Scrutatio

Sabato, 1 giugno 2024 - San Giustino ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α´ - 1 Samuele - Kings I 16


font
GREEK BIBLEBIBBIA VOLGARE
1 Και ειπε Κυριος προς τον Σαμουηλ, Εως ποτε συ πενθεις δια τον Σαουλ, επειδη εγω απεδοκιμασα αυτον απο του να βασιλευη επι τον Ισραηλ; γεμισον το κερας σου ελαιον και υπαγε? εγω σε αποστελλω προς τον Ιεσσαι τον Βηθλεεμιτην? διοτι προεβλεψα εις εμαυτον βασιλεα μεταξυ των υιων αυτου.1 E disse il Signore a Samuel: insino a quando piagnerai tu Saul, con ciò sia cosa ch' io l'abbia gittato via, che non sia re sopra Israel? Empi il corno tuo d'olio, e vieni; ch' io ti manderò ad Isai di Betleem, però che nelli suoi figliuoli io hoe provveduto a me re.
2 Και ειπεν ο Σαμουηλ, Πως να υπαγω; διοτι θελει ακουσει τουτο ο Σαουλ και θελει με θανατωσει. Και ειπεν ο Κυριος, Λαβε μετα σου δαμαλιν και ειπε, Ηλθον να θυσιασω προς τον Κυριον.2 E disse Samuel: e come andrò io? Saul intenderà questo, e ucciderammi. E disse Iddio: torrai uno vitello dello armento nella tua mano, e dirai: io sono venuto a sacrificare a Dio.
3 Και καλεσον τον Ιεσσαι εις την θυσιαν, και εγω θελω φανερωσει προς σε τι θελεις καμει και θελεις χρισει εις εμε οντινα σοι ειπω.3 E chiamerai Isai allo sacrificio, e io ti mostrerò che tu facci, e ugnerai qualunque io ti mostrerò.
4 Και εκαμεν ο Σαμουηλ εκεινο το οποιον ειπεν ο Κυριος, και ηλθεν εις Βηθλεεμ. Ετρομαξαν δε οι πρεσβυτεροι της πολεως εις την συναντησιν αυτου και ειπον, Εν ειρηνη ερχεσαι;4 E fece Samuel sì come Iddio gli avea detto. E venne in Betleem; e i maggiori della città, maravigliandosi, sì gli andarono incontro, e dissero: è ella pacifica la tua venuta?
5 Ο δε ειπεν, Εν ειρηνη? ερχομαι δια να θυσιασω προς τον Κυριον? αγιασθητε και ελθετε μετ' εμου εις την θυσιαν. Και ηγιασε τον Ιεσσαι και τους υιους αυτου και εκαλεσεν αυτους εις την θυσιαν.5 E disse: pacifica è; io son venuto a sacrificare; santificatevi, e venite meco, acciò ch' io faccia sacrificio. Onde santificò Isai e' suoi figliuoli, e chiamolli al sacrificio.
6 Και ενω εισηρχοντο, ιδων τον Ελιαβ, ειπε, Βεβαιως εμπροσθεν του Κυριου ειναι ο κεχρισμενος αυτου.6 Ed entrati loro, vide Eliab, e disse: egli è aguale nel cospetto di Dio il suo Cristo?
7 Και ειπε Κυριος προς τον Σαμουηλ, Μη επιβλεψης εις την οψιν αυτου η εις το υψος του αναστηματος αυτου, επειδη απεδοκιμασα αυτον? διοτι δεν βλεπει ο Κυριος καθως βλεπει ο ανθρωπος? διοτι ο ανθρωπος βλεπει το φαινομενον, ο δε Κυριος βλεπει την καρδιαν.7 E disse Iddio a Samuel: non guardare il suo volto, nè l'altezza della sua statura; però ch' io l' hoe iscacciato, e non giudico secondo l' apparenza degli uomini; però che l'uomo vede queste cose le quali appaiono, ma Iddio vede il cuore.
8 Τοτε εκαλεσεν ο Ιεσσαι τον Αβιναδαβ και διεβιβασεν αυτον ενωπιον του Σαμουηλ. Και ειπεν, ουδε τουτον δεν εξελεξεν ο Κυριος.8 E Isai chiamò Abinadab, e menollo dinanzi a Samuel; e Samuel disse (ad Isai): non ha eletto anco Dio nè anco questo.
9 Τοτε διεβιβασεν ο Ιεσσαι τον Σαμμα. Ο δε ειπεν, Ουδε τουτον δεν εξελεξεν ο Κυριος.9 E addusse [Isai] Samma, dello quale disse: questo non elesse lo Signore.
10 Και διεβιβασεν ο Ιεσσαι επτα εκ των υιων αυτου ενωπιον του Σαμουηλ. Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Ιεσσαι, Ο Κυριος δεν εξελεξε τουτους.10 E menò Isai li suoi sette figliuoli dinanzi a Samuel, e disse Samuel ad Isai: non ha eletto lo Signore di questi.
11 Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Ιεσσαι, Ετελειωσαν τα παιδια; Και ειπε, Μενει ετι ο νεωτερος? και ιδου, ποιμαινει τα προβατα. Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Ιεσσαι, Πεμψον και φερε αυτον? διοτι δεν θελομεν καθισει εις την τραπεζαν, εωσου ελθη ενταυθα.11 E disse Samuel ad Isai: sono loro ancora compiuti i tuoi figliuoli? Il quale respuose: anche ce n'è uno piccolo, e pasce le pecore. E disse Samuel ad Isai manda e fal venire, pero chè non mangeremo insino a tanto che non sarà venuto.
