Scrutatio

Sabato, 18 maggio 2024 - San Giovanni I papa ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α´ - 1 Samuele - Kings I 16


font
GREEK BIBLEDIODATI
1 Και ειπε Κυριος προς τον Σαμουηλ, Εως ποτε συ πενθεις δια τον Σαουλ, επειδη εγω απεδοκιμασα αυτον απο του να βασιλευη επι τον Ισραηλ; γεμισον το κερας σου ελαιον και υπαγε? εγω σε αποστελλω προς τον Ιεσσαι τον Βηθλεεμιτην? διοτι προεβλεψα εις εμαυτον βασιλεα μεταξυ των υιων αυτου.1 E IL Signore disse a Samuele: Infino a quando farai tu cordoglio di Saulle? conciossiachè io l’abbia sdegnato, acciocchè non regni più sopra Israele. Empi il tuo corno d’olio, e va’; io ti manderò ad Isai Betlehemita; perciocchè io mi sono provveduto di un re d’infra i suoi figliuoli.
2 Και ειπεν ο Σαμουηλ, Πως να υπαγω; διοτι θελει ακουσει τουτο ο Σαουλ και θελει με θανατωσει. Και ειπεν ο Κυριος, Λαβε μετα σου δαμαλιν και ειπε, Ηλθον να θυσιασω προς τον Κυριον.2 E Samuele disse: Come v’andrò io? se Saulle l’intende, egli mi ucciderà. Ma il Signore gli disse: Prendi teco una giovenca e di’: Io son venuto per far sacrificio al Signore.
3 Και καλεσον τον Ιεσσαι εις την θυσιαν, και εγω θελω φανερωσει προς σε τι θελεις καμει και θελεις χρισει εις εμε οντινα σοι ειπω.3 Ed invita Isai al convito del sacrificio; ed io ti farò assapere ciò che tu avrai a fare, e tu mi ungerai colui ch’io ti dirò.
4 Και εκαμεν ο Σαμουηλ εκεινο το οποιον ειπεν ο Κυριος, και ηλθεν εις Βηθλεεμ. Ετρομαξαν δε οι πρεσβυτεροι της πολεως εις την συναντησιν αυτου και ειπον, Εν ειρηνη ερχεσαι;4 Samuele adunque fece quello che il Signore gli avea detto, e venne in Bet-lehem. E gli Anziani della città furono spaventati al suo incontro, e dissero: La tua venuta è ella per bene?
5 Ο δε ειπεν, Εν ειρηνη? ερχομαι δια να θυσιασω προς τον Κυριον? αγιασθητε και ελθετε μετ' εμου εις την θυσιαν. Και ηγιασε τον Ιεσσαι και τους υιους αυτου και εκαλεσεν αυτους εις την θυσιαν.5 Ed egli disse: Sì, ella è per bene. Io son venuto per sacrificare al Signore: santificatevi, e venite meco al sacrificio. Fece ancora santificare Isai, e i suoi figliuoli, e li invitò al convito del sacrificio
6 Και ενω εισηρχοντο, ιδων τον Ελιαβ, ειπε, Βεβαιως εμπροσθεν του Κυριου ειναι ο κεχρισμενος αυτου.6 Ora, come essi entravano, egli vide Eliab, e disse: Certo, l’Unto del Signore è davanti a lui.
7 Και ειπε Κυριος προς τον Σαμουηλ, Μη επιβλεψης εις την οψιν αυτου η εις το υψος του αναστηματος αυτου, επειδη απεδοκιμασα αυτον? διοτι δεν βλεπει ο Κυριος καθως βλεπει ο ανθρωπος? διοτι ο ανθρωπος βλεπει το φαινομενον, ο δε Κυριος βλεπει την καρδιαν.7 Ma il Signore disse a Samuele: Non riguardare al suo aspetto, nè all’altezza della sua statura; perciocchè io l’ho lasciato indietro; conciossiachè il Signore non riguardi a ciò a che l’uomo riguarda; perchè l’uomo riguarda a ciò che è davanti agli occhi, ma il Signore riguarda al cuore.
8 Τοτε εκαλεσεν ο Ιεσσαι τον Αβιναδαβ και διεβιβασεν αυτον ενωπιον του Σαμουηλ. Και ειπεν, ουδε τουτον δεν εξελεξεν ο Κυριος.8 Poi Isai chiamò Abinadab, e lo fece passare davanti a Samuele. Ma egli disse: Nè anche costui ha eletto il Signore.
9 Τοτε διεβιβασεν ο Ιεσσαι τον Σαμμα. Ο δε ειπεν, Ουδε τουτον δεν εξελεξεν ο Κυριος.9 Poi Isai fece passare Samma; ma Samuele disse: Nè anche costui ha eletto il Signore.
10 Και διεβιβασεν ο Ιεσσαι επτα εκ των υιων αυτου ενωπιον του Σαμουηλ. Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Ιεσσαι, Ο Κυριος δεν εξελεξε τουτους.10 Ed Isai fece passare i suoi sette figliuoli davanti a Samuele. Ma Samuele disse ad Isai: Il Signore non ha eletti costoro.
11 Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Ιεσσαι, Ετελειωσαν τα παιδια; Και ειπε, Μενει ετι ο νεωτερος? και ιδου, ποιμαινει τα προβατα. Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Ιεσσαι, Πεμψον και φερε αυτον? διοτι δεν θελομεν καθισει εις την τραπεζαν, εωσου ελθη ενταυθα.11 E Samuele disse ad Isai: I giovani sono eglino tutti passati? Ed Isai disse: Ei vi resta ancora il più piccolo, ma ecco, egli pastura la greggia. E Samuele disse ad Isai: Manda per lui; perciocchè noi non ci metteremo a tavola, ch’egli non sia venuto qua.
