1 Σιωπατε ενωπιον μου, νησοι? οι λαοι ας ανανεωσωσι δυναμιν? και ας πλησιασωσι και τοτε ας λαλησωσιν? ας προσελθωμεν ομου εις κρισιν. | 1 Hallgassatok rám, szigetek, és a népek kapjanak új erőre! Lépjenek elő, aztán beszéljenek, szálljunk perbe egymással! |
2 Τις ηγειρε τον δικαιον απο της ανατολης, προσεκαλεσεν αυτον κατα ποδας αυτου, παρεδωκεν εις αυτον τα εθνη και κατεστησεν αυτον κυριον επι τους βασιλεις; τις παρεδωκεν αυτους εις την μαχαιραν αυτου ως χωμα, και εις το τοξον αυτου ως αχυρον ωθουμενον απο ανεμου; | 2 Ki támasztotta kelet felől azt, akinek léptét győzelem kíséri? Kiszolgáltatja színe előtt a nemzeteket, és királyokat vet alá neki; mint a por, olyanná teszi őket kardja, mint elfújt pelyva, olyanná az íja. |
3 Κατεδιωξεν αυτους και διηλθεν ασφαλως δια της οδου, την οποιαν δεν ειχε περιπατησει με τους ποδας αυτου. | 3 Üldözi őket, zavartalanul halad előre, lába alig éri az ösvényt. |
4 Τις ενηργησε και εκαμε τουτο, καλων τας γενεας απ' αρχης; Εγω ο Κυριος, ο πρωτος και ο μετα των εσχατων? εγω αυτος. | 4 Ki tette és művelte ezt? Ki hívta a nemzedékeket kezdettől fogva? Én, az Úr, az első, de az utolsókkal is én vagyok. |
5 Αι νησοι ειδον και εφοβηθησαν? τα περατα της γης ετρομαξαν, επλησιασαν και ηλθον. | 5 Látják a szigetek, és félnek, a föld végei megremegnek, közelednek és összejönnek. |
6 Εβοηθησαν εκαστος τον πλησιον αυτου? και ειπε προς τον αδελφον αυτου, Ισχυε. | 6 Egyik a másikat segíti, és azt mondja testvérének: »Légy erős!« |
7 Και ο ξυλουργος ενισχυε τον χρυσοχοον και ο λεπτυνων με την σφυραν, τον σφυροκοπουντα επι τον ακμονα, λεγων, Καλον ειναι δια την συγκολλησιν? και στερεονει αυτο με καρφια, δια να μη κινηται. | 7 Bátorítja kovács az ötvöst, a kalapáccsal dolgozó azt, aki az üllőt veri; azt mondja a forrasztásról: »Jó lesz!«, és megerősíti szegekkel, hogy ne inogjon. |
8 Αλλα συ, Ισραηλ, δουλε μου, Ιακωβ, εκλεκτε μου, το σπερμα Αβρααμ του αγαπητου μου, | 8 De te, Izrael, az én szolgám, Jákob, akit kiválasztottalak, barátomnak, Ábrahámnak ivadéka, |
9 συ, τον οποιον ελαβον εκ των ακρων της γης και σε εκαλεσα εκ των εσχατων αυτης και σοι ειπα, Συ εισαι ο δουλος μου? εγω σε εξελεξα και δεν θελω σε απορριψει? | 9 te, akit magamhoz ragadtalak a föld végéről, és legtávolabbi sarkából hívtalak el, s azt mondtam neked: »Szolgám vagy, kiválasztottalak, és nem vetlek el téged«, |
10 μη φοβου? διοτι εγω ειμαι μετα σου? μη τρομαζε? διοτι εγω ειμαι ο Θεος σου? σε ενισχυσα? μαλιστα σε εβοηθησα? μαλιστα σε υπερησπισθην δια της δεξιας της δικαιοσυνης μου. | 10 ne félj, mert én veled vagyok! Ne tekingess semerre, mert én vagyok a te Istened! Megerősítelek és megsegítelek, s támogatlak téged szabadító jobbommal. |
