Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ´ - 1 Re - Kings III 12


font
GREEK BIBLEJERUSALEM
1 Και υπηγεν ο Ροβοαμ εις Συχεμ? διοτι εις Συχεμ ηρχετο πας ο Ισραηλ δια να καμη αυτον βασιλεα.1 Roboam se rendit à Sichem, car c'est à Sichem que tout Israël était venu pour le proclamer roi.
2 Και ως ηκουσε τουτο Ιεροβοαμ ο υιος του Ναβατ, οστις ητο ετι εν Αιγυπτω, οπου ειχε φυγει απο προσωπου του βασιλεως Σολομωντος, εμεινεν ετι ο Ιεροβοαμ εν Αιγυπτω?2 (Dès que Jéroboam, fils de Nebat, fut informé -- il était encore en Egypte, où il avait fui le roiSalomon --, il revint d'Egypte.
3 απεστειλαν ομως και εκαλεσαν αυτον. Τοτε ηλθον ο Ιεροβοαμ και πασα η συναγωγη του Ισραηλ και ελαλησαν προς τον Ροβοαμ, λεγοντες,3 On fit appeler Jéroboam et il vint, lui et toute l'assemblée d'Israël.) Ils parlèrent ainsi à Roboam:
4 Ο πατηρ σου εσκληρυνε τον ζυγον ημων? τωρα λοιπον την δουλειαν την σκληραν του πατρος σου και τον ζυγον αυτου τον βαρυν, τον οποιον επεβαλεν εφ' ημας, ελαφρωσον συ, και θελομεν σε δουλευει.4 "Ton père a rendu pénible notre joug, allège maintenant le dur servage de ton père, la lourdeur dujoug qu'il nous imposa, et nous te servirons!"
5 Ο δε ειπε προς αυτους, Αναχωρησατε εως τρεις ημερας? επειτα επιστρεψατε προς εμε. Και ανεχωρησεν ο λαος.5 Il leur dit: "Retirez-vous pour trois jours, puis revenez vers moi", et le peuple s'en alla.
6 Και συνεβουλευθη ο βασιλευς Ροβοαμ τους πρεσβυτερους, οιτινες παρισταντο ενωπιον Σολομωντος του πατρος αυτου ετι ζωντος, λεγων, Τι με συμβουλευετε σεις να αποκριθω προς τον λαον τουτον;6 Le roi Roboam prit conseil des anciens, qui avaient assisté son père Salomon pendant qu'il vivait, etdemanda: "Quelle réponse conseillez-vous de faire à ce peuple?"
7 Και ελαλησαν προς αυτον, λεγοντες, Εαν σημερον γεινης δουλος εις τον λαον τουτον και δουλευσης αυτους και αποκριθης προς αυτους και λαλησης αγαθους λογους προς αυτους, τοτε θελουσιν εισθαι δουλοι σου δια παντος.7 Ils lui répondirent: "Si tu te fais aujourd'hui serviteur de ces gens, si tu te soumets et leur donnes debonnes paroles, alors ils seront toujours tes serviteurs."
8 Απερριψεν ομως την συμβουλην των πρεσβυτερων, την οποιαν εδωκαν εις αυτον, και συνεβουλευθη τους νεους, τους συνανατραφεντας μετ' αυτου τους παρισταμενους ενωπιον αυτου.8 Mais il repoussa le conseil que les anciens avaient donné et consulta des jeunes gens quil'assistaient, ses compagnons d'enfance.
9 Και ειπε προς αυτους, Τι με συμβουλευετε σεις να αποκριθωμεν προς τον λαον τουτον, οστις ελαλησε προς εμε, λεγων, Ελαφρωσον τον ζυγον, τον οποιον ο πατηρ σου επεβαλεν εφ' ημας;9 Il leur demanda: "Que conseillez-vous que nous répondions à ce peuple qui m'a parlé ainsi: Allègele joug que ton père nous a imposé?"
