Scrutatio

Venerdi, 17 maggio 2024 - San Pasquale Baylon ( Letture di oggi)

Genesis 14


font
CATHOLIC PUBLIC DOMAINGREEK BIBLE
1 Now it happened in that time that Amraphel, king of Shinar, and Arioch, king of Pontus, and Chedorlaomer, king of the Elamites, and Tidal, king of the Nations,1 Επι των ημερων δε του Αμαρφελ βασιλεως Σεννααρ, του Αριωχ βασιλεως Ελλασαρ, του Χοδολλογομορ βασιλεως Ελαμ, και του Θαργαλ βασιλεως εθνων,
2 went to war against Bera, king of Sodom, and against Birsha, king of Gomorrah, and against Shinab, king of Admah, and against Shemeber, king of Zeboiim, and against the king of Bela, that is Zoar.2 εκαμον αυτοι πολεμον μετα του Βερα βασιλεως Σοδομων, και του Βαρσα βασιλεως Γομορρων, του Σεννααβ βασιλεως Αδαμα, και του Σεμοβορ βασιλεως Σεβωειμ, και του βασιλεως της Βελα? αυτη ειναι η Σηγωρ.
3 All these came together in the wooded valley, which is now the Sea of Salt.3 Παντες ουτοι ηνωθησαν ομου εν τη κοιλαδι Σιδδιμ ητις ειναι η αλμυρα θαλασσα.
4 For they had served Chedorlaomer for twelve years, and in the thirteenth year they withdrew from him.4 Δωδεκα ετη εδουλευον εις τον Χοδολλογομορ? εν δε τω δεκατω τριτω απεστατησαν.
5 Therefore, in the fourteenth year, Chedorlaomer arrived, and the kings who were with him. And they struck the Rephaim at Ashteroth of the two horns, and the Zuzim with them, and the Emim at Shaveh-Kiriathaim.5 Και εν τω δεκατω τεταρτω ετει ηλθεν ο Χοδολλογομορ και οι βασιλεις οι μετ' αυτου, και επαταξαν τους Ραφαειμ εν Ασταρωθ-καρναιμ, και τους Ζουζειμ εν Αμ, και τους Εμμαιους εν Σαυη-κιριαθαιμ,
6 and the Chorreans in the mountains of Seir, even to the plains of Paran, which is in wilderness.6 και τους Χορραιους εν τω ορει αυτων Σηειρ εως της πεδιαδος Φαραν, ητις ειναι εν τη ερημω.
7 And they returned and arrived at the fountain of Mishpat, which is Kadesh. And they struck the entire region of the Amalekites, and the Amorites who dwelt in Hazazontamar.7 Επεστρεψαν δε και ηλθον εις την Εν-μισπατ ητις ειναι η Καδης? και επαταξαν παντα τον τοπον του Αμαληκ, και τους Αμορραιους τους κατοικουντας εν Ασασων-θαμαρ.
8 And the king of Sodom, and the king of Gomorrah, and the king of Admah, and the king of Zeboiim, and indeed the king of Bela, which is Zoar, went forth. And they directed their point against them in the wooded valley,8 Εξηλθε δε ο βασιλευς των Σοδομων, και ο βασιλευς των Γομορρων, και ο βασιλευς της Αδαμα, και ο βασιλευς των Σεβωειμ, και ο βασιλευς της Βελα, ητις ειναι η Σηγωρ? και συνεκροτησαν μαχην μετ' αυτων εν τη κοιλαδι Σιδδιμ,
9 namely, against Chedorlaomer, king of the Elamites, and Tidal, king of the Nations, and Amraphel, king of Shinar, and Arioch, king of Pontus: four kings against five.9 μετα του Χοδολλογομορ βασιλεως Ελαμ, και του Θαργαλ βασιλεως εθνων, και του Αμραφελ βασιλεως Σεννααρ, και του Αριωχ βασιλεως Ελλασαρ? τεσσαρες βασιλεις προς πεντε.
10 Now the wooded valley had many pits of bitumen. And so the king of Sodom and the king of Gomorrah turned back and they fell there. And those who remained, fled to the mountain.10 Η δε κοιλας Σιδδιμ ητο πληρης φρεατων ασφαλτου? ετραπησαν δε εις φυγην οι βασιλεις των Σοδομων και των Γομορρων και επεσον εκει? οι δε εναπολειφθεντες εφυγον εις το ορος.
11 Then they took all the substance of the Sodomites and the Gomorrahites, and all that pertained to food, and they went away,11 Και ελαβον παντα τα υπαρχοντα των Σοδομων και των Γομορρων και πασαν αυτων την ζωοτροφιαν, και ανεχωρησαν.
12 along with both Lot, the son of Abram’s brother, who lived in Sodom, and his substance.12 Ελαβον δε και τον Λωτ υιον του αδελφου του Αβραμ, οστις κατωκει εν Σοδομοις, και τα υπαρχοντα αυτου, και ανεχωρησαν.
