1 εν ταις ημεραις εκειναις ανεστη ματταθιας υιος ιωαννου του συμεων ιερευς των υιων ιωαριβ απο ιερουσαλημ και εκαθισεν εν μωδειν | 1 In diebus illis surrexit Mathathias filius Joannis filii Simeonis, sacerdos ex filiis Joarib, ab Jerusalem, et consedit in monte Modin : |
2 και αυτω υιοι πεντε ιωαννης ο επικαλουμενος γαδδι | 2 et habebat filios quinque, Joannem, qui cognominabatur Gaddis : |
3 σιμων ο καλουμενος θασσι | 3 et Simonem, qui cognominabatur Thasi : |
4 ιουδας ο καλουμενος μακκαβαιος | 4 et Judam, qui vocabatur Machabæus : |
5 ελεαζαρ ο καλουμενος αυαραν ιωναθης ο καλουμενος απφους | 5 et Eleazarum, qui cognominabatur Abaron : et Jonathan, qui cognominabatur Apphus : |
6 και ειδεν τας βλασφημιας τας γινομενας εν ιουδα και εν ιερουσαλημ | 6 hi viderunt mala, quæ fiebant in populo Juda, et in Jerusalem. |
7 και ειπεν οιμμοι ινα τι τουτο εγεννηθην ιδειν το συντριμμα του λαου μου και το συντριμμα της αγιας πολεως και καθισαι εκει εν τω δοθηναι αυτην εν χειρι εχθρων το αγιασμα εν χειρι αλλοτριων | 7 Et dixit Mathathias : Væ mihi ! ut quid natus sum videre contritionem populi mei, et contritionem civitatis sanctæ, et sedere illic, cum datur in manibus inimicorum ? |
8 εγενετο ο ναος αυτης ως ανηρ αδοξος | 8 Sancta in manu extraneorum facta sunt : templum ejus sicut homo ignobilis. |
9 τα σκευη της δοξης αυτης αιχμαλωτα απηχθη απεκτανθη τα νηπια αυτης εν ταις πλατειαις αυτης οι νεανισκοι αυτης εν ρομφαια εχθρου | 9 Vasa gloriæ ejus captiva abducta sunt : trucidati sunt senes ejus in plateis, et juvenes ejus ceciderunt in gladio inimicorum. |
10 ποιον εθνος ουκ εκληρονομησεν βασιλεια και ουκ εκρατησεν των σκυλων αυτης | 10 Quæ gens non hæreditavit regnum ejus et non obtinuit spolia ejus ? |
11 πας ο κοσμος αυτης αφηρεθη αντι ελευθερας εγενετο εις δουλην | 11 Omnis compositio ejus ablata est. Quæ erat libera, facta est ancilla. |
12 και ιδου τα αγια ημων και η καλλονη ημων και η δοξα ημων ηρημωθη και εβεβηλωσαν αυτα τα εθνη | 12 Et ecce sancta nostra, et pulchritudo nostra, et claritas nostra desolata est, et coinquinaverunt ea gentes. |
13 ινα τι ημιν ετι ζωη | 13 Quo ergo nobis adhuc vivere ? |
14 και διερρηξεν ματταθιας και οι υιοι αυτου τα ιματια αυτων και περιεβαλοντο σακκους και επενθησαν σφοδρα | 14 Et scidit vestimenta sua Mathathias, et filii ejus : et operuerunt se ciliciis, et planxerunt valde.