10 Και ελαλησαν προς αυτον οι νεοι, οι συνανατραφεντες μετ' αυτου, λεγοντες, ουτω θελεις λαλησει προς τον λαον τουτον, οστις ελαλησε προς σε, λεγων, Ο πατηρ σου εβαρυνε τον ζυγον ημων, αλλα συ ελαφρωσον αυτον εις ημας? ουτω θελεις λαλησει προς αυτους? Ο μικρος μου δακτυλος θελει εισθαι παχυτερος της οσφυος του πατρος μου?10 Les jeunes gens, ses compagnons d'enfance, lui répondirent: "Voici ce que tu diras à ce peuple quit'a dit: Ton père a rendu pesant notre joug, mais toi allège notre charge, voici ce que tu leur répondras: Mon petitdoigt est plus gros que les reins de mon père!
11 τωρα λοιπον, ο μεν πατηρ μου επεφορτισεν εις εσας ζυγον βαρυν, εγω δε θελω καμει βαρυτερον τον ζυγον σας? ο πατηρ μου σας επαιδευσε με μαστιγας, αλλ' εγω θελω σας παιδευσει με σκορπιους.11 Ainsi, mon père vous a fait porter un joug pesant, moi j'ajouterai encore à votre joug; mon pèrevous a châtiés avec des lanières, moi je vous châtierai avec des fouets à pointes de fer!"
12 Και ηλθεν ο Ιεροβοαμ και πας ο λαος προς τον Ροβοαμ την τριτην ημεραν, ως ειχε λαλησει ο βασιλευς, λεγων, Επανελθετε προς εμε την τριτην ημεραν.12 Jéroboam avec tout le peuple vint à Roboam le troisième jour, selon cet ordre qu'il avait donné:"Revenez vers moi le troisième jour."
13 Και απεκριθη ο βασιλευς προς τον λαον σκληρως και εγκατελιπε την συμβουλην των πρεσβυτερων, την οποιαν εδωκαν εις αυτον?13 Le roi fit au peuple une dure réponse, il rejeta le conseil que les anciens avaient donné
14 και ελαλησε προς αυτους κατα την συμβουλην των νεων, λεγων, Ο πατηρ μου εβαρυνε τον ζυγον σας, αλλ' εγω θελω καμει βαρυτερον τον ζυγον σας? ο πατηρ μου σας επαιδευσε με μαστιγας, αλλ' εγω θελω σας παιδευσει με σκορπιους.14 et, suivant le conseil des jeunes, il leur parla ainsi: "Mon père a rendu pesant votre joug, moij'ajouterai encore à votre joug; mon père vous a châtiés avec des lanières, moi je vous châtierai avec des fouets àpointes de fer."
15 Και δεν εισηκουσεν ο βασιλευς εις τον λαον? διοτι το πραγμα εγεινε παρα Κυριου, δια να εκτελεση τον λογον αυτου, τον οποιον ο Κυριος ελαλησε δια του Αχια του Σηλωνιτου προς Ιεροβοαμ τον υιον του Ναβατ.15 Le roi n'écouta donc pas le peuple: c'était une intervention de Yahvé, pour accomplir la parole qu'ilavait dite à Jéroboam fils de Nebat par le ministère d'Ahiyya de Silo.
16 Και ιδων πας ο Ισραηλ οτι ο βασιλευς δεν εισηκουσεν εις αυτους, απεκριθη ο λαος προς τον βασιλεα, λεγων, Τι μερος εχομεν ημεις εν τω Δαβιδ; ουδεμιαν κληρονομιαν εχομεν εν τω υιω του Ιεσσαι? εις τας σκηνας σου, Ισραηλ? προβλεψον τωρα, Δαβιδ, περι του οικου σου. Και ανεχωρησεν ο Ισραηλ εις τας σκηνας αυτου.16 Quand les Israélites virent que le roi ne les écoutait pas, ils lui répliquèrent: "Quelle part avons-nous sur David? Nous n'avons pas d'héritage sur le fils de Jessé. A tes tentes, Israël! Et maintenant, pourvois à tamaison, David." Et Israël s'en fut à ses tentes.
