Isaiah (ישעיה) - Isaia 51
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
STUTTGARTENSIA-DELITZSCH | GREEK BIBLE |
---|---|
1 לַמְנַצֵּחַ מִזְמֹור לְדָוִד | 1 Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ, οτε ηλθε Ναθαν ο προφητης προς αυτον, αφου εισηλθε προς την Βηθσαβεε.>> Ελεησον με, ω Θεε, κατα το ελεος σου? κατα το πληθος των οικτιρμων σου εξαλειψον τα ανομηματα μου. |
2 בְּבֹוא־אֵלָיו נָתָן הַנָּבִיא כַּאֲשֶׁר־בָּא אֶל־בַּת־שָׁבַע | 2 Πλυνον με μαλλον και μαλλον απο της ανομιας μου και απο της αμαρτιας μου καθαρισον με. |
3 חָנֵּנִי אֱלֹהִים כְּחַסְדֶּךָ כְּרֹב רַחֲמֶיךָ מְחֵה פְשָׁעָי | 3 Διοτι τα ανομηματα μου εγω γνωριζω, και η αμαρτια μου ενωπιον μου ειναι διαπαντος. |
4 [הַרְבֵּה כ] (הֶרֶב ק) כַּבְּסֵנִי מֵעֲוֹנִי וּמֵחַטָּאתִי טַהֲרֵנִי | 4 Εις σε, εις σε μονον ημαρτον και το πονηρον ενωπιον σου επραξα? δια να δικαιωθης εν τοις λογοις σου και να ησαι αμεμπτος εις τας κρισεις σου. |
5 כִּי־פְשָׁעַי אֲנִי אֵדָע וְחַטָּאתִי נֶגְדִּי תָמִיד | 5 Ιδου, συνεληφθην εν ανομια, και εν αμαρτια με εγεννησεν μητηρ μου. |
6 לְךָ לְבַדְּךָ ׀ חָטָאתִי וְהָרַע בְּעֵינֶיךָ עָשִׂיתִי לְמַעַן תִּצְדַּק בְּדָבְרֶךָ תִּזְכֶּה בְשָׁפְטֶךָ | 6 Ιδου, ηγαπησας αληθειαν εν τη καρδια, και εις τα ενδομυχα θελεις με διδαξει σοφιαν. |
7 הֵן־בְּעָוֹון חֹולָלְתִּי וּבְחֵטְא יֶחֱמַתְנִי אִמִּי | 7 Ραντισον με με υσσωπον, και θελω εισθαι καθαρος? πλυνον με, και θελω εισθαι λευκοτερος χιονος. |
8 הֵן־אֱמֶת חָפַצְתָּ בַטֻּחֹות וּבְסָתֻם חָכְמָה תֹודִיעֵנִי | 8 Καμε με να ακουσω αγαλλιασιν και ευφροσυνην, δια να ευφρανθωσι τα οστα, τα οποια συνεθλασας. |
9 תְּחַטְּאֵנִי בְאֵזֹוב וְאֶטְהָר תְּכַבְּסֵנִי וּמִשֶּׁלֶג אַלְבִּין | 9 Αποστρεψον το προσωπον σου απο των αμαρτιων μου και πασας τας ανομιας μου εξαλειψον. |
10 תַּשְׁמִיעֵנִי שָׂשֹׂון וְשִׂמְחָה תָּגֵלְנָה עֲצָמֹות דִּכִּיתָ | 10 Καρδιαν καθαραν κτισον εν εμοι, Θεε? και πνευμα ευθες ανανεωσον εντος μου. |
