Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Lettera agli Efesini - מכתב לאפסים 1


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 אַחֲרֵי אֲשֶׁר רַבִּים הוֹאִילוּ לְחַבֵּר סִפּוּר הַמַּעֲשִׂים אֲשֶׁר נֶאֶמְנוּ בִשְׁלֵמוּת בְּתוֹכֵנוּ1 Επειδη πολλοι επεχειρησαν να συνταξωσι διηγησιν περι των μετα πληροφοριας βεβαιωμενων εις ημας πραγματων,
2 כַּאֲשֶׁר מְסָרוּם לָנוּ הָרֹאִים אֹתָם בְּעֵינֵיהֶם מִתְּחִלָּה וַאֲשֶׁר הָיוּ מְשָׁרְתֵי הַדָּבָר2 καθως παρεδοσαν εις ημας οι απ' αρχης γενομενοι αυτοπται και υπηρεται του λογου,
3 חָשַׁבְתִּי לְטוֹב גַּם־אֲנִי הַבֹּחֵן כָּל־הַדְּבָרִים הֵיטֵב מֵרֵאשִׁיתָם לְכָתְבָם אֵלֶיךָ בַּסֵּדֶר תְּאוֹפִילוֹס הָאַדִּיר3 εφανη και εις εμε ευλογον, οστις διηρευνησα παντα εξ αρχης ακριβως, να σοι γραψω κατα σειραν περι τουτων, κρατιστε Θεοφιλε,
4 לְמַעַן תֵּדַע כִּי אֱמֶת הָאֲמָרִים אֲשֶׁר חֻנַּכְתָּ בָּם4 δια να γνωρισης την βεβαιοτητα των πραγματων, περι των οποιων κατηχηθης.
5 כֹּהֵן הָיָה בִּימֵי הוֹרְדוֹס מֶלֶךְ יְהוּדָה זְכַרְיָה שְׁמוֹ מִמִּשְׁמֶרֶת אֲבִיָּה וְלוֹ אִשָּׁה מִבְּנוֹת אַהֲרֹן וּשְׁמָהּ אֱלִישָׁבַע5 Υπηρξεν επι των ημερων Ηρωδου, του βασιλεως της Ιουδαιας, ιερευς τις το ονομα Ζαχαριας εκ της εφημεριας Αβια, και η γυνη αυτου ητο εκ των θυγατερων του Ααρων, και το ονομα αυτης Ελισαβετ.
6 וּשְׁנֵיהֶם הָיוּ צַדִּיקִים לִפְנֵי הָאֱלֹהִים וְהֹלְכֵי תֹם בְּכָל־מִצְוֺת יְהוָֹה וּבְחֻקֹּתָיו6 Ησαν δε αμφοτεροι δικαιοι ενωπιον του Θεου, περιπατουντες εν πασαις ταις εντολαις και τοις δικαιωμασι του Κυριου αμεμπτοι.
7 וְלֹא־הָיָה לָהֶם יָלֶד כִּי אֱלִישֶׁבַע עֲקָרָה וּשְׁנֵיהֶם בָּאוּ בַיָּמִים7 Και δεν ειχον τεκνον, καθοτι η Ελισαβετ ητο στειρα, και αμφοτεροι ησαν προβεβηκοτες εις την ηλικιαν αυτων.
8 וַיְהִי הַיּוֹם וַיְכַהֵן לִפְנֵי אֱלֹהִים בְּסֵדֶר מִשְׁמַרְתּוֹ8 Ενω δε ιερατευεν αυτος εν τη ταξει της εφημεριας αυτου ενωπιον του Θεου,
9 וּכְמִשְׁפַּט עֲבוֹדַת הַכֹּהֲנִים יָצָא גוֹרָלוֹ לְהַקְטִיר קְטֹרֶת וַיָּבֹא אֶל־הֵיכַל יְהוָֹה9 κατα το εθος της ιερατειας επεσεν εις αυτον ο κληρος να θυμιαση εισελθων εις τον ναον του Κυριου?