11 Ιδου, παντες οι ωργισμενοι κατα σου θελουσι καταισχυνθη και εντραπη? θελουσιν εισθαι ως μηδεν? και οι αντιδικοι σου θελουσιν αφανισθη. | 11 Íme, szégyen és gyalázat éri mindazokat, akik ellened küzdenek; semmivé lesznek és elvesznek, akik veled perbe szállnak. |
12 Θελεις ζητησει αυτους και δεν θελεις ευρει αυτους, τους εναντιουμενους εις σε? οι πολεμουντες κατα σου θελουσι γεινει μηδεν και ως εξουθενημα. | 12 Keresed majd, de nem találod azokat, akik veled civakodnak; semmivé lesznek és megsemmisülnek, akik ellened harcolnak. |
13 Διοτι εγω Κυριος ο Θεος σου ειμαι ο κρατων την δεξιαν σου, λεγων προς σε, Μη φοβου? εγω θελω σε βοηθησει. | 13 Mert én vagyok az Úr, a te Istened, aki megragadom jobbodat, és így szólok hozzád: »Ne félj, én megsegítelek! |
14 Μη φοβου, σκωληξ Ιακωβ, θνητοι του Ισραηλ? εγω θελω σε βοηθει, λεγει ο Κυριος? και λυτρωτης σου ειναι ο Αγιος του Ισραηλ. | 14 Ne félj, te férgecske, Jákob, te kis bogár, Izrael! Én megsegítelek« – mondja az Úr, a te megváltód, Izrael Szentje. – |
15 Ιδου, εγω θελω σε καμει νεον κοπτερον αλωνιστηριον οργανον οδοντωτον? θελεις αλωνισει τα ορη και λεπτυνει αυτα, και θελεις καμει τους λοφους ως λεπτον αχυρον. | 15 Íme, cséplőszánná teszlek téged, új és éles fogú cséplőhengerré. Hegyeket csépelsz és törsz össze, halmokat zúzol pozdorjává. |
16 Θελεις ανεμισει αυτα και ο ανεμος θελει σηκωσει αυτα και ο ανεμοστροβιλος θελει διασκορπισει αυτα? συ δε θελεις ευφρανθη εις τον Κυριον και θελεις δοξασθη εν τω Αγιω του Ισραηλ. | 16 Feldobod őket, és a szél elviszi, a szélvihar szétszórja őket. Te pedig ujjongsz majd az Úrban, és Izrael Szentjében dicsekszel. |
17 Οταν οι πτωχοι και ενδεεις ζητησωσιν υδωρ και δεν υπαρχη, η γλωσσα δε αυτων ξηραινηται υπο διψης, εγω ο Κυριος θελω εισακουσει αυτους, ο Θεος του Ισραηλ δεν θελω εγκαταλειψει αυτους. | 17 A szegények és a szűkölködők vizet keresnek, de nincs, nyelvük a szomjúságtól kiszárad. Én, az Úr, meghallgatom őket, én, Izrael Istene, nem hagyom el őket. |
18 Θελω ανοιξει ποταμους εν υψηλοις τοποις και πηγας εν μεσω των κοιλαδων? θελω καμει την ερημον λιμνας υδατων και την ξηραν γην πηγας υδατων. | 18 Folyókat fakasztok a kopár dombokon, és a völgyek közepén forrásokat; a sivatagot bővizű tóvá teszem, és a kiaszott földet vizek forrásává. |
19 Εν τη ερημω θελω εμφυτευσει την κεδρον, το δενδρον της σιττης και τον μυρτον και την ελαιαν? εν τη ακατοικητω γη θελω βαλει την ελατον, την πευκην και τον πυξον ομου? | 19 A sivatagban cédrust növesztek, akácot, mirtuszt és olajfát; a pusztában fenyőt ültetek, szilfát és ciprust egymás mellé, |
