Scrutatio

Domenica, 19 maggio 2024 - San Celestino V - Pietro di Morrone ( Letture di oggi)

ΗΣΑΙΑΣ - Isaia - Isaiah 41


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Σιωπατε ενωπιον μου, νησοι? οι λαοι ας ανανεωσωσι δυναμιν? και ας πλησιασωσι και τοτε ας λαλησωσιν? ας προσελθωμεν ομου εις κρισιν.1 Hallgassatok rám, szigetek, és a népek kapjanak új erőre! Lépjenek elő, aztán beszéljenek, szálljunk perbe egymással!
2 Τις ηγειρε τον δικαιον απο της ανατολης, προσεκαλεσεν αυτον κατα ποδας αυτου, παρεδωκεν εις αυτον τα εθνη και κατεστησεν αυτον κυριον επι τους βασιλεις; τις παρεδωκεν αυτους εις την μαχαιραν αυτου ως χωμα, και εις το τοξον αυτου ως αχυρον ωθουμενον απο ανεμου;2 Ki támasztotta kelet felől azt, akinek léptét győzelem kíséri? Kiszolgáltatja színe előtt a nemzeteket, és királyokat vet alá neki; mint a por, olyanná teszi őket kardja, mint elfújt pelyva, olyanná az íja.
3 Κατεδιωξεν αυτους και διηλθεν ασφαλως δια της οδου, την οποιαν δεν ειχε περιπατησει με τους ποδας αυτου.3 Üldözi őket, zavartalanul halad előre, lába alig éri az ösvényt.
4 Τις ενηργησε και εκαμε τουτο, καλων τας γενεας απ' αρχης; Εγω ο Κυριος, ο πρωτος και ο μετα των εσχατων? εγω αυτος.4 Ki tette és művelte ezt? Ki hívta a nemzedékeket kezdettől fogva? Én, az Úr, az első, de az utolsókkal is én vagyok.
5 Αι νησοι ειδον και εφοβηθησαν? τα περατα της γης ετρομαξαν, επλησιασαν και ηλθον.5 Látják a szigetek, és félnek, a föld végei megremegnek, közelednek és összejönnek.
6 Εβοηθησαν εκαστος τον πλησιον αυτου? και ειπε προς τον αδελφον αυτου, Ισχυε.6 Egyik a másikat segíti, és azt mondja testvérének: »Légy erős!«
7 Και ο ξυλουργος ενισχυε τον χρυσοχοον και ο λεπτυνων με την σφυραν, τον σφυροκοπουντα επι τον ακμονα, λεγων, Καλον ειναι δια την συγκολλησιν? και στερεονει αυτο με καρφια, δια να μη κινηται.7 Bátorítja kovács az ötvöst, a kalapáccsal dolgozó azt, aki az üllőt veri; azt mondja a forrasztásról: »Jó lesz!«, és megerősíti szegekkel, hogy ne inogjon.
8 Αλλα συ, Ισραηλ, δουλε μου, Ιακωβ, εκλεκτε μου, το σπερμα Αβρααμ του αγαπητου μου,8 De te, Izrael, az én szolgám, Jákob, akit kiválasztottalak, barátomnak, Ábrahámnak ivadéka,
9 συ, τον οποιον ελαβον εκ των ακρων της γης και σε εκαλεσα εκ των εσχατων αυτης και σοι ειπα, Συ εισαι ο δουλος μου? εγω σε εξελεξα και δεν θελω σε απορριψει?9 te, akit magamhoz ragadtalak a föld végéről, és legtávolabbi sarkából hívtalak el, s azt mondtam neked: »Szolgám vagy, kiválasztottalak, és nem vetlek el téged«,
10 μη φοβου? διοτι εγω ειμαι μετα σου? μη τρομαζε? διοτι εγω ειμαι ο Θεος σου? σε ενισχυσα? μαλιστα σε εβοηθησα? μαλιστα σε υπερησπισθην δια της δεξιας της δικαιοσυνης μου.10 ne félj, mert én veled vagyok! Ne tekingess semerre, mert én vagyok a te Istened! Megerősítelek és megsegítelek, s támogatlak téged szabadító jobbommal.