10 וְכָל־קְהַל הָעָם הָיוּ מִתְפַּלְלִים בַּחוּץ בְּעֵת הַקְּטֹרֶת10 και παν το πληθος του λαου προσηυχετο εξω εν τη ωρα του θυμιαματος.
11 וַיֵּרָא אֵלָיו מַלְאַךְ יְהוָֹה עֹמֵד לִימִין מִזְבַּח הַקְּטֹרֶת11 Εφανη δε εις αυτον αγγελος Κυριου, ισταμενος εκ δεξιων του θυσιαστηριου του θυμιαματος?
12 וַיִּבָּהֵל זְכַרְיָה בִּרְאוֹתוֹ אֹתוֹ וְאֵימָה נָפְלָה עָלָיו12 και ο Ζαχαριας ιδων εταραχθη, και φοβος επεπεσεν επ' αυτον.
13 וַיֹּאמֶר אֵלָיו הַמַּלְאָךְ אַל־תִּירָא זְכַרְיָהוּ כִּי נִשְׁמְעָה תְּפִלָּתֶךָ וֶאֱלִישֶׁבַע אִשְׁתְּךָ תֵּלֵד לְךָ בֵּן וְקָרָאתָ שְׁמוֹ יוֹחָנָן13 Ειπε δε προς αυτον ο αγγελος? Μη φοβου, Ζαχαρια? διοτι εισηκουσθη η δεησις σου, και η γυνη σου Ελισαβετ θελει γεννησει υιον εις σε, και θελεις καλεσει το ονομα αυτου Ιωαννην.
14 וְהָיָה־לְךָ לְשִׂמְחָה וָגִיל וְרַבִּים יִשְׂמְחוּ בְּהִוָּלְדוֹ14 και θελει εισθαι εις σε χαρα και αγαλλιασις, και πολλοι θελουσι χαρη δια την γεννησιν αυτου.
15 כִּי־גָדוֹל יִהְיֶה לִפְנֵי יְהוָֹה וְיַיִן וְשֵׁכָר לֹא יִשְׁתֶּה וְרוּחַ הַקֹּדֶשׁ יִמָּלֵא בְּעוֹדֶנּוּ בְּבֶטֶן אִמּוֹ15 Διοτι θελει εισθαι μεγας ενωπιον του Κυριου, και οινον και σικερα δεν θελει πιει, και θελει πληρωθη Πνευματος Αγιου ετι εκ κοιλιας της μητρος αυτου,
16 וְרַבִּים מִבְּנֵי יִשְׂרָאֵל יָשִׁיב אֶל־יְהוָֹה אֱלֹהֵיהֶם16 και πολλους των υιων Ισραηλ θελει επιστρεψει εις Κυριον τον Θεον αυτων.
17 וְהוּא יֵלֶךְ לְפָנָיו בְּרוּחַ אֵלִיָּהוּ וּבִגְבוּרָתוֹ לְהָשִׁיב אֶת־לֵב אָבוֹת עַל־בָּנִים וְאֵת הַסּוֹרְרִים לִתְבוּנַת הַצַּדִּיקִים לְהַעֲמִיד לַיהוָֹה עַם מְתֻקָּן17 Και αυτος θελει ελθει προ προσωπου αυτου εν πνευματι και δυναμει Ηλιου, δια να επιστρεψη τας καρδιας των πατερων εις τα τεκνα και τους απειθεις εις την φρονησιν των δικαιων, δια να ετοιμαση εις τον Κυριον λαον προδιατεθειμενον.
18 וַיֹּאמֶר זְכַרְיָה אֶל־הַמַּלְאָךְ בַּמֶּה אֵדַע זֹאת כִּי־אֲנִי זָקַנְתִּי וְאִשְׁתִּי בָּאָה בַיָּמִים18 Και ειπεν ο Ζαχαριας προς τον αγγελον? Πως θελω γνωρισει τουτο; διοτι εγω ειμαι γερων, και η γυνη μου προβεβηκυια εις την ηλικιαν αυτης.
