Isaiah (ישעיה) - Isaia 102
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
STUTTGARTENSIA-DELITZSCH | GREEK BIBLE |
---|---|
1 תְּפִלָּה לְעָנִי כִי־יַעֲטֹף וְלִפְנֵי יְהוָה יִשְׁפֹּךְ שִׂיחֹו | 1 Προσευχη του τεθλιμμενου, οταν αδημονη, και εκχεη το παραπονον αυτου ενωπιον του Κυριου.>> Κυριε, εισακουσον της προσευχης μου, και η κραυγη μου ας ελθη προς σε. |
2 יְהוָה שִׁמְעָה תְפִלָּתִי וְשַׁוְעָתִי אֵלֶיךָ תָבֹוא | 2 Μη κρυψης το προσωπον σου απ' εμου? καθ' ην ημεραν θλιβομαι, κλινον προς εμε το ωτιον σου? καθ' ην ημεραν σε επικαλουμαι, ταχεως επακουε μου. |
3 אַל־תַּסְתֵּר פָּנֶיךָ ׀ מִמֶּנִּי בְּיֹום צַר לִי הַטֵּה־אֵלַי אָזְנֶךָ בְּיֹום אֶקְרָא מַהֵר עֲנֵנִי | 3 Διοτι εξελιπον ως καπνος αι ημεραι μου, και τα οστα μου ως φρυγανον κατεξηρανθησαν. |
4 כִּי־כָלוּ בְעָשָׁן יָמָי וְעַצְמֹותַי כְּמֹו־קֵד נִחָרוּ | 4 Επληγωθη η καρδια μου και εξηρανθη ως χορτος, ωστε ελησμονησα να τρωγω τον αρτον μου. |
5 הוּכָּה־כָעֵשֶׂב וַיִּבַשׁ לִבִּי כִּישָׁ־כַחְתִּי מֵאֲכֹל לַחְמִי | 5 Απο φωνης του στεναγμου μου εκολληθησαν τα οστα μου εις το δερμα μου. |
6 מִקֹּול אַנְחָתִי דָּבְקָה עַצְמִי לִבְשָׂרִי | 6 Κατεσταθην ομοιος του ερημικου πελεκανος? εγεινα ως νυκτοκοραξ εν ταις ερημοις. |
7 דָּמִיתִי לִקְאַת מִדְבָּר הָיִיתִי כְּכֹוס חֳרָבֹות | 7 Αγρυπνω και ειμαι ως στρουθιον μοναζον επι δωματος. |
8 שָׁקַדְתִּי וָאֶהְיֶה כְּצִפֹּור בֹּודֵד עַל־גָּג | 8 Ολην την ημεραν με ονειδιζουσιν οι εχθροι μου? οι μαινομενοι ομνυουσι κατ' εμου. |
9 כָּל־הַיֹּום חֵרְפוּנִי אֹויְבָי מְהֹולָלַי בִּי נִשְׁבָּעוּ | 9 Διοτι εφαγον στακτην ως αρτον και συνεκερασα με δακρυα το ποτον μου, |
10 כִּי־אֵפֶר כַּלֶּחֶם אָכָלְתִּי וְשִׁקֻּוַי בִּבְכִי מָסָכְתִּי | 10 Εξ αιτιας της οργης σου και της αγανακτησεως σου? διοτι σηκωσας με ερριψας κατω. |
11 מִפְּנֵי־זַעַמְךָ וְקִצְפֶּךָ כִּי נְשָׂאתַנִי וַתַּשְׁלִיכֵנִי | 11 Αι ημεραι μου παρερχονται ως σκια, και εγω εξηρανθην ως χορτος. |
12 יָמַי כְּצֵל נָטוּי וַאֲנִי כָּעֵשֶׂב אִיבָשׁ | 12 Συ δε, Κυριε, εις τον αιωνα διαμενεις, και το μνημοσυνον σου εις γενεαν και γενεαν. |
13 וְאַתָּה יְהוָה לְעֹולָם תֵּשֵׁב וְזִכְרְךָ לְדֹר וָדֹר | 13 Συ θελεις σηκωθη, θελεις σπλαγχνισθη την Σιων? διοτι ειναι καιρος να ελεησης αυτην, διοτι ο διωρισμενος καιρος εφθασεν. |
14 אַתָּה תָקוּם תְּרַחֵם צִיֹּון כִּי־עֵת לְחֶנְנָהּ כִּי־בָא מֹועֵד | 14 Επειδη οι δουλοι σου αρεσκονται εις τους λιθους αυτης και σπλαγχνιζονται το χωμα αυτης. |