12 Και εστειλε και εφερεν αυτον. Ητο δε ξανθος και ευοφθαλμος και ωραιος την οψιν. Και ειπεν ο Κυριος, Σηκωθητι, χρισον αυτον? διοτι ουτος ειναι.12 Onde mandò, e fecelo venire; ed era rosso, e bello in aspetto, e bella faccia. E disse il Signore: istà suso, e ugnilo, però che questo si è desso.
13 Τοτε ελαβεν ο Σαμουηλ το κερας του ελαιου και εχρισεν αυτον εν μεσω των αδελφων αυτου? και επηλθε πνευμα Κυριου επι τον Δαβιδ απο της ημερας εκεινης και εφεξης. Σηκωθεις δε ο Σαμουηλ απηλθεν εις Ραμα.13 E Samuel tolse il corno dell' olio, e unselo nel mezzo de' suoi fratelli; e lo spirito di Dio si dirizzò in David da quello dì inanzi. E Samuel si levò, e andossene in Ramata.
14 Και το Πνευμα του Κυριου απεσυρθη απο του Σαουλ, και πνευμα πονηρον παρα Κυριου εταραττεν αυτον.14 E lo spirito di Dio si partì da Saul, e lo spirito maligno dal Signore vessava Saul.
15 Και ειπον οι δουλοι του Σαουλ προς αυτον, Ιδου τωρα, πονηρον πνευμα παρα Θεου σε ταραττει?15 E dissero a lui li suoi servi: ecco che lo malo ispirito del Signore ti conturba.
16 ας προσταξη τωρα ο κυριος ημων τους δουλους σου, τους εμπροσθεν σου, να ζητησωσιν ανθρωπον ειδημονα εις το να παιζη κιθαραν? και οποτε το πονηρον πνευμα παρα Θεου ειναι επι σε, να παιζη με την χειρα αυτου, και καλον θελει εισθαι εις σε.16 Comanda, o nostro signore, che' servi tuoi, che sono dinanzi da te, cerchino per uno uomo che sappia bene sonare la citara, acciò che quando lo spirito di Dio malo ti vesserà, suoni con la sua mano, e più lietamente tu possi sofferire.
17 Και ειπεν ο Σαουλ προς τους δουλους αυτου, Προβλεψατε μοι λοιπον ανθρωπον παιζοντα καλως και φερετε προς εμε.17 E Saul disse a' suoi servi: provedetemi d'uno che suoni bene, e menatelo a me.
18 Τοτε απεκριθη εις εκ των δουλων και ειπεν, Ιδου, ειδον υιον του Ιεσσαι του Βηθλεεμιτου, ειδημονα εις το παιζειν και ανδρειοτατον και ανδρα πολεμικον και συνετον εις λογον και ανθρωπον ωραιον, και ο Κυριος ειναι μετ' αυτου.18 E respuose uno de' servi, e disse: io vidi il figliuolo di Isai di Betleem, il quale sa bene sonare, e di forza è fortissimo, e uomo battagliere, e prudente in parlare, e bello; ed è Iddio con esso lui.
19 Και απεστειλεν ο Σαουλ μηνυτας προς τον Ιεσσαι, λεγων, Πεμψον μοι Δαβιδ τον υιον σου, οστις ειναι μετα των προβατων.19 E Saul mandò messaggi ad Isai, dicendo: mandami il tuo figliuolo David il quale è nel pascolo.
20 Και ελαβεν ο Ιεσσαι ονον φορτωμενον με αρτους και ασκον οινου και εν εριφιον εξ αιγων, και επεμψεν αυτα δια του Δαβιδ του υιου αυτου προς τον Σαουλ.20 E Isai tolse uno asino carico di pane, e uno vaso di vino, e uno capretto di capre; e mandolli per mano di David suo figliuolo a Saul.
21 Και ηλθεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ και εσταθη εμπροσθεν αυτου? και ηγαπησεν αυτον σφοδρα? και εγεινεν οπλοφορος αυτου.21 E David venne a Saul, e istette dinanzi a lui; ed egli l' amò troppo, e fu fatto suo scudiere.
22 Και απεστειλεν ο Σαουλ προς τον Ιεσσαι, λεγων, Ο Δαβιδ ας στεκηται, παρακαλω, εμπροσθεν μου? διοτι ευρηκε χαριν εις τους οφθαλμους μου.22 E Saul mandò dicendo ad Isai: istia David nel mio cospetto, però ch' egli hae trovato grazia negli occhi miei.
23 Και οποτε το πονηρον πνευμα παρα Θεου ητο επι τον Σαουλ, ο Δαβιδ ελαμβανε την κιθαραν και επαιζε δια της χειρος αυτου? τοτε ανεκουφιζετο ο Σαουλ και ανεπαυετο και απεσυρετο απ' αυτου το πνευμα το πονηρον.23 E qualunque otta lo spirito di Dio reo vessava Saul, David tolleva la citara, e sonavala colla sua mano; e confortavasi Saul, e istava più lievemente, e partivasi lo spirito maligno.