19 וַיַּעַן הַמַּלְאָךְ וַיֹּאמֶר אֵלָיו אֲנִי גַבְרִיאֵל הָעוֹמֵד לִפְנֵי הָאֱלֹהִים וְשָׁלוּחַ אָנֹכִי לְדַבֵּר אֵלֶיךָ וּלְבַשֶּׂרְךָ אֶת־זֹאת19 Και αποκριθεις ο αγγελος, ειπε προς αυτον? Εγω ειμαι Γαβριηλ ο παρισταμενος ενωπιον του Θεου, και απεσταλην δια να λαλησω προς σε και να σε ευαγγελισω ταυτα.
20 וְהִנֵּה תֵאָלֵם וְלֹא תוּכַל לְדַבֵּר עַד־הַיּוֹם אֲשֶׁר תִּהְיֶה זֹּאת תַּחַת כִּי־לֹא הֶאֱמַנְתָּ בִּדְבָרַי אֲשֶׁר יִמָּלְאוּ לְמוֹעֲדָם20 Και ιδου, θελεις εισθαι σιωπων και μη δυναμενος να λαλησης εως της ημερας, καθ' ην θελουσι γεινει ταυτα, διοτι δεν επιστευσας εις τους λογους μου, οιτινες θελουσιν εκπληρωθη εις τον καιρον αυτων.
21 וְהָעָם הָיָה מְחַכֶּה לִזְכַרְיָה וַיִּתְמְהוּ כִּי־אֵחַר בַּהֵיכָל21 Και ο λαος περιεμενε τον Ζαχαριαν, και εθαυμαζον οτι εβραδυνεν εν τω ναω.
22 וַיְהִי בְצֵאתוֹ לֹא יָכֹל לְדַבֵּר אֲלֵיהֶם וַיֵּדְעוּ כִּי־מַרְאֶה רָאָה בַהֵיכָל וַיִּרְמֹז לָהֶם וְעוֹדֶנּוּ נֶאֱלָם22 Οτε δε εξηλθε, δεν ηδυνατο να λαληση προς αυτους? και ενοησαν οτι οπτασιαν ειδεν εν τω ναω? και αυτος εκαμνεν εις αυτους νευματα και διεμενε κωφος.
23 וַיְהִי כַּאֲשֶׁר מָלְאוּ יְמֵי עֲבֹדָתוֹ וַיֵּלֶךְ־לוֹ אֶל־בֵּיתוֹ23 Και αφου ετελειωσαν αι ημεραι της λειτουργιας αυτου, απηλθεν εις τον οικον αυτου.
24 וַיְהִי אַחֲרֵי הַיָּמִים הָאֵלֶּה וַתַּהַר אֱלִישֶׁבַע אִשְׁתּוֹ וַתִּתְחַבֵּא חֲמִשָּׁה חֳדָשִׁים וַתֹּאמַר24 Μετα δε ταυτας τας ημερας συνελαβεν Ελισαβετ η γυνη αυτου, και εκρυπτεν εαυτην πεντε μηνας, λεγουσα
25 כָּכָה עָשָׂה לִי יְהוָֹה בִּימֵי פָקְדוֹ אוֹתִי לֶאֱסֹף אֶת־חֶרְפָּתִי בְּתוֹךְ בְּנֵי אָדָם25 οτι ουτως εκαμεν εις εμε ο Κυριος εν ταις ημεραις, καθ' ας επεβλεψε να αφαιρεση το ονειδος μου μεταξυ των ανθρωπων.