11 הַסְתֵּר פָּנֶיךָ מֵחֲטָאָי וְכָל־עֲוֹנֹתַי מְחֵה | 11 Μη με απορριψης απο του προσωπου σου? και το πνευμα το αγιον σου μη αφαιρεσης απ' εμου. |
12 לֵב טָהֹור בְּרָא־לִי אֱלֹהִים וְרוּחַ נָכֹון חַדֵּשׁ בְּקִרְבִּי | 12 Αποδος μοι την αγαλλιασιν της σωτηριας σου και με πνευμα ηγεμονικον στηριξον με. |
13 אַל־תַּשְׁלִיכֵנִי מִלְּפָנֶיךָ וְרוּחַ קָדְשְׁךָ אַל־תִּקַּח מִמֶּנִּי | 13 Θελω διδαξει εις τους παραβατας τας οδους σου? και αμαρτωλοι θελουσιν επιστρεφει εις σε. |
14 הָשִׁיבָה לִּי שְׂשֹׂון יִשְׁעֶךָ וְרוּחַ נְדִיבָה תִסְמְכֵנִי | 14 Ελευθερωσον με απο αιματων, Θεε, Θεε της σωτηριας μου? η γλωσσα μου θελει ψαλλει εν αγαλλιασει την δικαιοσυνην σου. |
15 אֲלַמְּדָה פֹשְׁעִים דְּרָכֶיךָ וְחַטָּאִים אֵלֶיךָ יָשׁוּבוּ | 15 Κυριε, ανοιξον τα χειλη μου? και το στομα μου θελει αναγγελλει την αινεσιν σου. |
16 הַצִּילֵנִי מִדָּמִים ׀ אֱלֹהִים אֱלֹהֵי תְּשׁוּעָתִי תְּרַנֵּן לְשֹׁונִי צִדְקָתֶךָ | 16 Διοτι δεν θελεις θυσιαν, αλλως ηθελον προσφερει? εις ολοκαυτωματα δεν αρεσκεσαι. |
17 אֲדֹנָי שְׂפָתַי תִּפְתָּח וּפִי יַגִּיד תְּהִלָּתֶךָ | 17 Θυσιαι του Θεου ειναι πνευμα συντετριμμενον? καρδιαν συντετριμμενην και τεταπεινωμενην, Θεε, δεν θελεις καταφρονησει. |
18 כִּי ׀ לֹא־תַחְפֹּץ זֶבַח וְאֶתֵּנָה עֹולָה לֹא תִרְצֶה | 18 Ευεργετησον την Σιων δια της ευνοιας σου? οικοδομησον τα τειχη της Ιερουσαλημ. |
19 זִבְחֵי אֱלֹהִים רוּחַ נִשְׁבָּרָה לֵב־נִשְׁבָּר וְנִדְכֶּה אֱלֹהִים לֹא תִבְזֶה | 19 Τοτε θελεις ευαρεστηθη εις θυσιας δικαιοσυνης, εις προσφορας και ολοκαυτωματα? τοτε θελουσι προσφερει μοσχους επι το θυσιαστηριον σου. |
20 הֵיטִיבָה בִרְצֹונְךָ אֶת־צִיֹּון תִּבְנֶה חֹומֹות יְרוּשָׁלִָם | |
21 אָז תַּחְפֹּץ זִבְחֵי־צֶדֶק עֹולָה וְכָלִיל אָז יַעֲלוּ עַל־מִזְבַּחֲךָ פָרִים | |
22 כֹּה־אָמַר אֲדֹנַיִךְ יְהוָה וֵאלֹהַיִךְ יָרִיב עַמֹּו הִנֵּה לָקַחְתִּי מִיָּדֵךְ אֶת־כֹּוס הַתַּרְעֵלָה אֶת־קֻבַּעַת כֹּוס חֲמָתִי לֹא־תֹוסִיפִי לִשְׁתֹּותָהּ עֹוד | |
23 וְשַׂמְתִּיהָ בְּיַד־מֹוגַיִךְ אֲשֶׁר־אָמְרוּ לְנַפְשֵׁךְ שְׁחִי וְנַעֲבֹרָה וַתָּשִׂימִי כָאָרֶץ גֵּוֵךְ וְכַחוּץ לַעֹבְרִים׃ ס |