Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

Livre des Juges 6


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Les Israélites firent ce qui est mal aux yeux de Yahvé et Yahvé les livra pour sept ans entre les mains de Madian.1 Και επραξαν οι υιοι Ισραηλ πονηρα ενωπιον του Κυριου? και παρεδωκεν αυτους ο Κυριος εις την χειρα του Μαδιαμ επτα ετη.
2 L’oppression de Madian fut dure pour Israël, et c’est à cause de Madian que les Israélites aménagèrent les fentes des montagnes, les grottes et les repaires.2 Και κατισχυσεν χειρ του Μαδιαμ επι τον Ισραηλ? εξ αιτιας των Μαδιανιτων εκαμον εις εαυτους οι υιοι Ισραηλ τας φωλεας εκεινας, τας επι των ορεων, και τα σπηλαια και τα οχυρωματα.
3 Lorsque Israël avait semé, Madian faisait un raid avec Amalec et les fils de l’Orient.3 Και οτε εσπερνεν ο Ισραηλ, ανεβαινον οι Μαδιανιται και οι Αμαληκιται και οι κατοικοι της ανατολης και ηρχοντο εναντιον αυτου?
4 Ils s’installaient sur sa terre et dévastaient tous les champs jusqu’aux environs de Gaza; il ne restait rien à manger en Israël, ni moutons, ni bœufs, ni ânes.4 και στρατοπεδευοντες εναντιον αυτων διεφθειρον τα γεννηματα της γης, εως της εισοδου Γαζης, και δεν αφινον ζωοτροφιαν εις τον Ισραηλ, ουτε προβατον ουτε βουν ουτε ονον.
5 Ils arrivaient avec leurs troupeaux et leurs tentes, aussi nombreux que des sauterelles; on ne pouvait les compter, eux et leurs chameaux, quand ils arrivaient dans le pays pour tout ravager.5 Διοτι ανεβαινον αυτοι και τα ποιμνια αυτων και ηρχοντο μετα των σκηνων αυτων, πολυαριθμοι ως ακριδες? αναριθμητοι ησαν και αυτοι και αι καμηλοι αυτων? και εισηρχοντο εις την γην δια να φθειρωσιν αυτην.
6 Israël était dans la misère à cause de Madian, et les Israélites crièrent vers Yahvé.6 Και επτωχευσε σφοδρα ο Ισραηλ εξ αιτιας των Μαδιανιτων? δια τουτο οι υιοι Ισραηλ εβοησαν προς τον Κυριον.
7 Voici ce qui arriva quand les Israélites criaient vers Yahvé à cause de Madian.7 Και οτε εβοησαν προς τον Κυριον οι υιοι Ισραηλ δια τους Μαδιανιτας,
8 Yahvé envoya un prophète qui leur fit entendre cette parole de Yahvé, le Dieu d’Israël: “C’est moi qui vous ai fait monter d’Égypte, qui vous ai fait sortir de la maison de l’esclavage.8 τοτε απεστειλεν ο Κυριος ανδρα προφητην προς τους υιους Ισραηλ, και ειπε προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? Εγω ανεβιβασα υμας εξ Αιγυπτου και εξηγαγον υμας εξ οικου δουλειας,
9 Comme je vous avais délivrés de la main des Égyptiens, je vous ai délivrés de tous ceux qui vous opprimaient. Je les ai chassés devant vous et je vous ai donné leur pays.9 και ελυτρωσα υμας εκ χειρος των Αιγυπτιων και εκ χειρος παντων των καταθλιβοντων υμας, και εξεδιωξα αυτους απ' εμπροσθεν υμων και εδωκα εις εσας την γην αυτων?
10 Alors je vous ai dit: Je suis Yahvé votre Dieu, ne tenez aucun compte des dieux des Amorites dont vous habitez le pays. Mais vous n’avez pas écouté ma voix.”10 και ειπα προς εσας, Εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σας? δεν θελετε σεβασθη τους θεους των Αμορραιων, εν τη γη των οποιων κατοικειτε? και δεν υπηκουσατε εις την φωνην μου.
11 L’Ange de Yahvé vint s’asseoir sous le térébinthe qui est à Ofra, il appartenait à Yoach du clan d’Abiézer. Or Gédéon, son fils, était en train de battre le blé dans le pressoir pour le cacher aux Madianites.11 Και ηλθεν αγγελος Κυριου και εκαθισεν υπο την δρυν την εν Οφρα, την του Ιωας του Αβι-εζεριτου? και Γεδεων ο υιος αυτου εκοπανιζε σιτον εν τω ληνω, δια να κρυψη αυτον απο των Μαδιανιτων.