26 וַיְהִי בַּחֹדֶשׁ הַשִּׁשִּׁי וַיְשֻׁלַּח הַמַּלְאָךְ גַּבְרִיאֵל מֵאֵת הָאֱלֹהִים גָּלִילָה אֶל־עִיר אֲשֶׁר־שְׁמָהּ נְצָרֶת26 Εν δε τω μηνι τω εκτω απεσταλη ο αγγελος Γαβριηλ υπο του Θεου εις πολιν της Γαλιλαιας ονομαζομενην Ναζαρετ,
27 אֶל־בְּתוּלָה מְאֹרָשָׂה לְאִישׁ אֲשֶׁר־שְׁמוֹ יוֹסֵף מִבֵּית דָּוִד וְשֵׁם הַבְּתוּלָה מִרְיָם27 προς παρθενον ηρραβωνισμενην με ανδρα ονομαζομενον Ιωσηφ, εξ οικου Δαβιδ, και το ονομα της παρθενου Μαριαμ.
28 וַיָּבֹא הַמַּלְאָךְ אֵלֶיהָ הַחַדְרָה וַיֹּאמֶר שָׁלוֹם לָךְ אֵשֶׁת־חֵן יְהוָֹה עִמָּךְ בְּרוּכָה אַתְּ בַּנָּשִׁים28 Και εισελθων ο αγγελος προς αυτην, ειπε? Χαιρε, κεχαριτωμενη? ο Κυριος μετα σου? ευλογημενη συ εν γυναιξιν.
29 וְהִיא בִּרְאוֹתָהּ נִבְהֲלָה לִדְבָרוֹ וַתֹּאמֶר בְּלִבָּהּ מַה־הִיא הַבְּרָכָה הַזֹּאת29 Εκεινη δε ιδουσα διεταραχθη δια τον λογον αυτου, και διελογιζετο οποιος ταχα ητο ο ασπασμος ουτος.
30 וַיֹּאמֶר לָהּ הַמַּלְאָךְ אַל־תִּירְאִי מִרְיָם כִּי־מָצָאתְ חֵן לִפְנֵי הָאֱלֹהִים30 Και ειπεν ο αγγελος προς αυτην? Μη φοβου, Μαριαμ? διοτι ευρες χαριν παρα τω Θεω.
31 וְהִנָּךְ הָרָה וְיֹלַדְתְּ בֵּן וְקָרָאתְ אֶת־שְׁמוֹ יֵשׁוּעַ31 Και ιδου, θελεις συλλαβει εν γαστρι και θελεις γεννησει υιον και θελεις καλεσει το ονομα αυτου Ιησουν.
32 וְהוּא גָּדוֹל יִהְיֶה וּבֶן־עֶלְיוֹן יִקָּרֵא וַיהוָֹה אֱלֹהִים יִתֶּן־לוֹ אֶת־כִּסֵּא דָּוִד אָבִיו32 Ουτος θελει εισθαι μεγας και Υιος Υψιστου θελει ονομασθη, και θελει δωσει εις αυτον Κυριος ο Θεος τον θρονον Δαβιδ του πατρος αυτου,
33 וְעַל־בֵּית יַעֲקֹב יִמְלֹךְ לְעוֹלָם וָעֶד וּלְמַלְכוּתוֹ אֵין קֵץ33 και θελει βασιλευσει επι τον οικον του Ιακωβ εις τους αιωνας, και της βασιλειας αυτου δεν θελει εισθαι τελος.
34 וַתֹּאמֶר מִרְיָם אֶל־הַמַּלְאָךְ אֵיךְ תִּהְיֶה זֹּאת וַאֲנִי אֵינֶנִּי יֹדַעַת אִישׁ34 Ειπε δε η Μαριαμ προς τον αγγελον. Πως θελει εισθαι τουτο, επειδη ανδρα δεν γνωριζω;
35 וַיַּעַן הַמַּלְאָךְ וַיֹּאמֶר אֵלֶיהָ רוּחַ הַקֹּדֶשׁ תָּבוֹא עָלַיִךְ וּגְבוּרַת עֶלְיוֹן תָּצֵל עָלָיִךְ עַל־כֵּן גַּם־לַקָּדוֹשׁ הַיִּלּוֹד יִקָּרֵא בֶּן־אֱלֹהִים35 Και αποκριθεις ο αγγελος ειπε προς αυτην? Πνευμα Αγιον θελει επελθει επι σε, και δυναμις του Υψιστου θελει σε επισκιασει? δια τουτο και το γεννωμενον εκ σου αγιον θελει ονομασθη Υιος Θεου.
