Scrutatio

Sabato, 4 maggio 2024 - San Ciriaco ( Letture di oggi)

Deuxième livre des Rois 5


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Naamân, chef de l'armée du roi d'Aram, était un homme en grande considération et faveur auprès deson maître, car c'était par lui que Yahvé avait accordé la victoire aux Araméens, mais cet homme était lépreux.1 Ο δε Νεεμαν, ο στρατηγος του βασιλεως της Συριας, ητο ανηρ μεγας ενωπιον του κυριου αυτου και τιμωμενος, επειδη ο Κυριος δι' αυτου εδωκε σωτηριαν εις την Συριαν? και ο ανθρωπος ητο δυνατος εν ισχυι, λεπρος ομως.
2 Or les Araméens, sortis en razzia, avaient enlevé du territoire d'Israël une petite fille qui était entréeau service de la femme de Naamân.2 Εξηλθον δε οι Συριοι κατα ταγματα και εφερον αιχμαλωτον εκ της γης του Ισραηλ μικραν τινα κορην? και υπηρετει την γυναικα του Νεεμαν.
3 Elle dit à sa maîtresse: "Ah! si seulement mon maître s'adressait au prophète de Samarie! Il ledélivrerait de sa lèpre."3 Και ειπε προς την κυριαν αυτης, Ειθε να ητο ο κυριος μου εμπροσθεν του προφητου του εν Σαμαρεια, διοτι ηθελεν ιατρευσει αυτον απο της λεπρας αυτου.
4 Naamân alla informer son seigneur: "Voilà, dit-il, de quelle et quelle manière a parlé la jeune fille quivient du pays d'Israël."4 Και εισελθων ο Νεεμαν απηγγειλε προς τον κυριον αυτου, λεγων, Ουτω και ουτως ελαλησεν η κορη η εκ της γης του Ισραηλ.
5 Le roi d'Aram répondit: "Pars donc, je vais envoyer une lettre au roi d'Israël." Naamân partit, prenantavec lui dix talents d'argent, 6.000 sicles d'or et dix habits de fête.5 Και ειπεν ο βασιλευς της Συριας, Ελθε, υπαγε, και θελω στειλει επιστολην προς τον βασιλεα του Ισραηλ. Και ανεχωρησε και ελαβεν εν τη χειρι αυτου δεκα ταλαντα αργυριου και εξ χιλιαδας χρυσους και δεκα αλλαγας ενδυματων?
6 Il présenta au roi d'Israël la lettre, ainsi conçue: "En même temps que te parvient cette lettre, jet'envoie mon serviteur Naamân, pour que tu le délivres de sa lèpre."6 Και εφερε την επιστολην προς τον βασιλεα του Ισραηλ, λεγουσαν, Και τωρα καθως ελθη επιστολη αυτη προς σε, ιδου, εστειλα προς σε Νεεμαν τον δουλον μου, δια να ιατρευσης αυτον απο της λεπρας αυτου.
7 A la lecture de la lettre, le roi d'Israël déchira ses vêtements et dit: "Suis-je un dieu qui puisse donnerla mort et la vie, pour que celui-là me mande de délivrer quelqu'un de sa lèpre? Pour sûr, rendez-vous biencompte qu'il me cherche querelle!"7 Και καθως ανεγνωσεν ο βασιλευς του Ισραηλ την επιστολην, διεσχισε τα ιματια αυτου, και ειπε, Θεος ειμαι εγω, δια να θανατονω και να ζωοποιω, ωστε ουτος στελλει προς εμε να ιατρευσω ανθρωπον απο της λεπρας αυτου; γνωρισατε λοιπον, παρακαλω, και ιδετε οτι ουτος ζητει προφασιν εναντιον μου.
8 Mais quand Elisée apprit que le roi d'Israël avait déchiré ses vêtements, il fit dire au roi: "Pourquoias-tu déchiré tes vêtements? Qu'il vienne donc vers moi, et il saura qu'il y a un prophète en Israël."8 Ως δε ηκουσεν ο Ελισσαιε, ο ανθρωπος του Θεου, οτι ο βασιλευς του Ισραηλ διεσχισε τα ιματια αυτου, απεστειλε προς τον βασιλεα, λεγων, Δια τι διεσχισας τα ιματια σου; ας ελθη τωρα προς εμε, και θελει γνωρισει οτι ειναι προφητης εν τω Ισραηλ.
9 Naamân arriva avec son attelage et son char et s'arrêta à la porte de la maison d'Elisée,9 Τοτε ηλθεν ο Νεεμαν μετα των ιππων αυτου και μετα της αμαξης αυτου, και εσταθη εις την θυραν της οικιας του Ελισσαιε.
