1 Parole de Yahvé, qui fut adressée à Joël, fils de Petuel. | 1 Ο λογος του Κυριου ο γενομενος προς Ιωηλ τον υιον του Φαθουηλ. |
2 Ecoutez ceci, les anciens, prêtez l'oreille, tous les habitants du pays! Est-il de votre temps survenurien de tel, ou du temps de vos pères? | 2 Ακουσατε τουτο, οι πρεσβυτεροι, και δοτε ακροασιν, παντες οι κατοικουντες την γην? εγεινε τουτο εν ταις ημεραις υμων η εν ταις ημεραις των πατερων υμων; |
3 Racontez-le à vos fils, et vos fils à leurs fils, et leurs fils à la génération qui suivra! | 3 Διηγηθητε προς τα τεκνα σας περι τουτου και τα τεκνα σας προς τα τεκνα αυτων και τα τεκνα αυτων προς αλλην γενεαν. |
4 Ce qu'a laissé le gazam, la sauterelle l'a dévoré! Ce qu'a laissé la sauterelle, le yèlèq l'a dévoré! Cequ'a laissé le yèlèq, le hasil l'a dévoré! | 4 Ο, τι αφηκεν η καμπη, κατεφαγεν η ακρις? και ο, τι αφηκεν η ακρις, κατεφαγεν ο βρουχος? και ο, τι αφηκεν ο βρουχος, κατεφαγεν η ερυσιβη. |
5 Réveillez-vous, ivrognes, et pleurez! Tous les buveurs de vin, lamentez-vous sur le vin nouveau: ilvous est retiré de la bouche! | 5 Ανανηψατε, μεθυσοι, και κλαυσατε, και ολολυξατε, παντες οι οινοποται, δια τον νεον οινον? διοτι αφηρεθη απο του στοματος σας. |
6 Car un peuple est monté contre mon pays, puissant et innombrable; ses dents sont dents de lion, il ades crocs de lionne. | 6 Επειδη εθνος ανεβη επι την γην μου, ισχυρον και αναριθμητον, του οποιου οι οδοντες ειναι οδοντες λεοντος, και εχει μυλοδοντας σκυμνου. |
7 Il a fait de ma vigne un désert, réduit en miettes mon figuier; il les a tout pelés, abattus, leurs rameauxsont devenus blancs! | 7 Εθεσε την αμπελον μου εις αφανισμον και τας συκας μου εις θραυσιν? ολως εξελεπισεν αυτην και απερριψε? τα κληματα αυτης εμειναν λευκα. |
8 Gémis, comme sur le fiancé de sa jeunesse la vierge revêtue du sac! | 8 Θρηνησον ως νυμφη περιεζωσμενη σακκον δια τον ανδρα της νεοτητος αυτης. |
9 Oblation et libation ont disparu de la maison de Yahvé. Ils sont en deuil, les prêtres, serviteurs deYahvé. | 9 Η προσφορα και η σπονδη αφηρεθη απο του οικου του Κυριου? πενθουσιν οι ιερεις, οι λειτουργοι του Κυριου. |
10 La campagne est ravagée, la terre est en deuil. Car les blés sont ravagés, le vin fait défaut, l'huilefraîche tarit. | 10 Ηρημωθη η πεδιας, πενθει η γη? διοτι ηφανισθη ο σιτος, εξηρανθη ο νεος οινος, εξελιπε το ελαιον. |
11 Soyez consternés, laboureurs, lamentez-vous, vignerons, sur le froment et sur l'orge, car elle estperdue, la moisson des champs. | 11 Αισχυνθητε, γεωργοι? ολολυξατε, αμπελουργοι, δια τον σιτον και δια την κριθην? διοτι ο θερισμος του αγρου απωλεσθη. |
12 La vigne est étiolée et le figuier flétri; grenadiers, palmiers et pommiers, tous les arbres des champsont séché. Oui, la gaieté s'est tarie parmi les humains. | 12 Η αμπελος εξηρανθη και η συκη εξελιπεν? η ροιδια και ο φοινιξ και η μηλεα, παντα τα δενδρα του αγρου εξηρανθησαν, ωστε εξελιπεν η χαρα απο των υιων των ανθρωπων. |
13 Prêtres, revêtez-vous du sac! Poussez des cris de deuil! Lamentez-vous, serviteurs de l'autel! Venez,passez la nuit vêtus du sac, serviteurs de mon Dieu! Car la maison de votre Dieu est privée d'oblation et delibation. | 13 Περιζωσθητε και θρηνειτε, ιερεις? ολολυζετε, λειτουργοι του θυσιαστηριου? ελθετε, διανυκτερευσατε εν σακκω, λειτουργοι του Θεου μου? διοτι η προσφορα και η σπονδη επαυθη απο του οικου του Θεου σας. |
14 Prescrivez un jeûne, publiez une solennité, réunissez, anciens, tous les habitants du pays à la maisonde Yahvé votre Dieu. Criez vers Yahvé: | 14 Αγιασατε νηστειαν, κηρυξατε συναξιν επισημον, συναξατε τους πρεσβυτερους, παντας τους κατοικους του τοπου, εις τον οικον Κυριου του Θεου σας? και βοησατε προς τον Κυριον, |
15 Ah! Quel jour! Car il est proche, le jour de Yahvé, il arrive comme une dévastation venant deShaddaï. | 15 Οιμοι δια την ημεραν εκεινην? διοτι η ημερα του Κυριου επλησιασε και θελει ελθει ως ολεθρος απο του Παντοδυναμου. |
16 Les aliments n'ont-ils pas disparu sous nos yeux, la joie et l'allégresse de la maison de notre Dieu? | 16 Δεν αφηρεθησαν αι τροφαι απ' εμπροσθεν των οφθαλμων ημων, η ευφροσυνη και η χαρα απο του οικου του Θεου ημων; |
17 Les grains se sont racornis sous leurs mottes; les granges sont dévastées, les greniers en ruines, car leblé fait défaut. | 17 Οι σποροι φθειρονται υπο τους βωλους αυτων, αι σιτοθηκαι ηρημωθησαν, αι αποθηκαι εχαλασθησαν? διοτι ο σιτος εξηρανθη. |
18 Comme le bétail gémit! Les troupeaux de boeufs errent affolés, car ils n'ont plus de pâtures. Mêmeles troupeaux de brebis subissent le châtiment. | 18 Πως στεναζουσι τα κτηνη? αδημονουσιν αι αγελαι των βοων, διοτι δεν εχουσι βοσκην? ναι, τα ποιμνια των προβατων ηφανισθησαν. |
19 Yahvé, je crie vers toi! car le feu a dévoré les pacages des landes, la flamme a consumé tous lesarbres des champs. | 19 Κυριε, προς σε θελω βοησει? διοτι το πυρ κατηναλωσε τας βοσκας της ερημου και η φλοξ κατεκαυσε παντα τα δενδρα του αγρου. |
20 Même les bêtes des champs languissent après toi, car les cours d'eau sont à sec, le feu a dévoré lespacages des landes. | 20 Τα κτηνη ετι της πεδιαδος χασκουσι προς σε? διοτι εξηρανθησαν οι ρυακες των υδατων και πυρ κατεφαγε τας βοσκας της ερημου. |