36 וְהִנֵּה אֱלִישֶׁבַע קְרוֹבָתֵךְ אֲשֶׁר קָרְאוּ־לָהּ עֲקָרָה גַּם־הִיא הָרְתָה בֵן בְּזִקְנָתָהּ וְזֶה־לָּהּ הַחֹדֶשׁ הַשִּׁשִּׁי36 και ιδου, Ελισαβετ η συγγενης σου και αυτη συνελαβεν υιον εις το γηρας αυτης, και ουτος ειναι μην εκτος εις αυτην την καλουμενην στειραν?
37 כִּי לֹא־יִפָּלֵא מֵאֱלֹהִים כָּל־דָּבָר37 διοτι ουδεν πραγμα θελει εισθαι αδυνατον παρα τω Θεω.
38 וַתֹּאמֶר מִרְיָם הִנְנִי שִׁפְחַת יְהוָֹה יְהִי־לִי כִּדְבָרֶךָ וַיֵּצֵא מֵאִתָּהּ הַמַּלְאָךְ38 Ειπε δε η Μαριαμ? Ιδου, η δουλη του Κυριου? γενοιτο εις εμε κατα τον λογον σου. Και ανεχωρησεν απ' αυτης ο αγγελος.
39 וַתָּקָם מִרְיָם בַּיָּמִים הָהֵם וַתְּמַהֵר לָלֶכֶת הָהָרָה אֶל־עִיר יְהוּדָה39 Σηκωθεισα δε η Μαριαμ εν ταις ημεραις ταυταις, υπηγε μετα σπουδης εις την ορεινην εις πολιν Ιουδα,
40 וַתָּבֹא בֵּית זְכַרְיָה וַתְּבָרֶךְ אֶת־אֱלִישָׁבַע40 και εισηλθεν εις τον οικον Ζαχαριου και ησπασθη την Ελισαβετ.
41 וַיְהִי כִּשְׁמֹעַ אֱלִישֶׁבַע אֶת־בִּרְכַּת מִרְיָם וַיִּרְקַד הַיֶּלֶד בְּמֵעֶיהָ וַתִּמָּלֵא אֱלִישֶׁבַע רוּחַ הַקֹּדֶשׁ41 Και ως ηκουσεν η Ελισαβετ τον ασπασμον της Μαριας, εσκιρτησε το βρεφος εν τη κοιλια αυτης? και επλησθη Πνευματος Αγιου η Ελισαβετ
42 וַתִּקְרָא בְּקוֹל גָּדוֹל וַתֹּאמַר בְּרוּכָה אַתְּ בַּנָּשִׁים וּבָרוּךְ פְּרִי בִטְנֵךְ42 και ανεφωνησε μετα φωνης μεγαλης και ειπεν? Ευλογημενη συ εν γυναιξι και ευλογημενος ο καρπος της κοιλιας σου.
43 וּמֵאַיִן־לִי זֹאת אֲשֶׁר־אֵם אֲדֹנִי בָּאָה אֵלָי43 Και ποθεν μοι τουτο, να ελθη η μητηρ του Κυριου μου προς με;
44 כִּי קוֹל בִּרְכָתֵךְ בָּא בְאָזְנָי וְהִנֵּה רָקַד בְּשִׂמְחָה הַיֶּלֶד בְּמֵעָי44 Διοτι ιδου, καθως ηλθεν η φωνη του ασπασμου σου εις τα ωτα μου, εσκιρτησεν εν αγαλλιασει το βρεφος εν τη κοιλια μου.