12 Και εστειλε και εφερεν αυτον. Ητο δε ξανθος και ευοφθαλμος και ωραιος την οψιν. Και ειπεν ο Κυριος, Σηκωθητι, χρισον αυτον? διοτι ουτος ειναι.12 Egli adunque mandò, e lo fece venire or egli era biondo, di bello sguardo, e di formoso aspetto. E il Signore disse a Samuele: Levati, ungilo; perciocchè costui è desso.
13 Τοτε ελαβεν ο Σαμουηλ το κερας του ελαιου και εχρισεν αυτον εν μεσω των αδελφων αυτου? και επηλθε πνευμα Κυριου επι τον Δαβιδ απο της ημερας εκεινης και εφεξης. Σηκωθεις δε ο Σαμουηλ απηλθεν εις Ραμα.13 Samuele adunque prese il corno dell’olio, e l’unse in mezzo de’ suoi fratelli; e lo Spirito del Signore da quel dì innanzi si avventò sopra Davide. Poi Samuele si levò, e se ne andò in Rama
14 Και το Πνευμα του Κυριου απεσυρθη απο του Σαουλ, και πνευμα πονηρον παρα Κυριου εταραττεν αυτον.14 E LO Spirito del Signore si partì da Saulle; e lo spirito malvagio, mandato da Dio, lo turbava.
15 Και ειπον οι δουλοι του Σαουλ προς αυτον, Ιδου τωρα, πονηρον πνευμα παρα Θεου σε ταραττει?15 Laonde i servitori di Saulle gli dissero: Ecco, ora lo spirito malvagio di Dio ti turba.
16 ας προσταξη τωρα ο κυριος ημων τους δουλους σου, τους εμπροσθεν σου, να ζητησωσιν ανθρωπον ειδημονα εις το να παιζη κιθαραν? και οποτε το πονηρον πνευμα παρα Θεου ειναι επι σε, να παιζη με την χειρα αυτου, και καλον θελει εισθαι εις σε.16 Deh! dica il nostro signore a’ suoi servitori che stanno davanti a lui, che cerchino un uomo che sappia sonare con la cetera; e quando lo spirito malvagio di Dio sarà sopra te, egli sonerà con le sue mani, e tu ne sarai sollevato.
17 Και ειπεν ο Σαουλ προς τους δουλους αυτου, Προβλεψατε μοι λοιπον ανθρωπον παιζοντα καλως και φερετε προς εμε.17 E Saulle disse a’ suoi servitori: Deh! provvedetemi di un uomo che suoni bene, e menatemelo.
18 Τοτε απεκριθη εις εκ των δουλων και ειπεν, Ιδου, ειδον υιον του Ιεσσαι του Βηθλεεμιτου, ειδημονα εις το παιζειν και ανδρειοτατον και ανδρα πολεμικον και συνετον εις λογον και ανθρωπον ωραιον, και ο Κυριος ειναι μετ' αυτου.18 Ed uno de’ servitori rispose, e disse: Ecco, io ho veduto un figliuolo di Isai Betlehemita, il quale sa sonare, ed è uomo prode e valente, e guerriero, ed avveduto nel parlare, ed è un bell’uomo, e il Signore è con lui.
19 Και απεστειλεν ο Σαουλ μηνυτας προς τον Ιεσσαι, λεγων, Πεμψον μοι Δαβιδ τον υιον σου, οστις ειναι μετα των προβατων.19 Saulle adunque mandò de’ messi ad Isai a dirgli: Mandami Davide, tuo figliuolo, che è appresso alla greggia.
20 Και ελαβεν ο Ιεσσαι ονον φορτωμενον με αρτους και ασκον οινου και εν εριφιον εξ αιγων, και επεμψεν αυτα δια του Δαβιδ του υιου αυτου προς τον Σαουλ.20 Ed Isai prese un asino carico di pane, e di un barile di vino, e d’un capretto; e lo mandò a Saulle, per Davide suo figliuolo.
21 Και ηλθεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ και εσταθη εμπροσθεν αυτου? και ηγαπησεν αυτον σφοδρα? και εγεινεν οπλοφορος αυτου.21 E Davide venne a Saulle, e stette davanti a lui. E Saulle l’amò forte, e Davide fu suo scudiere.
22 Και απεστειλεν ο Σαουλ προς τον Ιεσσαι, λεγων, Ο Δαβιδ ας στεκηται, παρακαλω, εμπροσθεν μου? διοτι ευρηκε χαριν εις τους οφθαλμους μου.22 E Saulle mandò a dire ad Isai: Deh! lascia che Davide stia davanti a me; perciocchè egli mi è in grazia.
23 Και οποτε το πονηρον πνευμα παρα Θεου ητο επι τον Σαουλ, ο Δαβιδ ελαμβανε την κιθαραν και επαιζε δια της χειρος αυτου? τοτε ανεκουφιζετο ο Σαουλ και ανεπαυετο και απεσυρετο απ' αυτου το πνευμα το πονηρον.23 Ora, quando lo spirito malvagio, mandato da Dio, era sopra Saulle, Davide pigliava la cetera, e ne sonava con la mano; e Saulle n’era sollevato, e ne stava meglio, e lo spirito malvagio si partiva da lui