17 Περι δε των υιων Ισραηλ των κατοικουντων εν ταις πολεσιν Ιουδα, ο Ροβοαμ εβασιλευσεν επ' αυτους.17 Quant aux Israélites qui habitaient les villes de Juda, Roboam régna sur eux.
18 Και απεστειλεν ο βασιλευς Ροβοαμ τον Αδωραμ, τον επι των φορων? και ελιθοβολησεν αυτον πας ο Ισραηλ με λιθους, και απεθανεν. Οθεν εσπευσεν ο βασιλευς Ροβοαμ να αναβη εις την αμαξαν, δια να φυγη εις Ιερουσαλημ.18 Le roi Roboam dépêcha Adoram, le chef de la corvée, mais tout Israël le lapida et il mourut; alorsle roi Roboam se vit contraint de monter sur son char pour fuir vers Jérusalem.
19 Ουτως απεστατησεν ο Ισραηλ απο του οικου του Δαβιδ εως της ημερας ταυτης.19 Et Israël fut séparé de la maison de David, jusqu'à ce jour.
20 Οτε δε ηκουσε πας ο Ισραηλ οτι ο Ιεροβοαμ επεστρεψεν, απεστειλαν και εκαλεσαν αυτον εις την συναγωγην και εκαμον αυτον βασιλεα επι παντα τον Ισραηλ? δεν ηκολουθησε τον οικον του Δαβιδ, ειμη η φυλη του Ιουδα μονη.20 Lorsque tout Israël apprit que Jéroboam était revenu, ils l'appelèrent à l'assemblée et ils le firent roisur tout Israël; il n'y eut pour se rallier à la maison de David que la seule tribu de Juda.
21 Και ελθων ο Ροβοαμ εις Ιερουσαλημ, συνηθροισε παντα τον οικον Ιουδα και την φυλην Βενιαμιν, εκατον ογδοηκοντα χιλιαδας εκλεκτων πολεμιστων, δια να πολεμησωσι κατα του οικου του Ισραηλ, οπως επαναφερωσι την βασιλειαν εις τον Ροβοαμ τον υιον του Σολομωντος.21 Roboam se rendit à Jérusalem; il convoqua toute la maison de Juda et la tribu de Benjamin, soit180.000 guerriers d'élite, pour combattre la maison d'Israël et rendre le royaume à Roboam fils de Salomon.
22 Εγεινεν ομως λογος Θεου προς τον Σεμαιαν, ανθρωπον του Θεου, λεγων,22 Mais la parole de Dieu fut adressée à Shemaya l'homme de Dieu en ces termes:
23 Λαλησον προς Ροβοαμ, τον υιον του Σολομωντος, τον βασιλεα του Ιουδα, και προς παντα τον οικον Ιουδα και Βενιαμιν και προς το επιλοιπον του λαου, λεγων,23 "Dis ceci à Roboam fils de Salomon, roi de Juda, à toute la maison de Juda, à Benjamin et au restedu peuple:
24 ουτω λεγει Κυριος? Δεν θελετε αναβη ουδε πολεμησει εναντιον των αδελφων σας των υιων Ισραηλ? επιστρεψατε εκαστος εις τον οικον αυτου? διοτι παρ' εμου εγεινε το πραγμα τουτο. Και υπηκουσαν εις τον λογον του Κυριου και επεστρεψαν να υπαγωσι, κατα τον λογον του Κυριου.24 Ainsi parle Yahvé. N'allez pas vous battre contre vos frères, les enfants d'Israël; que chacunretourne chez soi, car cet événement vient de moi." Ils écoutèrent la parole de Yahvé et prirent le chemin duretour comme avait dit Yahvé.