10 et Elisée envoya un messager lui dire: "Va te baigner sept fois dans le Jourdain, ta chair redeviendranette."10 Και απεστειλε προς αυτον ο Ελισσαιε μηνυτην, λεγων, Υπαγε και λουσθητι επτακις εν τω Ιορδανη, και θελει επανελθει η σαρξ σου εις σε, και θελεις καθαρισθη.
11 Naamân, irrité, s'en alla en disant: "Je m'étais dit: Sûrement il sortira et se présentera lui-même, puisil invoquera le nom de Yahvé son Dieu, il agitera la main sur l'endroit malade et délivrera la partie lépreuse.11 Ο δε Νεεμαν εθυμωθη και ανεχωρησε και ειπεν, Ιδου, εγω ελεγον, Θελει βεβαιως εξελθει προς εμε και θελει σταθη και επικαλεσθη το ονομα Κυριου του Θεου αυτου, και διακινησει την χειρα αυτου επι τον τοπον και ιατρευσει τον λεπρον?
12 Est-ce que les fleuves de Damas, l'Abana et le Parpar, ne valent pas mieux que toutes les eauxd'Israël? Ne pourrais-je pas m'y baigner pour être purifié?" Il tourna bride et partit en colère.12 ο Αβανα και ο Φαρφαρ, ποταμοι της Δαμασκου, δεν ειναι καλητεροι υπερ παντα τα υδατα του Ισραηλ; δεν ηδυναμην να λουσθω εν αυτοις και να καθαρισθω; Και στραφεις, ανεχωρησε μετα θυμου.
13 Mais ses serviteurs s'approchèrent et s'adressèrent à lui en ces termes: "Mon père! Si le prophètet'avait prescrit quelque chose de difficile, ne l'aurais-tu pas fait? Combien plus, lorsqu'il te dit: "Baigne-toi et tuseras purifié."13 Επλησιασαν δε οι δουλοι αυτου και ελαλησαν προς αυτον και ειπον? Πατερ μου, εαν ο προφητης ηθελε σοι ειπει μεγα πραγμα, δεν ηθελες καμει αυτο; ποσω μαλλον τωρα, οταν σοι λεγη, Λουσθητι και καθαρισθητι;
14 Il descendit donc et se plongea sept fois dans le Jourdain, selon la parole d'Elisée: sa chair redevintnette comme la chair d'un petit enfant.14 Τοτε κατεβη και εβυθισθη επτακις εις τον Ιορδανην, κατα τον λογον του ανθρωπου του Θεου? και η σαρξ αυτου αποκατεστη ως σαρξ παιδιου μικρου, και εκαθαρισθη.
15 Il revint chez Elisée avec toute son escorte, il entra, se présenta devant lui et dit: "Oui, je saisdésormais qu'il n'y a pas de Dieu par toute la terre sauf en Israël! Maintenant, accepte, je te prie, un présent deton serviteur."15 Και επεστρεψε προς τον ανθρωπον του Θεου, αυτος και πασα η συνοδια αυτου, και ηλθε και εσταθη εμπροσθεν αυτου? και ειπεν, Ιδου, τωρα εγνωρισα οτι δεν ειναι Θεος εν παση τη γη, ειμη εν τω Ισραηλ? οθεν τωρα δεχθητι, παρακαλω, δωρον παρα του δουλου σου.
16 Mais Elisée répondit: "Aussi vrai qu'est vivant Yahvé que je sers, je n'accepterai rien." Naamân lepressa d'accepter, mais il refusa.16 Ο δε ειπε, Ζη Κυριος, ενωπιον του οποιον παρισταμαι, δεν θελω δεχθη. Ο δε εβιαζεν αυτον να δεχθη, αλλα δεν εστερξε.
17 Alors Naamân dit: "Puisque c'est non, permets qu'on donne à ton serviteur de quoi charger de terredeux mulets, car ton serviteur n'offrira plus ni holocauste ni sacrifice à d'autres dieux qu'à Yahvé.17 Και ειπεν ο Νεεμαν, Και αν μη, ας δοθη, παρακαλω, εις τον δουλον σου δυο ημιονων φορτιον εκ του χωματος τουτου, διοτι ο δουλος σου δεν θελει προσφερει εις το εξης ολοκαυτωμα ουδε θυσιαν εις αλλους θεους, παρα μονον εις τον Κυριον?
18 Seulement, que Yahvé pardonne ceci à ton serviteur: quand mon maître va au temple de Rimmônpour y adorer, il s'appuie sur mon bras et je me prosterne dans le temple de Rimmôn en même temps qu'il le fait;veuille Yahvé pardonner cette action à son serviteur!"18 περι τουτου του πραγματος ας συγχωρηση ο Κυριος τον δουλον σου, οτι, οταν εισερχηται ο κυριος μου εις τον οικον του Ριμμων δια να προσκυνηση εκει, και στηριζηται επι την χειρα μου, και εγω κλινω εμαυτον εν τω οικω του Ριμμων, ενω κλινω εμαυτον εν τω οικω του Ριμμων, ο Κυριος ας συγχωρηση τον δουλον σου περι του πραγματος τουτου
19 Elisée lui répondit: "Va en paix", et Naamân s'éloigna un bout de chemin.19 Και ειπε προς αυτον, Υπαγε εν ειρηνη. Και ανεχωρησεν απ' αυτου μικρον τι διαστημα.