|
15 και ηλθον οι παρα του βασιλεως οι καταναγκαζοντες την αποστασιαν εις μωδειν την πολιν ινα θυσιασωσιν | 15 Et venerunt illuc qui missi erant a rege Antiocho, ut cogerent eos, qui confugerant in civitatem Modin, immolare, et accendere thura, et a lege Dei discedere. |
16 και πολλοι απο ισραηλ προς αυτους προσηλθον και ματταθιας και οι υιοι αυτου συνηχθησαν | 16 Et multi de populo Israël consentientes accesserunt ad eos : sed Mathathias et filii ejus constanter steterunt. |
17 και απεκριθησαν οι παρα του βασιλεως και ειπον τω ματταθια λεγοντες αρχων και ενδοξος και μεγας ει εν τη πολει ταυτη και εστηρισμενος υιοις και αδελφοις | 17 Et respondentes qui missi erant ab Antiocho, dixerunt Mathathiæ : Princeps, et clarissimus et magnus es in hac civitate, et ornatus filiis et fratribus : |
18 νυν προσελθε πρωτος και ποιησον το προσταγμα του βασιλεως ως εποιησαν παντα τα εθνη και οι ανδρες ιουδα και οι καταλειφθεντες εν ιερουσαλημ και εση συ και οι υιοι σου των φιλων του βασιλεως και συ και οι υιοι σου δοξασθησεσθε αργυριω και χρυσιω και αποστολαις πολλαις | 18 ergo accede prior, et fac jussum regis, sicut fecerunt omnes gentes, et viri Juda, et qui remanserunt in Jerusalem : et eris tu, et filii tui, inter amicos regis, et amplificatus auro, et argento, et muneribus multis. |
19 και απεκριθη ματταθιας και ειπεν φωνη μεγαλη ει παντα τα εθνη τα εν οικω της βασιλειας του βασιλεως ακουουσιν αυτου αποστηναι εκαστος απο λατρειας πατερων αυτου και ηρετισαντο εν ταις εντολαις αυτου | 19 Et respondit Mathathias, et dixit magna voce : Etsi omnes gentes regi Antiocho obediunt, ut discedat unusquisque a servitute legis patrum suorum, et consentiat mandatis ejus : |
20 καγω και οι υιοι μου και οι αδελφοι μου πορευσομεθα εν διαθηκη πατερων ημων | 20 ego et filii mei, et fratres mei, obediemus legi patrum nostrorum : |
21 ιλεως ημιν καταλιπειν νομον και δικαιωματα | 21 propitius sit nobis Deus : non est nobis utile relinquere legem, et justitias Dei : |
22 των λογων του βασιλεως ουκ ακουσομεθα παρελθειν την λατρειαν ημων δεξιαν η αριστεραν | 22 non audiemus verba regis Antiochi, nec sacrificabimus transgredientes legis nostræ mandata, ut eamus altera via. |
23 και ως επαυσατο λαλων τους λογους τουτους προσηλθεν ανηρ ιουδαιος εν οφθαλμοις παντων θυσιασαι επι του βωμου εν μωδειν κατα το προσταγμα του βασιλεως | 23 Et ut cessavit loqui verba hæc, accessit quidam Judæus in omnium oculis sacrificare idolis super aram in civitate Modin, secundum jussum regis : |
24 και ειδεν ματταθιας και εζηλωσεν και ετρομησαν οι νεφροι αυτου και ανηνεγκεν θυμον κατα το κριμα και δραμων εσφαξεν αυτον επι τον βωμον | 24 et vidit Mathathias, et doluit, et contremuerunt renes ejus, et accensus est furor ejus secundum judicium legis, et insiliens trucidavit eum super aram : |
25 και τον ανδρα του βασιλεως τον αναγκαζοντα θυειν απεκτεινεν εν τω καιρω εκεινω και τον βωμον καθειλεν | 25 sed et virum, quem rex Antiochus miserat, qui cogebat immolare, occidit in ipso tempore, et aram destruxit : |
26 και εζηλωσεν τω νομω καθως εποιησεν φινεες τω ζαμβρι υιω σαλωμ | 26 et zelatus est legem, sicut fecit Phinees Zamri filio Salomi. |
27 και ανεκραξεν ματταθιας εν τη πολει φωνη μεγαλη λεγων πας ο ζηλων τω νομω και ιστων διαθηκην εξελθετω οπισω μου | 27 Et exclamavit Mathathias voce magna in civitate, dicens : Omnis qui zelum habet legis, statuens testamentum, exeat post me. |
28 και εφυγεν αυτος και οι υιοι αυτου εις τα ορη και εγκατελιπον οσα ειχον εν τη πολει | 28 Et fugit ipse, et filii ejus in montes, et reliquerunt quæcumque habebant in civitate.
