Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Deuxième livre des Rois 4


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Γυνη δε τις εκ των γυναικων των υιων των προφητων εβοα προς τον Ελισσαιε, λεγουσα, Ο δουλος σου ο ανηρ μου απεθανε? και συ εξευρεις οτι ο δουλος σου εφοβειτο τον Κυριον? και ο δανειστης ηλθε να λαβη τους δυο υιους μου εις εαυτον δια δουλους.
2 Elisée lui dit: "Que puis-je faire pour toi? Dis-moi, qu'as-tu à la maison?" Elle répondit: "Ta servanten'a rien du tout à la maison, sauf un flacon d'huile."2 Και ειπε προς αυτην ο Ελισσαιε, Τι να σοι καμω; φανερωσον μοι τι εχεις εν τω οικω σου; Η δε ειπεν, Η δουλη σου δεν εχει ουδεν εν τω οικω, ειμη εν αγγειον ελαιου.
3 Alors, il dit: "Va emprunter dehors des vases à tous tes voisins, des vases vides et pas trop peu!3 Και ειπεν, Υπαγε, δανεισθητι εξωθεν αγγεια παρα παντων των γειτονων σου, αγγεια κενα? δανεισθητι ουχι ολιγα?
4 Puis tu rentreras, tu fermeras la porte sur toi et sur tes fils et tu verseras l'huile dans tous ces vases, enles mettant de côté à mesure qu'ils seront pleins."4 εισελθε επειτα και κλεισον την θυραν οπισθεν σου και οπισθεν των υιων σου, και χυσον εκ του ελαιου εις παντα τα σκευη εκεινα, και τα γεμιζομενα θες κατα μερος.
5 Elle le quitta et ferma la porte sur elle et sur ses fils; ceux-ci lui tendaient les vases et elle ne cessaitde verser.5 Ανεχωρησε λοιπον απ' αυτου και εκλεισε θυραν οπισθεν αυτης και οπισθεν των υιων αυτης? και εκεινοι μεν επλησιαζον εις αυτην τα αγγεια, αυτη δε ενεχεε.
6 Or, quand les vases furent pleins, elle dit à son fils: "Tends-moi encore un vase", mais il répondit: "Iln'y a plus de vase"; alors l'huile cessa de couler.6 Και αφου εγεμισαν τα αγγεια, ειπε προς τον υιον αυτης, Φερε μοι και αλλο αγγειον. Ο δε ειπε προς αυτην, Δεν ειναι αλλο αγγειον. Και εσταθη το ελαιον.
7 Elle alla rendre compte à l'homme de Dieu, qui dit: "Va vendre cette huile, tu rachèteras ton gage ettu vivras du reste, toi et tes fils!"7 Τοτε ηλθε και απηγγειλε προς τον ανθρωπον του Θεου. Και εκεινος ειπεν, Υπαγε, πωλησον το ελαιον και πληρωσον το χρεος σου και ζησον με το υπολοιπον, συ και τα τεκνα σου.
8 Un jour qu'Elisée passait à Shunem, une femme de qualité qui y vivait l'invita à table. Depuis, chaquefois qu'il passait, il se rendait là pour manger.8 Και εν ημερα τινι διεβαινεν ο Ελισσαιε εις Σουναμ, οπου ητο γυνη τις μεγαλη, και αυτη εκρατησεν αυτον δια να φαγη αρτον. Και οσακις διεβαινεν, εστρεφεν εκει δια να φαγη αρτον.
9 Elle dit à son mari: "Vois! Je suis sûre que c'est un saint homme de Dieu qui passe toujours par cheznous.9 Και ειπεν η γυνη προς τον ανδρα αυτης, Ιδου τωρα, γνωριζω οτι ειναι αγιος ανθρωπος του Θεου ουτος, οστις παντοτε διαβαινει προς ημας?
10 Construisons-lui donc une petite chambre haute avec des murs, et nous y mettrons pour lui un lit,une table, un siège et une lampe: quand il viendra chez nous, il se retirera là."10 ας καμωμεν, παρακαλω, μικρον υπερωον επι του τοιχου? και ας βαλωμεν εκει δι' αυτον κλινην και τραπεζαν και καθεδραν και λυχνον, δια να στρεφη εκει, οταν ερχηται προς ημας.
11 Un jour qu'il vint là, il se retira dans la chambre haute et s'y coucha.11 Και εν ημερα τινι ηλθεν εκει και εστρεψεν εις το υπερωον και εκοιμηθη εκει.
12 Il dit à Géhazi son serviteur: "Appelle cette bonne Shunamite" -- Il l'appela et elle se tint devant lui.--12 Και ειπε προς Γιεζει τον υπηρετην αυτου, Καλεσον την Σουναμιτιν ταυτην. Και οτε εκαλεσεν αυτην, εσταθη εμπροσθεν αυτου.
