κυριος μου αφαιρει απ' εμου την οικονομιαν; να σκαπτω δεν δυναμαι, να ζητω εντρεπομαι?
4 Ah! je sais ce que je vais faire, pour qu'une fois relevé de ma gérance, il y en ait qui m'accueillent chezeux.4 ενοησα τι πρεπει να καμω, δια να με δεχθωσιν εις τους οικους αυτων, οταν αποβληθω της οικονομιας.
5 "Et, faisant venir un à un les débiteurs de son maître, il dit au premier: Combien dois-tu à mon maître?--5 Και προσκαλεσας ενα εκαστον των χρεωφειλετων του κυριου αυτου, ειπε προς τον πρωτον? Ποσον χρεωστεις εις τον κυριον μου;
6 Cent barils d'huile, lui dit-il. Il lui dit: Prends ton billet, assieds-toi et écris vite 50.6 Ο δε ειπεν? Εκατον μετρα ελαιου. Και ειπε προς αυτον? Λαβε το εγγραφον σου και καθησας ταχεως γραψον πεντηκοντα.
7 Puis il dit à un autre: Et toi, combien dois-tu? - Cent mesures de blé, dit-il. Il lui dit: Prends ton billet,et écris 80.7 Επειτα ειπε προς αλλον? Συ δε ποσον χρεωστεις; Ο δε ειπεν? Εκατον μοδια σιτου. Και λεγει προς αυτον? Λαβε το εγγραφον σου και γραψον ογδοηκοντα.
8 "Et le maître loua cet intendant malhonnête d'avoir agi de façon avisée. Car les fils de ce monde-cisont plus avisés envers leurs propres congénères que les fils de la lumière.8 Και επηνεσεν ο κυριος τον αδικον οικονομον, οτι φρονιμως επραξε? διοτι οι υιοι του αιωνος τουτου ειναι φρονιμωτεροι εις την εαυτων γενεαν παρα τους υιους του φωτος.
9 "Eh bien! moi je vous dis: faites-vous des amis avec le malhonnête Argent, afin qu'au jour où ilviendra à manquer, ceux-ci vous accueillent dans les tentes éternelles.9 Και εγω σας λεγω? Καμετε εις εαυτους φιλους εκ του μαμωνα της αδικιας, δια να σας δεχθωσιν εις τας αιωνιους σκηνας, οταν εκλειψητε.
10 Qui est fidèle en très peu de chose est fidèle aussi en beaucoup, et qui est malhonnête en très peu estmalhonnête aussi en beaucoup.10 Ο εν τω ελαχιστω πιστος και εν τω πολλω πιστος ειναι, και ο εν τω ελαχιστω αδικος και εν τω πολλω αδικος ειναι.
11 Si donc vous ne vous êtes pas montrés fidèles pour le malhonnête Argent, qui vous confiera le vraibien?11 Εαν λοιπον εις τον αδικον μαμωνα δεν εφανητε πιστοι, τον αληθινον πλουτον τις θελει σας εμπιστευθη;
12 Et si vous ne vous êtes pas montrés fidèles pour le bien étranger, qui vous donnera le vôtre?12 Και εαν εις το ξενον δεν εφανητε πιστοι, τις θελει σας δωσει το ιδικον σας;
13 "Nul serviteur ne peut servir deux maîtres: ou il haïra l'un et aimera l'autre, ou il s'attachera à l'un etméprisera l'autre. Vous ne pouvez servir Dieu et l'Argent."13 Ουδεις δουλος δυναται να δουλευη δυο κυριους διοτι η τον ενα θελει μισησει και τον αλλον θελει αγαπησει? η εις τον ενα θελει προσκολληθη και τον αλλον θελει καταφρονησει. Δεν δυνασθε να δουλευητε Θεον και μαμωνα.
14 Les Pharisiens, qui sont amis de l'argent, entendaient tout cela et ils se moquaient de lui.14 Ηκουον δε ταυτα παντα και οι Φαρισαιοι, φιλαργυροι οντες, και περιεγελων αυτον.
15 Il leur dit: "Vous êtes, vous, ceux qui se donnent pour justes devant les hommes, mais Dieu connaîtvos coeurs; car ce qui est élevé pour les hommes est objet de dégoût devant Dieu.15 Και ειπε προς αυτους? Σεις εισθε οι δικαιονοντες εαυτους ενωπιον των ανθρωπων, ο Θεος ομως γνωριζει τας καρδιας σας? διοτι εκεινο, το οποιον μεταξυ των ανθρωπων ειναι υψηλον, βδελυγμα ειναι ενωπιον του Θεου.
16 "Jusqu'à Jean ce furent la Loi et les Prophètes; depuis lors le Royaume de Dieu est annoncé, et touss'efforcent d'y entrer par violence.16 Ο νομος και οι προφηται εως Ιωαννου υπηρχον? απο τοτε η βασιλεια του Θεου ευαγγελιζεται, και πας τις βιαζεται να εισελθη εις αυτην.
17 "Il est plus facile que le ciel et la terre passent que ne tombe un seul menu trait de la Loi.17 Ευκολωτερον δε ειναι ο ουρανος και η γη να παρελθωσι παρα μια κεραια του νομου να πεση.