|
29 τοτε κατεβησαν πολλοι ζητουντες δικαιοσυνην και κριμα εις την ερημον καθισαι εκει | 29 Tunc descenderunt multi quærentes judicium, et justitiam, in desertum : |
30 αυτοι και οι υιοι αυτων και αι γυναικες αυτων και τα κτηνη αυτων οτι εσκληρυνθη επ' αυτους τα κακα | 30 et sederunt ibi ipsi, et filii eorum, et mulieres eorum, et pecora eorum : quoniam inundaverunt super eos mala. |
31 και ανηγγελη τοις ανδρασιν του βασιλεως και ταις δυναμεσιν αι ησαν εν ιερουσαλημ πολει δαυιδ οτι κατεβησαν ανδρες οιτινες διεσκεδασαν την εντολην του βασιλεως εις τους κρυφους εν τη ερημω | 31 Et renuntiatum est viris regis, et exercitui qui erat in Jerusalem civitate David, quoniam discessissent viri quidam, qui dissipaverunt mandatum regis, in loca occulta in deserto, et abiissent post illos multi. |
32 και εδραμον οπισω αυτων πολλοι και κατελαβοντο αυτους και παρενεβαλον επ' αυτους και συνεστησαντο προς αυτους πολεμον εν τη ημερα των σαββατων | 32 Et statim perrexerunt ad eos, et constituerunt adversus eos prælium in die sabbatorum, |
33 και ειπον προς αυτους εως του νυν εξελθοντες ποιησατε κατα τον λογον του βασιλεως και ζησεσθε | 33 et dixerunt ad eos : Resistitis et nunc adhuc ? exite, et facite secundum verbum regis Antiochi, et vivetis. |
34 και ειπον ουκ εξελευσομεθα ουδε ποιησομεν τον λογον του βασιλεως βεβηλωσαι την ημεραν των σαββατων | 34 Et dixerunt : Non exibimus, neque faciemus verbum regis, ut polluamus diem sabbatorum. |
35 και εταχυναν επ' αυτους πολεμον | 35 Et concitaverunt adversus eos prælium. |
36 και ουκ απεκριθησαν αυτοις ουδε λιθον ενετιναξαν αυτοις ουδε ενεφραξαν τους κρυφους | 36 Et non responderunt eis, nec lapidem miserunt in eos, nec oppilaverunt loca occulta, |
37 λεγοντες αποθανωμεν παντες εν τη απλοτητι ημων μαρτυρει εφ' ημας ο ουρανος και η γη οτι ακριτως απολλυτε ημας | 37 dicentes : Moriamur omnes in simplicitate nostra : et testes erunt super nos cælum et terra, quod injuste perditis nos. |
38 και ανεστησαν επ' αυτους εν πολεμω τοις σαββασιν και απεθανον αυτοι και αι γυναικες αυτων και τα τεκνα αυτων και τα κτηνη αυτων εως χιλιων ψυχων ανθρωπων | 38 Et intulerunt illis bellum sabbatis : et mortui sunt ipsi, et uxores eorum, et filii eorum, et pecora eorum usque ad mille animas hominum. |
39 και εγνω ματταθιας και οι φιλοι αυτου και επενθησαν επ' αυτους σφοδρα | 39 Et cognovit Mathathias et amici ejus, et luctum habuerunt super eos valde. |
40 και ειπεν ανηρ τω πλησιον αυτου εαν παντες ποιησωμεν ως οι αδελφοι ημων εποιησαν και μη πολεμησωμεν προς τα εθνη υπερ της ψυχης ημων και των δικαιωματων ημων νυν ταχιον ολεθρευσουσιν ημας απο της γης | 40 Et dixit vir proximo suo : Si omnes fecerimus sicut fratres nostri fecerunt, et non pugnaverimus adversus gentes pro animabus nostris et justificationibus nostris, nunc citius disperdent nos a terra. |
41 και εβουλευσαντο τη ημερα εκεινη λεγοντες πας ανθρωπος ος εαν ελθη εφ' ημας εις πολεμον τη ημερα των σαββατων πολεμησωμεν κατεναντι αυτου και ου μη αποθανωμεν παντες καθως απεθανον οι αδελφοι ημων εν τοις κρυφοις | 41 Et cogitaverunt in die illa, dicentes : Omnis homo, quicumque venerit ad nos in bello die sabbatorum, pugnemus adversus eum : et non moriemur omnes, sicut mortui sunt fratres nostri in occultis.