20 δια να ιδωσι και να γνωρισωσι και να στοχασθωσι και να εννοησωσιν ομου, οτι η χειρ του Κυριου εκαμε τουτο και ο Αγιος του Ισραηλ εδημιουργησεν αυτο. | 20 hogy lássák és megtudják, megfontolják és mindjárt megértsék: az Úr keze művelte ezt, és Izrael Szentje teremtette. |
21 Παραστησατε την δικην σας, λεγει Κυριος? προφερετε τα ισχυρα σας επιχειρηματα, λεγει ο βασιλευς του Ιακωβ. | 21 Terjesszétek elő ügyeteket! – mondja az Úr. – Adjátok elő érveiteket! – mondja Jákob királya. – |
22 Ας πλησιασωσι και ας δειξωσιν εις ημας τι θελει συμβη? ας αναγγειλωσι τα προτερα, τι ησαν, δια να στοχασθωμεν αυτα και να γνωρισωμεν τα εσχατα αυτων? η ας αναγγειλωσι προς ημας τα μελλοντα. | 22 Adják elő és hirdessék nekünk, ami történni fog! A korábbi dolgokat hirdessétek, amint voltak, hadd szívleljük meg, és hadd tudjuk meg a végüket; vagy a jövendőt tudassátok velünk! |
23 Αναγγειλατε τα συμβησομενα εις το μετεπειτα, δια να γνωρισωμεν οτι εισθε θεοι? καμετε ετι καλον η καμετε κακον, δια να θαυμασωμεν και να ιδωμεν ομου. | 23 Hirdessétek, ami a jövőben következik, hadd tudjuk meg, hogy istenek vagytok! Tegyetek jót, vagy akár rosszat is, hadd vegyük észre, és lássuk együtt! |
24 Ιδου, σεις εισθε ολιγωτερον παρα το μηδεν, και το εργον σας χειροτερον παρα το μηδεν? οστις σας εκλεγει, ειναι βδελυγμα. | 24 Íme, ti semmik vagytok, és művetek semmiség; utálat, ha valaki titeket választ! |
25 Ηγειρα ενα εκ βορρα και θελει ελθει? απ' ανατολων ηλιου θελει επικαλεισθαι το ονομα μου? και θελει πατησει επι τους ηγεμονας ως επι πηλον και ως ο κεραμευς καταπατει τον αργιλον. | 25 Észak felől támasztottam, és eljött, napkeletről nevén szólítottam; eltiporja a helytartókat, mint az agyagot, ahogyan a fazekas a sarat tapossa. |
26 Τις ανηγγειλε ταυτα απ' αρχης, δια να γνωρισωμεν; και προ του καιρου, δια να ειπωμεν, αυτος ειναι ο δικαιος; Αλλ' ουδεις ο αναγγελλων? αλλ' ουδεις ο διακηρυττων? αλλ' ουδεις ο ακουων τους λογους σας. | 26 Ki hirdette kezdettől fogva, hogy tudjuk, és régóta, hogy azt mondjuk: »Igaz?« Senki sem hirdette, senki sem tudatta, senki sem hallotta beszédeiteket. |
27 Εγω ο πρωτος θελω ειπει προς την Σιων, Ιδου, ιδου, ταυτα? και θελω δωσει εις την Ιερουσαλημ τον ευαγγελιζομενον. | 27 Elsőként én mondtam Sionnak: Íme, itt vannak! És Jeruzsálemnek én adtam azt, aki örömhírt vitt. |
28 Διοτι εθεωρησα και δεν ητο ουδεις, ναι, μεταξυ αυτων, αλλα δεν υπηρχε συμβουλος δυναμενος να αποκριθη λογον, οτε ηρωτησα αυτους. | 28 Láttam, hogy senki sincs, egy sincs ezek között, aki tanácsot adna, és ha megkérdezném, egy szót is felelne. |
29 Ιδου, παντες ειναι ματαιοτης, τα εργα αυτων μηδεν? τα χωνευτα αυτων ανεμος και ματαιοτης. | 29 Íme, ők mind semmik, semmiségek a tetteik; szél és hiábavalóság a bálványaik. |