13 Elisée reprit: "Dis-lui: Tu t'es donné tout ce souci pour nous. Que peut-on faire pour toi? Y a-t-il unmot à dire pour toi au roi ou au chef de l'armée?" Mais elle répondit: "Je séjourne au milieu des miens."13 Και ειπε προς αυτον, Ειπε τωρα προς αυτην, Ιδου, συ ελαβες πασας ταυτας τας φροντιδας υπερ ημων? τι να καμω προς σε; εχεις τι να ειπης προς τον βασιλεα η προς τον αρχιστρατηγον; Η δε απεκριθη, Εγω κατοικω μεταξυ του λαου μου.
14 Il continua: "Alors, que peut-on faire pour elle?" Géhazi répondit: "Eh bien! Elle n'a pas de fils etson mari est âgé."14 Και ειπε, Τι λοιπον να καμω δι' αυτην; Και ο Γιεζει απεκριθη, Αληθως, αυτη δεν εχει τεκνον, και ο ανηρ αυτης ειναι γερων.
15 Elisée dit: "Appelle-la" -- Le serviteur l'appela et elle se tint à l'entrée.15 Και ειπε, Καλεσον αυτην. Και οτε εκαλεσεν αυτην, εσταθη εις την θυραν.
16 "A cette saison, l'an prochain, dit-il, tu tiendras un fils dans tes bras." Mais elle dit: "Non,Monseigneur, ne trompe pas ta servante!"16 Και ειπε, Το ερχομενον ετος, κατα τουτον τον καιρον, θελεις εχει υιον εις τας αγκαλας σου. Η δε ειπε, Μη, κυριε μου, ανθρωπε του Θεου, μη ψευσθης προς την δουλην σου.
17 Or la femme conçut et elle enfanta un fils à la saison que lui avait dite Elisée.17 Και η γυνη συνελαβε και εγεννησεν υιον το ερχομενον ετος, κατα τον καιρον εκεινον τον οποιον ειπε προς αυτην ο Ελισσαιε.
18 L'enfant grandit. Un jour il alla trouver son père auprès des moissonneurs18 Και οτε εμεγαλωσε το παιδιον, εξηλθεν ημεραν τινα προς τον πατερα αυτου εις τους θεριστας.
19 et il dit à son père: "Oh! ma tête! ma tête!" et le père ordonna à un serviteur de le porter à sa mère.19 Και ειπε προς τον πατερα αυτου, Την κεφαλην μου, την κεφαλην μου. Ο δε ειπε προς τον δουλον, Λαβε αυτο προς την μητερα αυτου.
20 Celui-ci le prit et le conduisit à sa mère; il resta sur ses genoux jusqu'à midi et il mourut.20 Και λαβων αυτο, εφερεν αυτο προς την μητερα αυτου, και εκαθησεν επι των γονατων αυτης μεχρι μεσημβριας και απεθανε.
21 Elle monta l'étendre sur le lit de l'homme de Dieu, ferma la porte et sortit.21 Και ανεβη και επλαγιασεν αυτο επι της κλινης του ανθρωπου του Θεου, και εκλεισε την θυραν επανωθεν αυτου και εξηλθε.
22 Elle appela son mari et dit: "Envoie-moi l'un des serviteurs avec une ânesse, je cours chez l'hommede Dieu et je reviens."22 Και εκαλεσε τον ανδρα αυτης, λεγουσα, Αποστειλον προς εμε, παρακαλω, ενα εκ των δουλων και μιαν εκ των ονων, δια να τρεξω προς τον ανθρωπον του Θεου και να επιστρεψω.
23 Il demanda: "Pourquoi vas-tu chez lui aujourd'hui? Ce n'est pas la néoménie ni le sabbat", mais ellerépondit: "Reste en paix."23 Ο δε ειπε, Δια τι συ υπαγεις σημερον προς αυτον; δεν ειναι νεομηνια ουδε σαββατον. Η δε ειπεν, Ειρηνη.
24 Elle fit seller l'ânesse et dit à son serviteur: "Mène-moi, va! Ne m'arrête pas en route sans que je tel'ordonne";24 Τοτε εστρωσε την ονον και ειπε προς τον δουλον αυτης, Συρε και προχωρει μη παυσης εις εμε την πορειαν, εκτος εαν σε προσταξω.