12 L’Ange de Yahvé lui apparut et lui dit: “Yahvé est avec toi, courageux guerrier!”12 Και εφανη εις αυτον αγγελος Κυριου και ειπε προς αυτον, Ο Κυριος μετα σου, δυνατε εν ισχυι.
13 Gédéon répondit: “Je t’en prie mon seigneur, si Yahvé est avec nous, pourquoi tout cela nous arrive-t-il? Où sont donc tous ces prodiges que nous ont racontés nos pères, quand ils nous disaient: Yahvé nous a fait monter d’Égypte? Pour l’instant Yahvé nous a laissé tomber et nous a livrés entre les mains de Madian.”13 Και ειπε προς αυτον ο Γεδεων, Ω κυριε μου, αν ο Κυριος ηναι μεθ' ημων, δια τι λοιπον ευρηκαν ημας παντα ταυτα; και που ειναι παντα τα θαυμασια αυτου, τα οποια διηγηθησαν εις ημας οι πατερες ημων, λεγοντες, Δεν ανεβιβασεν ημας ο Κυριος εξ Αιγυπτου; αλλα τωρα εγκατελιπεν ημας ο Κυριος και παρεδωκεν ημας εις τας χειρας των Μαδιανιτων.
14 Alors Yahvé se tourna vers lui et lui dit: “Va! tu es bien assez fort pour délivrer Israël de la main de Madian: c’est moi qui t’envoie!”14 Και εμβλεψας προς αυτον ο Κυριος ειπεν, Υπαγε εν τη δυναμει σου ταυτη, και θελεις σωσει τον Ισραηλ εκ της χειρος του Μαδιαμ? δεν σε απεστειλα εγω;
15 Mais il répondit: “Je t’en prie, Mon Seigneur, comment sauverai-je Israël? Mon clan est le plus petit de la tribu de Manassé, et moi, je suis le plus petit dans la maison de mon père.”15 Ο δε ειπε προς αυτον, Ω κυριε μου, με τι θελω σωσει τον Ισραηλ; ιδου, η οικογενεια μου ειναι η ταπεινοτερα μεταξυ του Μανασση, και εγω ο μικροτερος εν τω οικω του πατρος μου.
16 Yahvé lui dit: “Je serai avec toi et tu battras Madian comme un seul homme.”16 Και ειπε προς αυτον ο Κυριος, Αλλ' εγω θελω εισθαι μετα σου και θελεις παταξει τους Μαδιανιτας ως ανδρα ενα.
17 Il répondit: “Si vraiment j’ai trouvé grâce à tes yeux, fais-moi voir un signe et je saurai que c’est bien toi qui me parles.17 Ο δε ειπε προς αυτον, Εαν λοιπον ευρηκα χαριν εις τους οφθαλμους σου, δειξον μοι σημειον οτι συ εισαι ο λαλων μετ' εμου.
18 Ne t’éloigne donc pas d’ici jusqu’à ce que je revienne avec une offrande que je déposerai devant toi.” Yahvé répondit: “Je resterai jusqu’à ton retour.”18 Μη αναχωρησης εντευθεν, δεομαι, εωσου ελθω προς σε και εκφερω την προσφοραν μου και θεσω ενωπιον σου. Ο δε ειπε, Θελω περιμεινει εωσου επιστρεψης.
19 Gédéon s’en alla donc; il prépara un chevreau et, avec une mesure de farine, il fit des pains sans levain. Il mit la viande dans une corbeille et le jus dans un pot, et il apporta le tout sous le térébinthe pour le lui offrir.19 Και εισηλθεν ο Γεδεων και ητοιμασεν εριφιον εξ αιγων και αζυμα ενος εφα αλευρου? το μεν κρεας εθεσεν εις κανιστρον, τον δε ζωμον εβαλεν εις χυτραν, και εφερεν εξω προς αυτον υπο την δρυν και προσεφερε.
20 L’Ange de Dieu lui dit alors: “Prends la viande et les pains sans levain, dépose-les sur le rocher qui est là, et verse le jus.” C’est ce qu’il fit.20 Και ειπε προς αυτον ο αγγελος του Θεου, Λαβε το κρεας και τα αζυμα και θες επι ταυτην την πετραν, και τον ζωμον επιχεε. Και εκαμεν ουτω.
21 Alors l’ange de Yahvé étendit son bâton et, du bout de son bâton, il toucha la viande et les pains sans levain: le feu s’éleva du rocher et consuma la viande et les pains sans levain; quant à l’Ange de Yahvé, il avait disparu de devant ses yeux.21 Και εξετεινεν ο αγγελος του Κυριου το ακρον της ραβδου, την οποιαν ειχεν εν τη χειρι αυτου, και ηγγισε το κρεας και τα αζυμα? και ανεβη πυρ εκ της πετρας και κατεφαγε το κρεας και τα αζυμα. Τοτε απηλθεν ο αγγελος του Κυριου απο των οφθαλμων αυτου.