13 And behold, one who had escaped reported it to Abram the Hebrew, who lived in the steep valley of Mamre the Amorite, who was the brother of Eshcol, and the brother of Aner. For these had formed an agreement with Abram.13 Υπηγε δε τις εκ των διασωθεντων και απηγγειλε τουτο προς τον Αβραμ τον Εβραιον, οστις κατωκει πλησιον των δρυων Μαμβρη του Αμορραιου, αδελφου του Εσχωλ, και αδελφου του Ανηρ, οιτινες ησαν συμμαχοι του Αβραμ.
14 When Abram had heard this, namely, that his brother Lot had been taken captive, he numbered three hundred and eighteen of his own armed men and he went in pursuit all the way to Dan.14 Ακουσας δε ο Αβραμ οτι ηχμαλωτισθη ο αδελφος αυτου, εφωπλισε τριακοσιους δεκαοκτω εκ των δουλων αυτου, των γεννηθεντων εν τη οικια αυτου, και κατεδιωξεν οπισω αυτων εως Δαν.
15 And dividing his company, he rushed upon them in the night. And he struck them and pursued them as far as Hobah, which is on the left hand of Damascus.15 Και διαιρεσας τους εαυτου ωρμησε κατ' αυτων την νυκτα, αυτος και οι δουλοι αυτου, και επαταξεν αυτους, και κατεδιωξεν αυτους εως Χοβα ητις ειναι κατα τα αριστερα της Δαμασκου.
16 And he brought back all the substance, and Lot his brother, with his substance, likewise the women and the people.16 Και επανεφερε παντα τα υπαρχοντα και ετι επανεφερε Λωτ τον αδελφον αυτου και τα υπαρχοντα αυτου, ετι δε και τας γυναικας και τον λαον.
17 Then the king of Sodom went out to meet him, after he returned from the slaughter at Chedorlaomer, and the kings who were with him at the valley of Shaveh, which is the valley of the king.17 Εξηλθε δε ο βασιλευς των Σοδομων εις συναντησιν αυτου, αφου επεστρεψεν απο της καταστροφης του Χοδολλογομορ και των βασιλεων των μετ' αυτου, εν τη κοιλαδι Σαυη ητις ειναι η κοιλας του βασιλεως.
18 Then in truth, Melchizedek, the king of Salem, brought forth bread and wine, for he was a priest of the Most High God;18 Και ο Μελχισεδεκ βασιλευς Σαλημ εφερεν εξω αρτον και οινον? ητο δε ιερευς του Θεου του Υψιστου.
19 he blessed him, and he said: “Blessed be Abram by the Most High God, who created heaven and earth.19 Και ευλογησεν αυτον και ειπεν, Ευλογημενος ο Αβραμ παρα του Θεου του Υψιστου, οστις εκτισε τον ουρανον και την γην?
20 And blessed be the Most High God, through whose protection the enemies are in your hands.” And he gave him tithes from everything.20 και ευλογητος ο Θεος ο Υψιστος οστις παρεδωκε τους εχθρους σου εις την χειρα σου. Και Αβραμ εδωκεν εις αυτον δεκατον απο παντων.
21 Then the king of Sodom said to Abram, “Give me these souls, and take the rest for yourself.”21 Και ειπεν ο βασιλευς των Σοδομων προς τον Αβραμ, Δος μοι τους ανθρωπους, τα δε υπαρχοντα λαβε εις σεαυτον.
22 And he responded to him: “I lift up my hand to the Lord God, the Most High, the Possessor of heaven and earth,22 Ειπε δε ο Αβραμ προς τον βασιλεα των Σοδομων, Εγω υψωσα την χειρα μου προς Κυριον, τον Θεον τον Υψιστον, οστις εκτισε τον ουρανον και την γην,
23 that from one thread within a blanket, even to a single shoelace, I will not take anything from that which is yours, lest you say, ‘I have enriched Abram,’23 οτι δεν θελω λαβει απο παντων των ιδικων σου απο κλωστης εως λωριου υποδηματος, δια να μη ειπης, Εγω επλουτισα τον Αβραμ?
24 except that which the young men have eaten, and the shares for the men who came with me: Aner, Eshcol, and Mamre. These will take their shares.”24 εκτος μονον εκεινου το οποιον εφαγον οι νεοι, και της μεριδος των ανθρωπων των ελθοντων μετ' εμου, του Ανηρ του Εσχωλ και του Μαμβρη, ουτοι ας λαβωσι την μεριδα αυτων.