|
42 τοτε συνηχθησαν προς αυτους συναγωγη ασιδαιων ισχυροι δυναμει απο ισραηλ πας ο εκουσιαζομενος τω νομω | 42 Tunc congregata est ad eos synagoga Assidæorum fortis viribus ex Israël, omnis voluntarius in lege : |
43 και παντες οι φυγαδευοντες απο των κακων προσετεθησαν αυτοις και εγενοντο αυτοις εις στηριγμα | 43 et omnes, qui fugiebant a malis, additi sunt ad eos, et facti sunt illis ad firmamentum. |
44 και συνεστησαντο δυναμιν και επαταξαν αμαρτωλους εν οργη αυτων και ανδρας ανομους εν θυμω αυτων και οι λοιποι εφυγον εις τα εθνη σωθηναι | 44 Et collegerunt exercitum, et percusserunt peccatores in ira sua, et viros iniquos in indignatione sua : et ceteri fugerunt ad nationes, ut evaderent. |
45 και εκυκλωσεν ματταθιας και οι φιλοι αυτου και καθειλον τους βωμους | 45 Et circuivit Mathathias et amici ejus, et destruxerunt aras : |
46 και περιετεμον τα παιδαρια τα απεριτμητα οσα ευρον εν οριοις ισραηλ εν ισχυι | 46 et circumciderunt pueros incircumcisos quotquot invenerunt in finibus Israël : et in fortitudine. |
47 και εδιωξαν τους υιους της υπερηφανιας και κατευοδωθη το εργον εν χειρι αυτων | 47 Et persecuti sunt filios superbiæ, et prosperatum est opus in manibus eorum : |
48 και αντελαβοντο του νομου εκ χειρος των εθνων και των βασιλεων και ουκ εδωκαν κερας τω αμαρτωλω | 48 et obtinuerunt legem de manibus gentium, et de manibus regum, et non dederant cornu peccatori.
|
49 και ηγγισαν αι ημεραι ματταθιου αποθανειν και ειπεν τοις υιοις αυτου νυν εστηρισθη υπερηφανια και ελεγμος και καιρος καταστροφης και οργη θυμου | 49 Et appropinquaverunt dies Mathathiæ moriendi, et dixit filiis suis : Nunc confortata est superbia, et castigatio, et tempus eversionis, et ira indignationis. |
50 νυν τεκνα ζηλωσατε τω νομω και δοτε τας ψυχας υμων υπερ διαθηκης πατερων ημων | 50 Nunc ergo, o filii, æmulatores estote legis, et date animas vestras pro testamento patrum vestrorum, |
51 και μνησθητε τα εργα των πατερων α εποιησαν εν ταις γενεαις αυτων και δεξασθε δοξαν μεγαλην και ονομα αιωνιον | 51 et mementote operum patrum, quæ fecerunt in generationibus suis : et accipietis gloriam magnam, et nomen æternum. |
52 αβρααμ ουχι εν πειρασμω ευρεθη πιστος και ελογισθη αυτω εις δικαιοσυνην | 52 Abraham nonne in tentatione inventus est fidelis, et reputatum est ei ad justitiam ? |
53 ιωσηφ εν καιρω στενοχωριας αυτου εφυλαξεν εντολην και εγενετο κυριος αιγυπτου | 53 Joseph in tempore angustiæ suæ custodivit mandatum, et factus est dominus Ægypti. |
54 φινεες ο πατηρ ημων εν τω ζηλωσαι ζηλον ελαβεν διαθηκην ιερωσυνης αιωνιας | 54 Phinees pater noster, zelando zelum Dei, accepit testamentum sacerdotii æterni. |
55 ιησους εν τω πληρωσαι λογον εγενετο κριτης εν ισραηλ | 55 Jesus dum implevit verbum, factus est dux in Israël. |