25 elle partit et alla vers l'homme de Dieu, au mont Carmel. Lorsque l'homme de Dieu la vit de loin, ildit à son serviteur Géhazi: "Voici cette bonne Shunamite.25 Και υπηγε και ηλθε προς τον ανθρωπον του Θεου εις το ορος τον Καρμηλον. Και ως ειδεν ο ανθρωπος του Θεου αυτην μακροθεν, ειπε προς τον Γιεζει τον υπηρετην αυτου, Ιδου, η Σουναμιτις εκεινη?
26 Maintenant, cours à sa rencontre et demande-lui: Vas-tu bien? Ton mari va-t-il bien? Ton enfant va-t-il bien?" Elle répondit: "Bien."26 τωρα λοιπον, τρεξον εις συναντησιν αυτης? και ειπε προς αυτην, Καλως εχεις; καλως εχει ο ανηρ σου; καλως εχει το παιδιον; Η δε ειπε, Καλως.
27 Quand elle rejoignit l'homme de Dieu sur la montagne, elle saisit ses pieds. Géhazi s'approcha pourla repousser, mais l'homme de Dieu dit: "Laisse-la, car son âme est dans l'amertume; Yahvé me l'a caché, il nem'a rien annoncé."27 Και οτε ηλθε προς τον ανθρωπον του Θεου εις το ορος, επιασε τους ποδας αυτου? ο δε Γιεζει επλησιασε δια να αποσυρη αυτην. Ο ανθρωπος ομως του Θεου ειπεν, Αφες αυτην? διοτι η ψυχη αυτης ειναι καταπικρος εν αυτη? και ο Κυριος εκρυψεν αυτο απ' εμου και δεν μοι εφανερωσε.
28 Elle dit: "Avais-je demandé un fils à Monseigneur? Ne t'avais-je pas dit de ne pas me leurrer?"28 Και εκεινη ειπε, Μηπως εζητησα υιον παρα του κυριου μου; δεν ειπα, Μη με απατας;
29 Elisée dit à Géhazi: "Ceins tes reins, prends mon bâton en main et va! Si tu rencontres quelqu'un, tune le salueras pas, et si quelqu'un te salue, tu ne lui répondras pas. Tu étendras mon bâton au-dessus de l'enfant."29 Τοτε ειπε προς τον Γιεζει, Ζωσθητι την οσφυν σου και λαβε την βακτηριαν μου εις την χειρα σου και υπαγε? εαν απαντησης ανθρωπον, μη χαιρετησης αυτον? και εαν τις σε χαιρετηση, μη αποκριθης εις αυτον? και επιθες την βακτηριαν μου επι το προσωπον του παιδιου.
30 Mais la mère de l'enfant dit: "Aussi vrai que Yahvé est vivant et que tu vis toi-même, je ne tequitterai pas!" Alors il se leva et la suivit.30 Και η μητηρ του παιδιου ειπε, Ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, δεν θελω σε αφησει. Και εσηκωθη και ηκολουθησεν αυτην.
31 Géhazi les avait précédés et il avait étendu le bâton au-dessus de l'enfant, mais il n'y eut ni voix niréaction. Il revint au-devant d'Elisée et lui rapporta ceci: "L'enfant ne s'est pas réveillé."31 Ο δε Γιεζει επερασεν εμπροσθεν αυτων, και επεθεσε την βακτηριαν επι το προσωπον του παιδιου? πλην ουδεμια φωνη και ουδεμια ακροασις. Οθεν επεστρεψεν εις συναντησιν αυτου και απηγγειλε προς αυτον, λεγων, Δεν εξυπνησε το παιδιον.
32 Elisée arriva à la maison; là était l'enfant, mort et couché sur son propre lit.32 Και οτε εισηλθεν ο Ελισσαιε εις την οικιαν, ιδου, το παιδιον νεκρον, πλαγιασμενον επι της κλινης αυτου.
33 Il entra, ferma la porte sur eux deux et pria Yahvé.33 Εισηλθε λοιπον και εκλεισε την θυραν οπισθεν των δυο αυτων και προσηυχηθη εις τον Κυριον.
34 Puis il monta sur le lit, s'étendit sur l'enfant, mit sa bouche contre sa bouche, ses yeux contre sesyeux, ses mains contre ses mains, il se replia sur lui et la chair de l'enfant se réchauffa.34 Και ανεβη και επλαγιασεν επι το παιδιον, και επεθεσε το στομα αυτου επι το στομα εκεινου, και τους οφθαλμους αυτου επι τους οφθαλμους εκεινου, και τας χειρας αυτου επι τας χειρας εκεινου? και εξηπλωθη επ' αυτο? και εθερμανθη η σαρξ του παιδιου.