11 Ιδου, παντες οι ωργισμενοι κατα σου θελουσι καταισχυνθη και εντραπη? θελουσιν εισθαι ως μηδεν? και οι αντιδικοι σου θελουσιν αφανισθη.11 Íme, szégyen és gyalázat éri mindazokat, akik ellened küzdenek; semmivé lesznek és elvesznek, akik veled perbe szállnak.
12 Θελεις ζητησει αυτους και δεν θελεις ευρει αυτους, τους εναντιουμενους εις σε? οι πολεμουντες κατα σου θελουσι γεινει μηδεν και ως εξουθενημα.12 Keresed majd, de nem találod azokat, akik veled civakodnak; semmivé lesznek és megsemmisülnek, akik ellened harcolnak.
13 Διοτι εγω Κυριος ο Θεος σου ειμαι ο κρατων την δεξιαν σου, λεγων προς σε, Μη φοβου? εγω θελω σε βοηθησει.13 Mert én vagyok az Úr, a te Istened, aki megragadom jobbodat, és így szólok hozzád: »Ne félj, én megsegítelek!
14 Μη φοβου, σκωληξ Ιακωβ, θνητοι του Ισραηλ? εγω θελω σε βοηθει, λεγει ο Κυριος? και λυτρωτης σου ειναι ο Αγιος του Ισραηλ.14 Ne félj, te férgecske, Jákob, te kis bogár, Izrael! Én megsegítelek« – mondja az Úr, a te megváltód, Izrael Szentje. –
15 Ιδου, εγω θελω σε καμει νεον κοπτερον αλωνιστηριον οργανον οδοντωτον? θελεις αλωνισει τα ορη και λεπτυνει αυτα, και θελεις καμει τους λοφους ως λεπτον αχυρον.15 Íme, cséplőszánná teszlek téged, új és éles fogú cséplőhengerré. Hegyeket csépelsz és törsz össze, halmokat zúzol pozdorjává.
16 Θελεις ανεμισει αυτα και ο ανεμος θελει σηκωσει αυτα και ο ανεμοστροβιλος θελει διασκορπισει αυτα? συ δε θελεις ευφρανθη εις τον Κυριον και θελεις δοξασθη εν τω Αγιω του Ισραηλ.16 Feldobod őket, és a szél elviszi, a szélvihar szétszórja őket. Te pedig ujjongsz majd az Úrban, és Izrael Szentjében dicsekszel.
17 Οταν οι πτωχοι και ενδεεις ζητησωσιν υδωρ και δεν υπαρχη, η γλωσσα δε αυτων ξηραινηται υπο διψης, εγω ο Κυριος θελω εισακουσει αυτους, ο Θεος του Ισραηλ δεν θελω εγκαταλειψει αυτους.17 A szegények és a szűkölködők vizet keresnek, de nincs, nyelvük a szomjúságtól kiszárad. Én, az Úr, meghallgatom őket, én, Izrael Istene, nem hagyom el őket.
18 Θελω ανοιξει ποταμους εν υψηλοις τοποις και πηγας εν μεσω των κοιλαδων? θελω καμει την ερημον λιμνας υδατων και την ξηραν γην πηγας υδατων.18 Folyókat fakasztok a kopár dombokon, és a völgyek közepén forrásokat; a sivatagot bővizű tóvá teszem, és a kiaszott földet vizek forrásává.
19 Εν τη ερημω θελω εμφυτευσει την κεδρον, το δενδρον της σιττης και τον μυρτον και την ελαιαν? εν τη ακατοικητω γη θελω βαλει την ελατον, την πευκην και τον πυξον ομου?19 A sivatagban cédrust növesztek, akácot, mirtuszt és olajfát; a pusztában fenyőt ültetek, szilfát és ciprust egymás mellé,
20 δια να ιδωσι και να γνωρισωσι και να στοχασθωσι και να εννοησωσιν ομου, οτι η χειρ του Κυριου εκαμε τουτο και ο Αγιος του Ισραηλ εδημιουργησεν αυτο.20 hogy lássák és megtudják, megfontolják és mindjárt megértsék: az Úr keze művelte ezt, és Izrael Szentje teremtette.
