Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Livre de Daniel 10


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 En la troisième année de Cyrus roi de Perse, une parole fut révélée à Daniel, appelé Baltsasar: une parole sûre qui se référait à une grande épreuve. Daniel comprit la parole et reçut l’explication de la vision.1 Εν τω τριτω ετει του Κυρου, βασιλεως της Περσιας, απεκαλυφθη λογος εις τον Δανιηλ, του οποιου το ονομα εκληθη Βαλτασασαρ? και ο λογος ητο αληθινος και η δυναμις των λεγομενων μεγαλη? και κατελαβε τον λογον και εννοησε την οπτασιαν.
2 En ce temps-là, moi Daniel, je faisais un deuil de trois semaines.2 Εν ταις ημεραις εκειναις εγω ο Δανιηλ ημην πενθων τρεις ολοκληρους εβδομαδας.
3 Pendant ces trois semaines je n’ai pas mangé de bons plats, je me suis privé de viande et de vin et j’ai renoncé à tout parfum.3 Αρτον επιθυμητον δεν εφαγον και κρεας και οινος δεν εισηλθεν εις το στομα μου ουδε ηλειψα εμαυτον παντελως, μεχρι συμπληρωσεως τριων ολοκληρων εβδομαδων.
4 Le vingt-quatrième jour du premier mois j’étais au bord du grand fleuve, le Tigre.4 Και την εικοστην τεταρτην ημεραν του πρωτου μηνος, ενω ημην παρα την οχθην του μεγαλου ποταμου, οστις ειναι ο Τιγρις,
5 Comme je levais les yeux, je vis un homme habillé de lin qui portait une ceinture d’or brillant.5 εσηκωσα τους οφθαλμους μου και ειδον και ιδου, εις ανθρωπος ενδεδυμενος λινα και αι οσφυες αυτου ησαν περιεζωσμεναι με χρυσιον καθαρον του Ουφαζ,
6 Son corps semblait de pierres précieuses, son visage avait l’aspect de l’éclair, ses yeux étaient comme des lampes de feu, ses bras et ses jambes avaient l’éclat du bronze poli et ses paroles résonnaient comme le vacarme d’une foule.6 το δε σωμα αυτου ητο ως βηρυλλιον, και το προσωπον αυτου ως θεα αστραπης, και οι οφθαλμοι αυτου ως λαμπαδες πυρος, και οι βραχιονες αυτου και οι ποδες αυτου ως οψις χαλκου στιλβοντος, και η φωνη των λογων αυτου ως φωνη οχλου.
7 Moi, Daniel, j’étais seul à contempler cette vision; les hommes qui étaient avec moi n’avaient rien vu, mais une grande frayeur s’abattit sur eux et ils coururent se cacher.7 Και μονος εγω ο Δανιηλ ειδον την ορασιν? οι δε ανδρες οι οντες μετ' εμου δεν ειδον την ορασιν? αλλα τρομος μεγας επεπεσεν επ' αυτους και εφυγον δια να κρυφθωσιν.
8 Je restai seul à contempler cette grande vision. J’étais là sans forces, mon visage avait changé de couleur et j’avais perdu tous mes moyens.8 Εγω λοιπον εμεινα μονος και ειδον την ορασιν την μεγαλην ταυτην, και δεν απεμεινεν ισχυς εν εμοι? και η ακμη μου μετεστραφη εν εμοι εις μαρασμον και δεν εμεινεν ισχυς εν εμοι.
9 J’entendis ce qu’on disait et en l’entendant je tombai évanoui le visage contre terre.9 Ηκουσα ομως την φωνην των λογων αυτου? και ενω ηκουον την φωνην των λογων αυτου, εγω ημην βεβυθισμενος εις βαθυν υπνον επι προσωπον μου και το προσωπον μου επι την γην.
10 Alors une main me toucha et me fit trembler de tous mes membres.10 Και ιδου, χειρ με ηγγισε και με ηγειρεν επι τα γονατα μου και τας παλαμας των χειρων μου.
11 L’homme me dit: “Daniel, prends au sérieux les paroles que je te dis et tiens-toi debout; j’ai été envoyé vers toi car tu es aimé de Dieu.” Quand il m’eut parlé ainsi, je pus me tenir debout bien que tremblant.11 Και ειπε προς εμε, Δανιηλ, ανηρ σφοδρα αγαπητε, εννοησον τους λογους, τους οποιους εγω λαλω προς σε, και στηθι ορθος? διοτι προς σε απεσταλην τωρα. Και οτε ελαλησε προς εμε τον λογον τουτον, εσηκωθην εντρομος.
