ΗΣΑΙΑΣ - Isaia - Isaiah 41
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | NOVA VULGATA |
---|---|
1 Σιωπατε ενωπιον μου, νησοι? οι λαοι ας ανανεωσωσι δυναμιν? και ας πλησιασωσι και τοτε ας λαλησωσιν? ας προσελθωμεν ομου εις κρισιν. | 1 Taceant ante me insulae, et gentes renovent fortitudinem; accedant et tunc loquantur, simul ad iudicium propinquemus. |
2 Τις ηγειρε τον δικαιον απο της ανατολης, προσεκαλεσεν αυτον κατα ποδας αυτου, παρεδωκεν εις αυτον τα εθνη και κατεστησεν αυτον κυριον επι τους βασιλεις; τις παρεδωκεν αυτους εις την μαχαιραν αυτου ως χωμα, και εις το τοξον αυτου ως αχυρον ωθουμενον απο ανεμου; | 2 Quis suscitavit ab oriente eum, cuius gressum sequitur iustitia? Dabit in conspectu eius gentes et subiciet ei reges, quos reddet quasi pulverem gladius eius, sicut stipulam vento raptam arcus eius. |
3 Κατεδιωξεν αυτους και διηλθεν ασφαλως δια της οδου, την οποιαν δεν ειχε περιπατησει με τους ποδας αυτου. | 3 Persequetur eos, transibit in pace; semita sub pedibus eius non apparebit. |
4 Τις ενηργησε και εκαμε τουτο, καλων τας γενεας απ' αρχης; Εγω ο Κυριος, ο πρωτος και ο μετα των εσχατων? εγω αυτος. | 4 Quis operatus est et fecit, vocans generationes ab exordio? Ego Dominus, primus et cum novissimis ego sum. |
5 Αι νησοι ειδον και εφοβηθησαν? τα περατα της γης ετρομαξαν, επλησιασαν και ηλθον. | 5 Viderunt insulae et timuerunt, extrema terrae obstupuerunt, appropinquaverunt et accesserunt. |
6 Εβοηθησαν εκαστος τον πλησιον αυτου? και ειπε προς τον αδελφον αυτου, Ισχυε. | 6 Unusquisque proximo suo auxiliabitur et fratri suo dicet: “ Confortare ”. |
7 Και ο ξυλουργος ενισχυε τον χρυσοχοον και ο λεπτυνων με την σφυραν, τον σφυροκοπουντα επι τον ακμονα, λεγων, Καλον ειναι δια την συγκολλησιν? και στερεονει αυτο με καρφια, δια να μη κινηται. | 7 Confortabit faber aurificem, percutiens malleo eum, qui cudit, dicens de glutino: “ Bonum est ”; et roborat eum clavis, ut non moveatur. |
8 Αλλα συ, Ισραηλ, δουλε μου, Ιακωβ, εκλεκτε μου, το σπερμα Αβρααμ του αγαπητου μου, | 8 Tu autem, Israel, serve meus, Iacob, quem elegi, semen Abraham amici mei, |
9 συ, τον οποιον ελαβον εκ των ακρων της γης και σε εκαλεσα εκ των εσχατων αυτης και σοι ειπα, Συ εισαι ο δουλος μου? εγω σε εξελεξα και δεν θελω σε απορριψει? | 9 quem apprehendi ab extremis terrae, et a longinquis eius vocavi te et dixi tibi: “ Servus meus es tu; elegi te et non abieci te ”. |
10 μη φοβου? διοτι εγω ειμαι μετα σου? μη τρομαζε? διοτι εγω ειμαι ο Θεος σου? σε ενισχυσα? μαλιστα σε εβοηθησα? μαλιστα σε υπερησπισθην δια της δεξιας της δικαιοσυνης μου. | 10 Ne timeas, quia ego tecum sum; ne declines, quia ego Deus tuus: confortabo te et auxiliabor tibi et sustentabo te dextera iustitiae meae. |
11 Ιδου, παντες οι ωργισμενοι κατα σου θελουσι καταισχυνθη και εντραπη? θελουσιν εισθαι ως μηδεν? και οι αντιδικοι σου θελουσιν αφανισθη. | 11 Ecce confundentur et erubescent omnes, qui irascuntur adversum te; erunt quasi non sint et peribunt viri, qui contradicunt tibi. |
12 Θελεις ζητησει αυτους και δεν θελεις ευρει αυτους, τους εναντιουμενους εις σε? οι πολεμουντες κατα σου θελουσι γεινει μηδεν και ως εξουθενημα. | 12 Quaeres eos et non invenies viros, qui rixantur tecum; erunt quasi non sint et veluti nihilum, viri bellantes adversum te. |
13 Διοτι εγω Κυριος ο Θεος σου ειμαι ο κρατων την δεξιαν σου, λεγων προς σε, Μη φοβου? εγω θελω σε βοηθησει. | 13 Quia ego Dominus Deus tuus apprehendens manum tuam dicensque tibi: “ Ne timeas; ego auxiliabor tibi. |
14 Μη φοβου, σκωληξ Ιακωβ, θνητοι του Ισραηλ? εγω θελω σε βοηθει, λεγει ο Κυριος? και λυτρωτης σου ειναι ο Αγιος του Ισραηλ. | 14 Noli timere, vermis Iacob, homines ex Israel. Ego auxiliabor tibi ”, dicit Dominus et redemptor tuus, Sanctus Israel. |
15 Ιδου, εγω θελω σε καμει νεον κοπτερον αλωνιστηριον οργανον οδοντωτον? θελεις αλωνισει τα ορη και λεπτυνει αυτα, και θελεις καμει τους λοφους ως λεπτον αχυρον. | 15 Ecce posui te quasi plaustrum triturans novum, habens rostra serrantia. Triturabis montes et comminues et colles quasi pulverem pones. |