45 וְאַשְׁרֵי הַמַּאֲמִינָה כִּי הִמָּלֵא תִמָּלֵא אֲשֶׁר דֻּבַּר־לָהּ מֵאֵת יְהוָֹה45 Και μακαρια η πιστευσασα, διοτι θελει γεινει εκπληρωσις των λαληθεντων προς αυτην παρα Κυριου.
46 וַתֹּאמֶר מִרְיָם רוֹמְמָה נַפְשִׁי אֶת־יְהוָֹה46 Και ειπεν η Μαριαμ? Μεγαλυνει η ψυχη μου τον Κυριον
47 וַתָּגֶל רוּחִי בֵּאלֹהֵי יִשְׁעִי47 και ηγαλλιασε το πνευμα μου εις τον Θεον τον Σωτηρα μου,
48 אֲשֶׁר רָאָה בָּעֳנִי אֲמָתוֹ כִּי הִנֵּה מֵעַתָּה כָּל־הַדֹּרוֹת יְאַשְּׁרוּנִי48 διοτι επεβλεψεν επι την ταπεινωσιν της δουλης αυτου. Επειδη ιδου, απο του νυν θελουσι με μακαριζει πασαι αι γενεαι?
49 כִּי גְדֹלוֹת עָשָׂה לִי שַׁדָּי וְקָדוֹשׁ שְׁמוֹ49 διοτι εκαμεν εις εμε μεγαλεια ο δυνατος και αγιον το ονομα αυτου,
50 וְחַסְדּוֹ לְדוֹר דּוֹרִים עַל יְרֵאָיו50 και το ελεος αυτου εις γενεας γενεων επι τους φοβουμενους αυτον.
51 גְּבוּרוֹת עָשָׂה בִּזְרֹעוֹ פִּזַּר גֵּאִים בִּמְזִמּוֹת לְבָבָם51 Ενηργησε κραταιως δια του βραχιονος αυτου? διεσκορπισε τους υπερηφανους κατα τα διανοηματα της καρδιας αυτων.
52 הָרַס נְדִיבִים מִכִּסְאוֹתָם וַיָּרֶם שְׁפָלִים52 Εκρημνισε δυναστας απο θρονων και υψωσε ταπεινους,
53 רְעֵבִים מִלֵּא־טוֹב וַעֲשִׁירִים שִׁלַּח רֵיקָם53 πεινωντας ενεπλησεν απο αγαθα και πλουτουντας εξαπεστειλε κενους.
54 תָּמַךְ בְּיִשְׂרָאֵל עַבְדּוֹ לִזְכֹּר אֶת־רַחֲמָיו54 Εβοηθησεν Ισραηλ τον δουλον αυτου, ενθυμηθεις το ελεος αυτου,
55 כַּאֲשֶׁר דִּבֶּר אֶל־אֲבוֹתֵינוּ לְאַבְרָהָם וּלְזַרְעוֹ עַד־עוֹלָם55 Καθως ελαλησε προς τους πατερας ημων, προς τον Αβρααμ και προς το σπερμα αυτου εις τον αιωνα.
56 וַתֵּשֶׁב מִרְיָם עִמָּהּ כִּשְׁלשָׁה חֳדָשִׁים וַתָּשָׁב לְבֵיתָהּ56 Εμεινε δε η Μαριαμ μετ' αυτης ως τρεις μηνας και υπεστρεψεν εις τον οικον αυτης.
57 וַיִּמְלְאוּ יְמֵי אֱלִישֶׁבַע לָלֶדֶת וַתֵּלֶד בֵּן57 Εις δε την Ελισαβετ συνεπληρωθη ο καιρος του να γεννηση, και εγεννησεν υιον.
58 וַיִּשְׁמְעוּ שְׁכֵנֶיהָ וּקְרוֹבֶיהָ כִּי־הִגְדִּיל יְהוָֹה אֶת־חַסְדּוֹ עִמָּהּ וַיִּשְׂמְחוּ אִתָּהּ58 Και ηκουσαν οι γειτονες και οι συγγενεις αυτης οτι εμεγαλυνεν ο Κυριος το ελεος αυτου προς αυτην, και συνεχαιρον αυτην.