15 כִּי־רָצוּ עֲבָדֶיךָ אֶת־אֲבָנֶיהָ וְאֶת־עֲפָרָהּ יְחֹנֵנוּ | 15 Τοτε τα εθνη θελουσι φοβηθη το ονομα του Κυριου, και παντες οι βασιλεις της γης την δοξαν σου. |
16 וְיִירְאוּ גֹויִם אֶת־שֵׁם יְהוָה וְכָל־מַלְכֵי הָאָרֶץ אֶת־כְּבֹודֶךָ | 16 Οταν ο Κυριος οικοδομηση την Σιων θελει φανη εν τη δοξα αυτου. |
17 כִּי־בָנָה יְהוָה צִיֹּון נִרְאָה בִּכְבֹודֹו | 17 Θελει επιβλεψει επι την προσευχην των εγκαταλελειμμενων και δεν θελει καταφρονησει την δεησιν αυτων. |
18 פָּנָה אֶל־תְּפִלַּת הָעַרְעָר וְלֹא־בָזָה אֶת־תְּפִלָּתָם | 18 Τουτο θελει γραφθη δια την γενεαν την επερχομενην? και ο λαος, οστις θελει δημιουργηθη, θελει αινει τον Κυριον. |
19 תִּכָּתֶב זֹאת לְדֹור אַחֲרֹון וְעַם נִבְרָא יְהַלֶּל־יָהּ | 19 Διοτι εκυψεν εκ του υψους του αγιαστηριου αυτου, εξ ουρανου επεβλεψεν ο Κυριος επι την γην, |
20 כִּי־הִשְׁקִיף מִמְּרֹום קָדְשֹׁו יְהוָה מִשָּׁמַיִם ׀ אֶל־אֶרֶץ הִבִּיט | 20 δια να ακουση τον στεναγμον των δεσμιων, δια να λυση τους καταδεδικασμενους εις θανατον? |
21 לִשְׁמֹעַ אֶנְקַת אָסִיר לְפַתֵּחַ בְּנֵי תְמוּתָה | 21 δια να κηρυττωσιν εν Σιων το ονομα του Κυριου και την αινεσιν αυτου εν Ιερουσαλημ, |
22 לְסַפֵּר בְּצִיֹּון שֵׁם יְהוָה וּתְהִלָּתֹו בִּירוּשָׁלִָם | 22 οταν συναχθωσιν ομου οι λαοι και αι βασιλειαι, δια να δουλευσωσι τον Κυριον. |
23 בְּהִקָּבֵץ עַמִּים יַחְדָּו וּמַמְלָכֹות לַעֲבֹד אֶת־יְהוָה | 23 Ηδυνατισεν εν τη οδω την ισχυν μου? συνετεμε τας ημερας μου. |
24 עִנָּה בַדֶּרֶךְ [כֹּחֹו כ] (כֹּחִי ק) קִצַּר יָמָי | 24 Εγω ειπα, μη με αρπασης, Θεε μου, εν τω ημισει των ημερων μου? τα ετη σου ειναι εις γενεας γενεων. |
25 אֹמַר אֵלִי אַל־תַּעֲלֵנִי בַּחֲצִי יָמָי בְּדֹור דֹּורִים שְׁנֹותֶיךָ | 25 Κατ' αρχας συ, Κυριε, την γην εθεμελιωσας, και εργα των χειρων σου ειναι οι ουρανοι. |
26 לְפָנִים הָאָרֶץ יָסַדְתָּ וּמַעֲשֵׂה יָדֶיךָ שָׁמָיִם | 26 Αυτοι θελουσιν απολεσθη, συ δε διαμενεις? και παντες ως ιματιον θελουσι παλαιωθη? ως περιενδυμα θελεις τυλιξει αυτους, και θελουσιν αλλαχθη? |
27 הֵמָּה ׀ יֹאבֵדוּ וְאַתָּה תַעֲמֹד וְכֻלָּם כַּבֶּגֶד יִבְלוּ כַּלְּבוּשׁ תַּחֲלִיפֵם וְיַחֲלֹפוּ | 27 συ ομως εισαι ο αυτος, και τα ετη σου δεν θελουσιν εκλειψει. |
28 וְאַתָּה־הוּא וּשְׁנֹותֶיךָ לֹא יִתָּמּוּ | 28 Οι υιοι των δουλων σου θελουσι κατοικει, και το σπερμα αυτων θελει διαμενει ενωπιον σου. |
29 בְּנֵי־עֲבָדֶיךָ יִשְׁכֹּונוּ וְזַרְעָם לְפָנֶיךָ יִכֹּון |