16 Θελεις ανεμισει αυτα και ο ανεμος θελει σηκωσει αυτα και ο ανεμοστροβιλος θελει διασκορπισει αυτα? συ δε θελεις ευφρανθη εις τον Κυριον και θελεις δοξασθη εν τω Αγιω του Ισραηλ. | 16 Ventilabis eos, et ventus tollet eos, et turbo disperget eos; et tu exsultabis in Domino, in Sancto Israel laetaberis. |
17 Οταν οι πτωχοι και ενδεεις ζητησωσιν υδωρ και δεν υπαρχη, η γλωσσα δε αυτων ξηραινηται υπο διψης, εγω ο Κυριος θελω εισακουσει αυτους, ο Θεος του Ισραηλ δεν θελω εγκαταλειψει αυτους. | 17 Egeni et pauperes quaerunt aquas, et non sunt, lingua eorum siti aruit. Ego, Dominus, exaudiam eos, Deus Israel non derelinquam eos. |
18 Θελω ανοιξει ποταμους εν υψηλοις τοποις και πηγας εν μεσω των κοιλαδων? θελω καμει την ερημον λιμνας υδατων και την ξηραν γην πηγας υδατων. | 18 Aperiam in decalvatis collibus flumina et in medio vallium fontes; ponam desertum in stagna aquarum et terram aridam in rivos aquarum. |
19 Εν τη ερημω θελω εμφυτευσει την κεδρον, το δενδρον της σιττης και τον μυρτον και την ελαιαν? εν τη ακατοικητω γη θελω βαλει την ελατον, την πευκην και τον πυξον ομου? | 19 Plantabo in deserto cedrum, acaciam et myrtum et lignum olivae; ponam in solitudine abietem, ulmum et cupressum simul, |
20 δια να ιδωσι και να γνωρισωσι και να στοχασθωσι και να εννοησωσιν ομου, οτι η χειρ του Κυριου εκαμε τουτο και ο Αγιος του Ισραηλ εδημιουργησεν αυτο. | 20 ut videant et sciant et recogitent et intellegant pariter quia manus Domini fecit hoc, et Sanctus Israel creavit illud. |
21 Παραστησατε την δικην σας, λεγει Κυριος? προφερετε τα ισχυρα σας επιχειρηματα, λεγει ο βασιλευς του Ιακωβ. | 21 Proferte causam vestram, dicit Dominus; afferte, si quid firmum habetis, dixit Rex Iacob. |
22 Ας πλησιασωσι και ας δειξωσιν εις ημας τι θελει συμβη? ας αναγγειλωσι τα προτερα, τι ησαν, δια να στοχασθωμεν αυτα και να γνωρισωμεν τα εσχατα αυτων? η ας αναγγειλωσι προς ημας τα μελλοντα. | 22 Accedant et nuntient nobis, quaecumque ventura sunt. Priora, quae fuerunt, nuntiate, ut ponamus cor nostrum et sciamus novissima eorum; et, quae ventura sunt, indicate nobis. |
23 Αναγγειλατε τα συμβησομενα εις το μετεπειτα, δια να γνωρισωμεν οτι εισθε θεοι? καμετε ετι καλον η καμετε κακον, δια να θαυμασωμεν και να ιδωμεν ομου. | 23 Annuntiate, quae ventura sunt in futurum, ut sciamus quia dii estis vos; bene quoque aut male facite, ut inspiciamus et videamus simul. |
24 Ιδου, σεις εισθε ολιγωτερον παρα το μηδεν, και το εργον σας χειροτερον παρα το μηδεν? οστις σας εκλεγει, ειναι βδελυγμα. | 24 Ecce vos estis nihilum, et opus vestrum nihil valet; abominatio est, qui eligit vos. |
25 Ηγειρα ενα εκ βορρα και θελει ελθει? απ' ανατολων ηλιου θελει επικαλεισθαι το ονομα μου? και θελει πατησει επι τους ηγεμονας ως επι πηλον και ως ο κεραμευς καταπατει τον αργιλον. | 25 Suscitavi ab aquilone, et venit ab ortu solis; vocavi eum nomine; et conculcabit potentes quasi lutum et velut plastes calcans humum. |
26 Τις ανηγγειλε ταυτα απ' αρχης, δια να γνωρισωμεν; και προ του καιρου, δια να ειπωμεν, αυτος ειναι ο δικαιος; Αλλ' ουδεις ο αναγγελλων? αλλ' ουδεις ο διακηρυττων? αλλ' ουδεις ο ακουων τους λογους σας. | 26 Quis annuntiavit ab exordio, ut sciamus, et a principio, ut dicamus: “ Iustum est ”? Non est neque annuntians neque praedicens neque audiens sermones vestros. |
27 Εγω ο πρωτος θελω ειπει προς την Σιων, Ιδου, ιδου, ταυτα? και θελω δωσει εις την Ιερουσαλημ τον ευαγγελιζομενον. | 27 Primus ad Sion: Ecce adsunt; et Ierusalem laeta nuntiantem do. |
28 Διοτι εθεωρησα και δεν ητο ουδεις, ναι, μεταξυ αυτων, αλλα δεν υπηρχε συμβουλος δυναμενος να αποκριθη λογον, οτε ηρωτησα αυτους. | 28 Et vidi, et nemo erat, ex istis nullus consiliator, ut, si eos interrogarem, responderent verbum. |
29 Ιδου, παντες ειναι ματαιοτης, τα εργα αυτων μηδεν? τα χωνευτα αυτων ανεμος και ματαιοτης. | 29 Ecce omnes iniquitas, vana opera eorum; ventus et inane simulacra eorum. |