22 Gédéon comprit que c’était l’Ange de Yahvé et il dit: “Malheur à moi, Seigneur Yahvé, car vraiment j’ai vu l’Ange de Yahvé face à face!”22 Και ιδων ο Γεδεων οτι ητο αγγελος Κυριου, ειπεν ο Γεδεων, Οιμοι, Κυριε Θεε? διοτι ειδον τον αγγελον του Κυριου προσωπον προς προσωπον.
23 Mais Yahvé lui dit: “Sois sans crainte, tu ne mourras pas.”23 Και ειπε προς αυτον ο Κυριος, Ειρηνη σοι? μη φοβου? δεν θελεις αποθανει.
24 Gédéon construisit un autel à Yahvé en ce lieu et il l’appela: Yahvé-Paix. Il existe encore aujourd’hui à Ofra, sur les terres d’Abiézer.24 Και ωκοδομησεν εκει ο Γεδεων θυσιαστηριον εις τον Κυριον και ωνομασεν αυτο Ιεοβα-σαλωμ? εως της ημερας ταυτης ειναι εν Οφρα των Αβι-εζεριτων.
25 Cette même nuit Yahvé lui dit: “Prends le jeune taureau de ton père. Tu démoliras l’autel de Baal qui appartient à ton père et tu couperas l’ashéra qui est à côté.25 Και την αυτην νυκτα ειπεν ο Κυριος προς αυτον, Λαβε τον βουν του πατρος σου και τον δευτερον βουν τον επταετη, και κατεδαφισον τον βωμον του Βααλ, τον οποιον εχει ο πατηρ σου, και το αλσος το πλησιον αυτου κατακοψον?
26 Puis tu bâtiras un autel à Yahvé ton Dieu, sur le sommet de cette colline fortifiée, et tu prépareras le jeune taureau pour l’offrir par le feu sur le bois de l’ashéra que tu auras coupée.”26 και οικοδομησον θυσιαστηριον εις Κυριον τον Θεον σου επι της κορυφης της πετρας ταυτης, κατα το διατεταγμενον? και λαβε τον δευτερον βουν και προσφερε ολοκαυτωμα με τα ξυλα του αλσους, το οποιον θελεις κατακοψει.
27 Gédéon prit donc dix de ses serviteurs et fit ce que Yahvé lui avait ordonné. Mais il avait peur de le faire de jour, car il craignait la famille de son père et les hommes de la ville; c’est pourquoi il fit cela de nuit.27 Και ελαβεν ο Γεδεων δεκα ανδρας εκ των δουλων αυτου και εκαμε καθως ειπε προς αυτον ο Κυριος? και επειδη εφοβηθη τον οικον του πατρος αυτου και τους ανθρωπους της πολεως, να καμη τουτο την ημεραν, εκαμεν αυτο την νυκτα.
28 Quand les hommes de la ville se levèrent de bon matin, ils virent que l’autel de Baal était renversé; l’ashéra qui se trouvait à côté avait été coupée, et le jeune taureau avait été offert en holocauste sur le nouvel autel.28 Και οτε οι ανθρωποι της πολεως εξηγερθησαν το πρωι, ιδου, ητο κρημνισμενος ο βωμος του Βααλ, και το αλσος το πλησιον αυτου κατακεκομμενον, και ο δευτερος βους ωλοκαυτωμενος επι το θυσιαστηριον το ωκοδομημενον.
29 Ils se demandaient l’un à l’autre qui avait fait cela. Ils se mirent à questionner, à interroger, et on leur répondit: “C’est Gédéon fils de Yoach qui l’a fait.”29 Και ειπεν ο εις προς τον αλλον, Τις εκαμε το πραγμα τουτο; Και εξετασαντες και ανερευνησαντες ειπον, Ο Γεδεων ο υιος του Ιωας εκαμε το πραγμα τουτο.
30 Les hommes de la ville dirent à Yoach: “Fais sortir ton fils et qu’il meure! C’est lui qui a renversé l’autel de Baal et coupé l’ashéra qui était à côté.”30 Τοτε οι ανθρωποι της πολεως ειπον προς τον Ιωας, Εκβαλε τον υιον σου δια να θανατωθη, επειδη εκρημνισε τον βωμον του Βααλ και επειδη κατεκοψε το αλσος το πλησιον αυτου.