35 Il se remit à marcher de long en large dans la maison, puis remonta et se replia sur lui, jusqu'à septfois: alors l'enfant éternua et ouvrit les yeux.35 Επειτα εσυρθη, και περιεπατει εν τω οικηματι ποτε εδω και ποτε εκει? και ανεβη παλιν και εξηπλωθη επ' αυτο? και το παιδιον επταρνισθη εως επτακις και ηνοιξε το παιδιον τους οφθαλμους αυτου.
36 Il appela Géhazi et lui dit: "Fais venir cette bonne Shunamite." Il l'appela. Lorsqu'elle arriva près delui, il dit: "Prends ton fils."36 Τοτε εφωνησε τον Γιεζει και ειπε, Καλεσον ταυτην την Σουναμιτιν. Και εκαλεσεν αυτην? και οτε εισηλθε προς αυτον, ειπε, Λαβε τον υιον σου.
37 Elle entra, tomba à ses pieds et se prosterna à terre, puis elle prit son fils et sortit.37 Και εκεινη εισηλθε και επεσεν εις τους ποδας αυτου και προσεκυνησεν εως εδαφους, και εσηκωσε τον υιον αυτης και εξηλθεν.
38 Elisée revint à Gilgal pendant que la famine était dans le pays. Comme les frères prophètes étaientassis devant lui, il dit à son serviteur: "Mets la grande marmite sur le feu et cuis une soupe pour les frèresprophètes."38 Ο δε Ελισσαιε επεστρεψεν εις Γαλγαλα? και ητο πεινα εν τη γη? και οι υιοι των προφητων εκαθηντο εμπροσθεν αυτου? και ειπε προς τον υπηρετην αυτου, Στησον τον λεβητα τον μεγαν και ψησον μαγειρευμα δια τους υιους των προφητων.
39 L'un d'eux sortit dans la campagne pour ramasser des herbes, trouva des sarments sauvages, surlesquels il cueillit des coloquintes, plein son vêtement. Il revint et les coupa en morceaux dans la marmite desoupe, car on ne savait pas ce que c'était.39 Και εξελθων τις εις τον αγρον δια να συναξη χορτα, ευρηκεν αγριοκολοκυνθην, και εσυναξεν απ' αυτης αγρια κολοκυνθια εωσου εγεμισε το ιματιον αυτου, και επιστρεψας, εκοψεν αυτα εις τον λεβητα του μαγειρευματος, επειδη δεν εγνωριζον αυτα.
40 On versa à manger aux hommes. Mais à peine eurent-ils goûté le potage qu'ils poussèrent un cri:"Homme de Dieu! Il y a la mort dans la marmite!" et ils ne purent pas manger.40 Επειτα εκενωσαν εις τους ανθρωπους δια να φαγωσι και καθως εφαγον εκ του μαγειρευματος, εξεφωνησαν και ειπον, Ανθρωπε του Θεου, θανατος ειναι εν τω λεβητι. Και δεν ηδυναντο να φαγωσιν.
41 Alors Elisée dit: "Eh bien! apportez de la farine." Il la jeta dans la marmite et dit: "Verse aux gens etqu'ils mangent" -- Il n'y avait plus rien de mauvais dans la marmite.41 Ο δε ειπε, Φερετε αλευρον. Και ερριψεν αυτο εις τον λεβητα. Επειτα ειπε, Κενωσον εις τον λαον, δια να φαγωσι. Και δεν ητο ουδεν κακον εν τω λεβητι.
42 Un homme vint de Baal-Shalisha et apporta à l'homme de Dieu du pain de prémices, vingt painsd'orge et du grain frais dans son épi. Celui-ci ordonna: "Offre aux gens et qu'ils mangent",42 Και ηλθεν ανθρωπος τις απο Βααλ-σαλισα, και εφερεν εις τον ανθρωπον του Θεου αρτον απο των πρωτογεννηματων, εικοσι κριθινα ψωμια και νωπα ασταχυα σιτου, εν τω σακκω αυτου. Και ειπε, Δος εις τον λαον, δια να φαγωσι.
43 mais son serviteur répondit: "Comment servirai-je cela à cent personnes?" Il reprit: "Offre aux genset qu'ils mangent, car ainsi a parlé Yahvé: On mangera et on en aura de reste."43 Και ο θεραπων αυτου ειπε, Τι να βαλω τουτο εμπροσθεν εκατον ανθρωπων; Ο δε ειπε, Δος εις τον λαον, δια να φαγωσι διοτι ουτω λεγει Κυριος? Θελουσι φαγει και αφησει υπολοιπον.
44 Il leur servit, ils mangèrent et en eurent de reste, selon la parole de Yahvé.44 Τοτε εβαλεν εμπροσθεν αυτων, και εφαγον και αφηκαν υπολοιπον, κατα τον λογον του Κυριου.