56 χαλεβ εν τω μαρτυρασθαι εν τη εκκλησια ελαβεν γης κληρονομιαν | 56 Caleb dum testificatur in ecclesia, accepit hæreditatem. |
57 δαυιδ εν τω ελεει αυτου εκληρονομησεν θρονον βασιλειας εις αιωνας | 57 David in sua misericordia consecutus est sedem regni in sæcula. |
58 ηλιας εν τω ζηλωσαι ζηλον νομου ανελημφθη εις τον ουρανον | 58 Elias, dum zelat zelum legis, receptus est in cælum. |
59 ανανιας αζαριας μισαηλ πιστευσαντες εσωθησαν εκ φλογος | 59 Ananias et Azarias et Misaël credentes, liberati sunt de flamma. |
60 δανιηλ εν τη απλοτητι αυτου ερρυσθη εκ στοματος λεοντων | 60 Daniel in sua simplicitate liberatus est de ore leonum. |
61 και ουτως εννοηθητε κατα γενεαν και γενεαν οτι παντες οι ελπιζοντες επ' αυτον ουκ ασθενησουσιν | 61 Et ita cogitate per generationem et generationem : quia omnes qui sperant in eum, non infirmantur. |
62 και απο λογων ανδρος αμαρτωλου μη φοβηθητε οτι η δοξα αυτου εις κοπρια και εις σκωληκας | 62 Et a verbis viri peccatoris ne timueritis, quia gloria ejus stercus et vermis est : |
63 σημερον επαρθησεται και αυριον ου μη ευρεθη οτι επεστρεψεν εις τον χουν αυτου και ο διαλογισμος αυτου απολειται | 63 hodie extollitur, et cras non invenietur : quia conversus est in terram suam, et cogitatio ejus periit. |
64 τεκνα ανδριζεσθε και ισχυσατε εν τω νομω οτι εν αυτω δοξασθησεσθε | 64 Vos ergo filii, confortamini, et viriliter agite in lege : quia in ipsa gloriosi eritis. |
65 και ιδου συμεων ο αδελφος υμων οιδα οτι ανηρ βουλης εστιν αυτου ακουετε πασας τας ημερας αυτος εσται υμων πατηρ | 65 Et ecce Simon frater vester, scio quod vir consilii est : ipsum audite semper, et ipse erit vobis pater. |
66 και ιουδας μακκαβαιος ισχυρος δυναμει εκ νεοτητος αυτου αυτος εσται υμιν αρχων στρατιας και πολεμησει πολεμον λαων | 66 Et Judas Machabæus, fortis viribus a juventute sua, sit vobis princeps militiæ, et ipse aget bellum populi. |
67 και υμεις προσαξετε προς υμας παντας τους ποιητας του νομου και εκδικησατε εκδικησιν του λαου υμων | 67 Et adducetis ad vos omnes factores legis : et vindicate vindictam populi vestri. |
68 ανταποδοτε ανταποδομα τοις εθνεσιν και προσεχετε εις προσταγμα του νομου | 68 Retribuite retributionem gentibus, et intendite in præceptum legis.
|
69 και ευλογησεν αυτους και προσετεθη προς τους πατερας αυτου | 69 Et benedixit eos, et appositus est ad patres suos. |
70 και απεθανεν εν τω εκτω και τεσσαρακοστω και εκατοστω ετει και εταφη εν ταφοις πατερων αυτου εν μωδειν και εκοψαντο αυτον πας ισραηλ κοπετον μεγαν | 70 Et defunctus est anno centesimo et quadragesimo sexto : et sepultus est a filiis suis in sepulchris patrum suorum in Modin, et planxerunt eum omnis Israël planctu magno. |