20 Géhazi, le serviteur d'Elisée, se dit: "Mon maître a ménagé Naamân, cet Araméen, en n'acceptantpas de lui ce qu'il avait offert. Aussi vrai que Yahvé est vivant, je cours après lui et j'en obtiendrai quelquechose."20 Ειπε δε ο Γιεζει, ο υπηρετης του Ελισσαιε του ανθρωπου του Θεου, Ιδου, εφεισθη ο κυριος μου του Νεεμαν τουτου του Συριου, ωστε να μη λαβη εκ της χειρος αυτου εκεινο το οποιον εφερε? πλην, ζη Κυριος, εγω θελω τρεξει κατοπιν αυτου και θελω λαβει τι παρ' αυτου.
21 Et Géhazi se lança à la poursuite de Naamân. Lorsque Naamân le vit courir derrière lui, il sauta deson char à sa rencontre et demanda: "Cela va-t-il bien?"21 Και ετρεξεν ο Γιεζει κατοπιν του Νεεμαν. Και οτε ειδεν αυτον ο Νεεμαν τρεχοντα κατοπιν αυτου, επηδησεν εκ της αμαξης εις συναντησιν αυτου και ειπε, Καλως εχετε;
22 Il répondit: "Bien. Mon maître m'a envoyé te dire: A l'instant m'arrivent deux jeunes gens de lamontagne d'Ephraïm, des frères prophètes. Donne pour eux, je te prie, un talent d'argent et deux habits de fête."22 Ο δε ειπε, Καλως? ο κυριος μου με απεστειλε, λεγων, Ιδου, ταυτην την ωραν ηλθον προς εμε, εκ του ορους Εφραιμ, δυο νεοι εκ των υιων των προφητων? δος εις αυτους, παρακαλω, εν ταλαντον αργυριου και δυο αλλαγας ενδυματων.
23 Naamân dit: "Veuille accepter deux talents", et il insista; il lia les deux talents d'argent dans deuxsacs, avec les deux habits de fête, et les remit à deux de ses serviteurs qui les portèrent devant Géhazi.23 Και ειπεν ο Νεεμαν, Λαβε ευχαριστως δυο ταλαντα. Και εβιασεν αυτον, και εδωσε τα δυο ταλαντα του αργυριου εις δυο θυλακια, μετα δυο αλλαγων ενδυματων? και επεθεσεν αυτα εις δυο εκ των δουλων αυτου, και εβασταζον αυτα εμπροσθεν αυτου.
24 Quand il arriva à l'Ophel, il les prit de leurs mains et les déposa dans la maison; puis il congédia leshommes, qui s'en allèrent.24 Και οτε ηλθεν εις Οφηλ, ελαβεν αυτα εκ των χειρων αυτων και εφυλαξεν εν τω οικω? και απελυσε τους ανδρας, και ανεχωρησαν.
25 Quant à lui, il vint se tenir près de son maître. Elisée lui demanda: "D'où viens-tu, Géhazi?" Ilrépondit: "Ton serviteur n'est allé nulle part."25 Αυτος δε εισηλθε και εσταθη εμπροσθεν του κυριου αυτου. Και ειπε προς αυτον ο Ελισσαιε, Ποθεν, Γιεζει; Ο δε ειπεν, Ο δουλος σου δεν υπηγε πουποτε.
26 Mais Elisée lui dit: "Mon coeur n'était-il pas présent lorsque quelqu'un a quitté son char à tarencontre? Maintenant tu as reçu l'argent, et tu peux acheter avec cela jardins, oliviers et vignes, petit et grosbétail, serviteurs et servantes.26 Και ειπε προς αυτον, Δεν υπηγεν η καρδια μου μετα σου, οτε ο ανθρωπος επεστρεψεν απο της αμαξης αυτου εις συναντησιν σου; ειναι καιρος να λαβης αργυριον και να λαβης ιματια και ελαιωνας και αμπελωνας και προβατα και βοας και δουλους και δουλας;
27 Mais la lèpre de Naamân s'attachera à toi et à ta postérité pour toujours." Et Géhazi s'éloigna de luiblanc de lèpre comme la neige.27 δια τουτο η λεπρα του Νεεμαν θελει κολληθη εις σε και εις το σπερμα σου εις τον αιωνα. Και εξηλθεν απ' εμπροσθεν αυτου λελεπρωμενος ως χιων.