59 וַיְהִי בַּיּוֹם הַשְּׁמִינִי וַיָּבֹאוּ לָמוּל אֶת־הַיָּלֶד וַיִּקְרְאוּ אוֹתוֹ זְכַרְיָה עַל־שֵׁם אָבִיו59 Και εν τη ογδοη ημερα, ηλθον δια να περιτεμωσι το παιδιον, και ωνομαζον αυτο κατα το ονομα του πατρος αυτου Ζαχαριαν.
60 וַתַּעַן אִמּוֹ וַתֹּאמַר לֹא כִּי יוֹחָנָן יִקָּרֵא60 Και αποκριθεισα η μητηρ αυτου, ειπεν? Ουχι, αλλ ' Ιωαννης θελει ονομασθη.
61 וַיֹּאמְרוּ אֵלֶיהָ אֵין־אִישׁ בְּמִשְׁפַּחְתֵּךְ אֲשֶׁר נִקְרָא בַּשֵּׁם הַזֶּה61 Και ειπον προς αυτην οτι ουδεις υπαρχει εν τη συγγενεια σου, οστις καλειται με το ονομα τουτο.
62 וַיִּרְמְזוּ אֶל־אָבִיו לָדַעַת מָה הַשֵּׁם אֲשֶׁר יַחְפֹּץ לְהִקָּרֵא לוֹ62 Ηρωτων δε δια νευματων τον πατερα αυτου τι ονομα ηθελε να δοθη εις αυτο.
63 וַיִּשְׁאַל לוּחַ וַיִּכְתֹּב עָלָיו לֵאמֹר יוֹחָנָן שְׁמוֹ וַיִּתְמְהוּ כֻּלָּם63 Και ζητησας πινακιδιον εγραψε, λεγων? Ιωαννης ειναι το ονομα αυτου? και εθαυμασαν παντες.
64 וַיִּפָּתַח פִּיו וּלְשׁוֹנוֹ פִּתְאֹם וַיְדַבֵּר וַיְבָרֶךְ אֶת־הָאֱלֹהִים64 Ηνοιχθη δε το στομα αυτου παραυτα και η γλωσσα αυτου, και ελαλει ευλογων τον Θεον.
65 וַתִּפֹּל אֵימָה עַל־כָּל־שְׁכֵנֵיהֶם וַיְסֻפַּר כָּל־הַדְּבָרִים הָאֵלֶּה בְּכָל־הָרֵי יְהוּדָה65 Και επεσε φοβος επι παντας τους γειτονας αυτων, και καθ' ολην την ορεινην της Ιουδαιας διελαλουντο παντα τα πραγματα ταυτα,
66 וַיָּשִׂימוּ כָל־הַשֹּׁמְעִים אֶל־לִבָּם לֵאמֹר מָה־אֵפוֹא יִהְיֶה הַיֶּלֶד הַזֶּה וְיַד־יְהוָֹה הָיְתָה עִמּוֹ66 και παντες οι ακουσαντες εβαλον αυτα εν τη καρδια αυτων, λεγοντες? Τι αρα θελει εισθαι το παιδιον τουτο; και χειρ Κυριου ητο μετ' αυτου.
67 וַיִּמָּלֵא זְכַרְיָה אָבִיו רוּחַ הַקֹּדֶשׁ וַיִּנָּבֵא לֵאמֹר67 Και Ζαχαριας ο πατηρ αυτου επλησθη Πνευματος Αγιου και προεφητευσε, λεγων?