25 Τοτε ωκοδομησεν ο Ιεροβοαμ την Συχεμ επι του ορους Εφραιμ, και κατωκησεν εν αυτη? επειτα εξηλθεν εκειθεν και ωκοδομησε την Φανουηλ.25 Jéroboam fortifia Sichem dans la montagne d'Ephraïm et y séjourna. Puis il sortit de là et fortifiaPenuel.
26 Και ειπεν ο Ιεροβοαμ εν τη καρδια αυτου. Τωρα θελει επιστρεψει η βασιλεια εις τον οικον του Δαβιδ?26 Jéroboam se dit en lui-même: "Comme sont les choses, le royaume va retourner à la maison deDavid.
27 εαν ο λαος ουτος αναβη δια να προσφερη θυσιας εν τω οικω του Κυριου εν Ιερουσαλημ, τοτε η καρδια του λαου τουτου θελει επιστρεψει προς τον κυριον αυτου, τον Ροβοαμ βασιλεα του Ιουδα, και θελουσι θανατωσει εμε και επιστρεψει προς Ροβοαμ τον βασιλεα του Ιουδα.27 Si ce peuple continue de monter au Temple de Yahvé à Jérusalem pour offrir des sacrifices, lecoeur du peuple reviendra à son seigneur, Roboam, roi de Juda, et on me tuera."
28 Ελαβε λοιπον ο βασιλευς βουλην και εκαμε δυο μοσχους χρυσους, και ειπε προς αυτους, Φθανει εις εσας να αναβαινητε εις Ιερουσαλημ? ιδου, οι θεοι σου, Ισραηλ, οιτινες σε ανηγαγον εκ γης Αιγυπτου.28 Après avoir délibéré, il fit deux veaux d'or et dit au peuple: "Assez longtemps vous êtes montés àJérusalem! Israël, voici ton Dieu qui t'a fait monter du pays d'Egypte."
29 Και εθεσε τον ενα εν Βαιβηλ και τον αλλον εθεσεν εν Δαν.29 Il dressa l'un à Béthel,
30 Και εγεινε το πραγμα τουτο αιτια αμαρτιας? διοτι επορευετο ο λαος εως εις Δαν, δια να προσκυνη ενωπιον του ενος.30 et le peuple alla en procession devant l'autre jusqu'à Dan.
31 Και εκαμεν οικους επι των υψηλων τοπων και εκαμεν ιερεις εκ των εσχατων του λαου, οιτινες δεν ησαν εκ των υιων Λευι.31 Il établit le temple des hauts lieux et il institua des prêtres pris du commun, qui n'étaient pas fils deLévi.
32 Και εκαμεν ο Ιεροβοαμ εορτην εν τω μηνι τω ογδοω, εν τη δεκατη πεμπτη ημερα του μηνος, ως την εορτην την εν Ιουδα, και ανεβη επι το θυσιαστηριον. Ουτως εκαμεν εν Βαιθηλ, θυσιαζων εις τους μοσχους τους οποιους εκαμε? και κατεστησεν εν Βαιθηλ τους ιερεις των υψηλων τοπων, τους οποιους εκαμε.32 Jéroboam célébra une fête le huitième mois, le quinzième jour du mois, comme la fête qu'oncélébrait en Juda, et il monta à l'autel. Voilà comme il a agi à Béthel, sacrifiant aux veaux qu'il avait faits, et ilétablit à Béthel les prêtres des hauts lieux, qu'il avait institués.
33 Και ανεβη επι το θυσιαστηριον το οποιον εκαμεν εν Βαιθηλ, την δεκατην πεμπτην ημεραν του ογδοου μηνος, εν τω μηνι τον οποιον εφευρεν απο της καρδιας αυτου? και εκαμεν εορτην εις τους υιους Ισραηλ, και ανεβη επι το θυσιαστηριον, δια να θυμιαση.33 Il monta à l'autel qu'il avait fait, le quinzième jour du huitième mois, le mois qu'il avaitarbitrairement choisi; il institua une fête pour les Israélites et il monta à l'autel pour offrir le sacrifice.