31 Mais Yoach répondit à tous ceux qui s’étaient attroupés autour de lui: “Est-ce à vous de défendre Baal? Est-ce à vous de le délivrer? Si quelqu’un défend Baal, il sera mis à mort avant le matin; si Baal est Dieu, qu’il se défende lui-même puisqu’on a renversé son autel.”31 Και ειπεν ο Ιωας προς παντας τους εξανισταμενους εναντιον αυτου, Μηπως σεις θελετε διεκδικησει υπερ του Βααλ; η σεις θελετε σωσει αυτον; οστις διεκδικηση υπερ αυτου θελει θανατωθη εως πρωιας? εαν ουτος ηναι Θεος, ας διεκδικηση υπερ εαυτου, διοτι εκρημνισαν τον βωμον αυτου.
32 Ce jour-là on donna à Gédéon le surnom de Yéroubbaal, car on disait: “Que Baal s’en prenne à lui, puisqu’il a renversé son autel.”32 Δια τουτο ωνομασεν αυτον εν τη ημερα εκεινη Ιεροβααλ, λεγων, Ας εκδικηση κατ' αυτου ο Βααλ, διοτι εκρημνισε τον βωμον αυτου.
33 Tous les Madianites, les Amalécites et les fils de l’Orient se donnèrent rendez-vous; ils passèrent le Jourdain et campèrent dans la plaine de Yizréel.33 Τοτε συνηχθησαν ομου παντες οι Μαδιανιται και οι Αμαληκιται και οι κατοικοι της ανατολης και διεβησαν και εστρατοπεδευσαν εν τη κοιλαδι Ιεζραελ.
34 Alors l’esprit de Yahvé s’empara de Gédéon. Il sonna du cor et tout le clan d’Abiézer se rassembla derrière lui.34 Και το Πνευμα του Κυριου περιεχυθη επι τον Γεδεων, και εσαλπισεν εν σαλπιγγι και συνηχθησαν οι Αβι-εζεριται οπισω αυτου.
35 Il envoya des messagers dans tous le pays de Manassé, qui lui aussi se rassembla derrière lui. Il envoya encore des messagers en Asher, en Zabulon et en Nephtali, et ils vinrent à sa rencontre.35 Και εξαπεστειλε μηνυτας προς παντα τον Μανασση, και συνηχθη και αυτος οπισω αυτου? εξαπεστειλεν ετι μηνυτας προς τον Ασηρ και προς τον Ζαβουλων και προς τον Νεφθαλι? και ανεβησαν εις συναντησιν αυτων.
36 Gédéon dit à Dieu: “Si vraiment tu veux sauver Israël par ma main, comme tu l’as dit, accorde-moi ce signe.36 Και ειπεν ο Γεδεων προς τον Θεον, Εαν μελλης να σωσης δια χειρος μου τον Ισραηλ, καθως ελαλησας,
37 Je mettrai une toison de laine sur l’aire. Si la toison seule a de la rosée, alors que toute la terre autour reste sèche, je saurai que tu veux délivrer Israël par ma main, comme tu l’as dit.”37 ιδου, εγω θελω βαλει τον ποκον του μαλλιου εις το αλωνιον? εαν γεινη δροσος μονον επι τον ποκον, εφ' ολην δε την γην ξηρασια, τοτε θελω γνωρισει οτι θελεις σωσει δια χειρος μου τον Ισραηλ, καθως ελαλησας.
38 C’est ce qui arriva. Quand il se leva de bon matin, il pressa la toison et il fit égoutter la rosée, de quoi remplir une coupe.38 Και εγεινεν ουτω? διοτι σηκωθεις την επαυριον το πρωι, επιεσε τον ποκον και εξεθλιψε δροσον εκ του ποκου, λεκανην πληρη υδατος.
39 Gédéon dit alors à Dieu: “Ne te fâche pas contre moi. Laisse-moi parler une fois encore et renouveler rien qu’une fois l’épreuve de la toison: que la toison seule reste sèche et que toute la terre autour soit couverte de rosée.”39 Και ειπεν ο Γεδεων προς τον Θεον, Ας μη εξαφθη ο θυμος σου εναντιον μου, και θελω λαλησει μονον ταυτην την φοραν? ας δοκιμασω, δεομαι, ταυτην μονην την φοραν εν τω ποκω? ας γεινη τωρα ξηρασια μονον επι τον ποκον, εφ' ολην δε την γην ας ηναι δροσος.
40 Dieu fit ainsi cette nuit-là, et la toison resta sèche alors que la rosée couvrait la terre.40 Και εκαμεν ο Θεος ουτω την νυκτα εκεινην? και εγεινε ξηρασια μονον επι τον ποκον, εφ' ολην δε την γην ητο δροσος.