68 בָּרוּךְ יְהוָֹה אֱלֹהֵי יִשְׂרָאֵל כִּי פָקַד אֶת־עַמּוֹ וַיִּשְׁלַח לוֹ פְּדוּת68 Ευλογητος Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, διοτι επεσκεφθη και εκαμε λυτρωσιν εις τον λαον αυτου,
69 וַיָּרֶם לָנוּ קֶרֶן יְשׁוּעָה בְּבֵית דָּוִד עַבְדּוֹ69 και ανηγειρεν εις ημας κερας σωτηριας εν τω οικω Δαβιδ του δουλου αυτου,
70 כַּאֲשֶׁר דִּבֶּר בְּפִי־נְבִיאָיו הַקְּדוֹשִׁים אֲשֶׁר מֵעוֹלָם70 καθως ελαλησε δια στοματος των αγιων, των απ' αιωνος προφητων αυτου,
71 יְשׁוּעָה מֵאֹיְבֵינוּ וּמִיַּד כָּל־שׂנְאֵינוּ71 σωτηριαν εκ των εχθρων ημων και εκ της χειρος παντων των μισουντων ημας,
72 לַעֲשׂוֹת חֶסֶד עִם־אֲבוֹתֵינוּ וְלִזְכֹּר אֶת־בְּרִית קָדְשׁוֹ72 δια να εκπληρωση το ελεος αυτου προς τους πατερας ημων και να ενθυμηθη την αγιαν διαθηκην αυτου,
73 אֶת־הַשְּׁבוּעָה אֲשֶׁר נִשְׁבַּע לְאַבְרָהָם אָבִינוּ73 τον ορκον, τον οποιον ωμοσε προς Αβρααμ τον πατερα ημων, οτι θελει δωσει εις ημας
74 לְהַצִּילֵנוּ מִיַּד אֹיְבֵינוּ וּלְתִתֵּנוּ לְעָבְדוֹ בְּלִי־פָחַד74 να ελευθερωθωμεν εκ της χειρος των εχθρων ημων και να λατρευωμεν αυτον αφοβως
75 בְּתָמִים וּבִצְדָקָה לְפָנָיו כָּל־יְמֵי חַיֵּינוּ75 εν οσιοτητι και δικαιοσυνη ενωπιον αυτου πασας τας ημερας της ζωης ημων.
76 וְאַתָּה הַיֶּלֶד נְבִיא עֶלְיוֹן תִּקָּרֵא כִּי לִפְנֵי יְהוָֹה תֵּלֵךְ לְפַנּוֹת אֶת־דְּרָכָיו76 Και συ, παιδιον, προφητης του Υψιστου θελεις ονομασθη. Διοτι θελεις προπορευθη προ προσωπου του Κυριου εις το να ετοιμασης τας οδους αυτου,
77 לָתֵת דַּעַת הַיְשׁוּעָה לְעַמּוֹ בִּסְלִיחַת חַטֹּאתֵיהֶם77 εις το να δωσης γνωσιν σωτηριας εις τον λαον αυτου δια της αφεσεως των αμαρτιων αυτων
78 בְּרַחֲמֵי חֶסֶד אֱלֹהֵינוּ אֲשֶׁר בָּהֶם פְּקָדָנוּ הַנֹּגַהּ מִמָּרוֹם78 δια σπλαγχνα ελεους του Θεου ημων με τα οποια επεσκεφθη ημας ανατολη εξ υψους,
79 לְהָאִיר לְישְׁבֵי חשֶׁךְ וְצַלְמָוֶת וּלְהָכִין אֶת־רַגְלֵינוּ אֶל־דֶּרֶךְ הַשָּׁלוֹם79 δια να φωτιση τους καθημενους εν σκοτει και σκια θανατου, ωστε να κατευθυνη τους ποδας ημων εις οδον ειρηνης.
80 וַיִּגְדַּל הַיֶּלֶד וַיֶּחֱזַק בָּרוּחַ וַיְהִי בַּמִּדְבָּרוֹת עַד־יוֹם הֵרָאֹתוֹ אֶל־יִשְׂרָאֵל80 Το δε παιδιον ηυξανε και εδυναμουτο κατα το πνευμα, και ητο εν ταις ερημοις εως της ημερας καθ' ην εμελλε να αναδειχθη προς τον Ισραηλ.