18 "Tout homme qui répudie sa femme et en épouse une autre commet un adultère, et celui qui épouseune femme répudiée par son mari commet un adultère.18 Πας οστις χωριζεται την γυναικα αυτου και νυμφευεται αλλην, μοιχευει, και πας οστις νυμφευεται κεχωρισμενην απο ανδρος, μοιχευει.
19 "Il y avait un homme riche qui se revêtait de pourpre et de lin fin et faisait chaque jour brillantechère.19 Ητο δε ανθρωπος τις πλουσιος και ενεδυετο πορφυραν και στολην βυσσινην, ευφραινομενος καθ' ημεραν μεγαλοπρεπως.
20 Et un pauvre, nommé Lazare, gisait près de son portail, tout couvert d'ulcères.20 Ητο δε πτωχος τις ονομαζομενος Λαζαρος, οστις εκειτο πεπληγωμενος πλησιον της πυλης αυτου
21 Il aurait bien voulu se rassasier de ce qui tombait de la table du riche... Bien plus, les chiens eux-mêmes venaient lécher ses ulcères.21 και επεθυμει να χορτασθη απο των ψιχιων των πιπτοντων απο της τραπεζης του πλουσιου? αλλα και οι κυνες ερχομενοι εγλειφον τας πληγας αυτου.
22 Or il advint que le pauvre mourut et fut emporté par les anges dans le sein d'Abraham. Le riche aussimourut, et on l'ensevelit.22 Απεθανε δε ο πτωχος και εφερθη υπο των αγγελων εις τον κολπον του Αβρααμ? απεθανε δε και ο πλουσιος και εταφη.
23 "Dans l'Hadès, en proie à des tortures, il lève les yeux et voit de loin Abraham, et Lazare en son sein.23 Και εν τω αδη υψωσας τους οφθαλμους αυτου, ενω ητο εν βασανοις, βλεπει τον Αβρααμ απο μακροθεν και τον Λαζαρον εν τοις κολποις αυτου.
24 Alors il s'écria: Père Abraham, aie pitié de moi et envoie Lazare tremper dans l'eau le bout de sondoigt pour me rafraîchir la langue, car je suis tourmenté dans cette flamme.24 Και αυτος φωναξας ειπε? Πατερ Αβρααμ, ελεησον με και πεμψον τον Λαζαρον, δια να βαψη το ακρον του δακτυλου αυτου εις υδωρ και να καταδροσιση την γλωσσαν μου, διοτι βασανιζομαι εν τη φλογι ταυτη?
25 Mais Abraham dit: Mon enfant, souviens-toi que tu as reçu tes biens pendant ta vie, et Lazarepareillement ses maux; maintenant ici il est consolé, et toi, tu es tourmenté.25 ειπε δε ο Αβρααμ? Τεκνον, ενθυμηθητι οτι απελαβες συ τα αγαθα σου εν τη ζωη σου, και ο Λαζαρος ομοιως τα κακα? τωρα ουτος μεν παρηγορειται, συ δε βασανιζεσαι?
26 Ce n'est pas tout: entre nous et vous un grand abîme a été fixé, afin que ceux qui voudraient passerd'ici chez vous ne le puissent, et qu'on ne traverse pas non plus de là-bas chez nous.26 και εκτος τουτων παντων, μεταξυ ημων και υμων χασμα μεγα ειναι εστηριγμενον, ωστε οι θελοντες να διαβωσιν εντευθεν προς εσας να μη δυνανται, μηδε οι εκειθεν να διαπερωσι προς υμας.
27 "Il dit alors: Je te prie donc, père, d'envoyer Lazare dans la maison de mon père,27 Ειπε δε? παρακαλω σε λοιπον, πατερ, να πεμψης αυτον εις τον οικον του πατρος μου?
28 car j'ai cinq frères; qu'il leur porte son témoignage, de peur qu'ils ne viennent, eux aussi, dans ce lieude la torture.28 διοτι εχω πεντε αδελφους? δια να μαρτυρηση εις αυτους, ωστε να μη ελθωσι και αυτοι εις τον τοπον τουτον της βασανου.
29 Et Abraham de dire: Ils ont Moïse et les Prophètes; qu'ils les écoutent. --29 Λεγει προς αυτον ο Αβρααμ, Εχουσι τον Μωυσην και τους προφητας? ας ακουσωσιν αυτους.
30 Non, père Abraham, dit-il, mais si quelqu'un de chez les morts va les trouver, ils se repentiront.30 Ο δε ειπεν? Ουχι, πατερ Αβρααμ, αλλ' εαν τις απο νεκρων υπαγη προς αυτους, θελουσι μετανοησει.
31 Mais il lui dit: Du moment qu'ils n'écoutent pas Moïse et les Prophètes, même si quelqu'un ressuscited'entre les morts, ils ne seront pas convaincus."31 Ειπε δε προς αυτον? Εαν τον Μωυσην και τους προφητας δεν ακουωσιν, ουδε εαν τις αναστηθη εκ νεκρων θελουσι πεισθη.