12 Puis il ajouta: “N’aie pas peur Daniel, car depuis le premier jour où tu as pris à cœur de comprendre et de t’humilier sous le regard de ton Dieu, tes paroles ont été entendues et c’est pour cela que je suis venu en personne.12 Και ειπε προς εμε, Μη φοβου, Δανιηλ? διοτι απο της πρωτης ημερας, καθ' ην εδωκας την καρδιαν σου εις το να εννοης και κακουχησαι ενωπιον του Θεου σου, εισηκουσθησαν οι λογοι σου και εγω ηλθον εις τους λογους σου.
13 “Le prince du royaume de Perse m’a résisté pendant 21 jours, mais Michel, l’un des premiers princes, est venu à mon aide; je l’ai laissé lutter contre le roi de Perse13 Πλην ο αρχων της βασιλειας της Περσιας ανθιστατο εις εμε εικοσιμιαν ημεραν? αλλ' ιδου, ο Μιχαηλ, εις των πρωτων αρχοντων, ηλθε δια να μοι βοηθηση? και εγω εμεινα εκει πλησιον των βασιλεων της Περσιας.
14 et je suis venu t’expliquer ce qui adviendra à ton peuple à la fin des jours. Car cette vision encore est pour ces jours-là.”14 Και ηλθον να σε καμω να καταλαβης τι θελει συμβη εις τον λαον σου εν ταις εσχαταις ημεραις? διοτι η ορασις ειναι ετι δια πολλας ημερας.
15 À ces mots j’ai baissé la tête vers le sol et je suis resté sans parole.15 Και ενω ελαλει τοιουτους λογους προς εμε, εβαλον το προσωπον μου προς την γην και εγεινα αφωνος.
16 Mais un personnage d’allure humaine me toucha les lèvres. J’ouvris la bouche pour parler et je dis à celui qui se tenait devant moi: “Mon seigneur, cette vision m’a rempli d’angoisse et m’a fait perdre tous mes moyens.16 Και ιδου, ως θεα υιου ανθρωπου ηγγισε τα χειλη μου? τοτε ηνοιξα το στομα μου και ελαλησα και ειπον προς τον ισταμενον εμπροσθεν μου, Κυριε μου, εξ αιτιας της ορασεως συνεστραφησαν τα εντοσθια μου εν εμοι και δεν εμεινεν ισχυς εν εμοι.
17 Je ne suis que le serviteur de mon seigneur, comment pourrais-je parler à mon seigneur alors que je suis sans forces et que le souffle me manque?”17 Και πως δυναται ο δουλος τουτου του κυριου μου να λαληση μετα του κυριου μου τουτου; εν εμοι βεβαιως απο του νυν δεν υπαρχει ουδεμια ισχυς αλλ' ουδε πνοη εμεινεν εν εμοι.
18 De nouveau, le personnage qui ressemblait à un homme me toucha et me réconforta.18 Και με ηγγισε παλιν ως θεα ανθρωπου και με ενισχυσε,
19 Il me dit: “N’aie pas peur, toi qui es aimé de Dieu, que la paix soit avec toi. Courage, courage!” Et pendant qu’il me parlait, je sentais mes forces qui revenaient. Je lui dis: “Que mon seigneur parle encore, car il m’a réconforté.”19 και ειπε, Μη φοβου, ανηρ σφοδρα αγαπητε? ειρηνη εις σε? ανδριζου και ισχυε. Και ενω ελαλει προς εμε, ενισχυθην και ειπον, Ας λαληση ο κυριος μου? διοτι με ενισχυσας.
20 Il ajouta: “Sais-tu pourquoi je venu vers toi? Je vais t’annoncer ce qui est écrit dans le livre de vérité. Et puis je retournerai combattre le prince de Perse et ensuite viendra le prince de Yavan;20 Και ειπεν, Εξευρεις δια τι ηλθον προς σε; τωρα δε θελω επιστρεψει να πολεμησω μετα του αρχοντος της Περσιας? και οταν εξελθω, ιδου, ο αρχων της Ελλαδος θελει ελθει.
21 personne ne m’aide contre eux sinon Michel, votre prince.”21 Πλην θελω σοι αναγγειλει το γεγραμμενον εν τη γραφη της αληθειας? και δεν ειναι ουδεις ο αγωνιζομενος μετ' εμου υπερ τουτων, ειμη Μιχαηλ ο αρχων υμων.