21 Παραστησατε την δικην σας, λεγει Κυριος? προφερετε τα ισχυρα σας επιχειρηματα, λεγει ο βασιλευς του Ιακωβ.21 Terjesszétek elő ügyeteket! – mondja az Úr. – Adjátok elő érveiteket! – mondja Jákob királya. –
22 Ας πλησιασωσι και ας δειξωσιν εις ημας τι θελει συμβη? ας αναγγειλωσι τα προτερα, τι ησαν, δια να στοχασθωμεν αυτα και να γνωρισωμεν τα εσχατα αυτων? η ας αναγγειλωσι προς ημας τα μελλοντα.22 Adják elő és hirdessék nekünk, ami történni fog! A korábbi dolgokat hirdessétek, amint voltak, hadd szívleljük meg, és hadd tudjuk meg a végüket; vagy a jövendőt tudassátok velünk!
23 Αναγγειλατε τα συμβησομενα εις το μετεπειτα, δια να γνωρισωμεν οτι εισθε θεοι? καμετε ετι καλον η καμετε κακον, δια να θαυμασωμεν και να ιδωμεν ομου.23 Hirdessétek, ami a jövőben következik, hadd tudjuk meg, hogy istenek vagytok! Tegyetek jót, vagy akár rosszat is, hadd vegyük észre, és lássuk együtt!
24 Ιδου, σεις εισθε ολιγωτερον παρα το μηδεν, και το εργον σας χειροτερον παρα το μηδεν? οστις σας εκλεγει, ειναι βδελυγμα.24 Íme, ti semmik vagytok, és művetek semmiség; utálat, ha valaki titeket választ!
25 Ηγειρα ενα εκ βορρα και θελει ελθει? απ' ανατολων ηλιου θελει επικαλεισθαι το ονομα μου? και θελει πατησει επι τους ηγεμονας ως επι πηλον και ως ο κεραμευς καταπατει τον αργιλον.25 Észak felől támasztottam, és eljött, napkeletről nevén szólítottam; eltiporja a helytartókat, mint az agyagot, ahogyan a fazekas a sarat tapossa.
26 Τις ανηγγειλε ταυτα απ' αρχης, δια να γνωρισωμεν; και προ του καιρου, δια να ειπωμεν, αυτος ειναι ο δικαιος; Αλλ' ουδεις ο αναγγελλων? αλλ' ουδεις ο διακηρυττων? αλλ' ουδεις ο ακουων τους λογους σας.26 Ki hirdette kezdettől fogva, hogy tudjuk, és régóta, hogy azt mondjuk: »Igaz?« Senki sem hirdette, senki sem tudatta, senki sem hallotta beszédeiteket.
27 Εγω ο πρωτος θελω ειπει προς την Σιων, Ιδου, ιδου, ταυτα? και θελω δωσει εις την Ιερουσαλημ τον ευαγγελιζομενον.27 Elsőként én mondtam Sionnak: Íme, itt vannak! És Jeruzsálemnek én adtam azt, aki örömhírt vitt.
28 Διοτι εθεωρησα και δεν ητο ουδεις, ναι, μεταξυ αυτων, αλλα δεν υπηρχε συμβουλος δυναμενος να αποκριθη λογον, οτε ηρωτησα αυτους.28 Láttam, hogy senki sincs, egy sincs ezek között, aki tanácsot adna, és ha megkérdezném, egy szót is felelne.
29 Ιδου, παντες ειναι ματαιοτης, τα εργα αυτων μηδεν? τα χωνευτα αυτων ανεμος και ματαιοτης.29 Íme, ők mind semmik, semmiségek a tetteik; szél és hiábavalóság a bálványaik.