Jób könyve 24
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Nincsenek az idők elrejtve a Mindenható elől, de akik ismerik őt, nem tudják ítélete napjait. | 1 Επειδη οι καιροι δεν ειναι κεκρυμμενοι απο του Παντοδυναμου, δια τι οι γνωριζοντες αυτον δεν βλεπουσι τας ημερας αυτου; |
2 Vannak, akik odébb tolják a határokat, elrabolnak nyájakat, hogy legeltessék azokat; | 2 Μετακινουσιν ορια? αρπαζουσι ποιμνια και ποιμαινουσιν? |
3 elhajtják az árvák szamarát, zálogul elveszik az özvegy marháját, | 3 αφαιρουσι την ονον των ορφανων? λαμβανουσι τον βουν της χηρας εις ενεχυρον? |
4 lelökik a szegényt az útról s elnyomják a föld nyomorultjait mind. | 4 εξωθουσι τους ενδεεις απο της οδου? οι πτωχοι της γης ομου κρυπτονται. |
5 Mások, mint a vadszamár a vadonban, úgy mehetnek dolgukra, leshetik a prédát, s a puszta nyújt élelmet gyermekeiknek, | 5 Ιδου, ως αγριοι ονοι εν τη ερημω, εξερχονται εις τα εργα αυτων εγειρομενοι πρωι δια αρπαγην? η ερημος διδει τροφην δι' αυτους και δια τα τεκνα αυτων. |
6 más mezején kell aratniuk, s a gonosz szőlőjében szüretelniük, | 6 Θεριζουσιν αγρον μη οντα εαυτων, και τρυγωσιν αμπελον αδικιας. |
7 mezítelenül, ruha nélkül hálnak, és nincs a hidegben takarójuk. | 7 Καμνουσι τους γυμνους να νυκτερευωσιν ανευ ιματιου, και δεν εχουσι σκεπασμα εις το ψυχος. |
8 Áznak a hegyi záporoktól, minthogy nincs födelük, a sziklához simulnak. | 8 Υγραινονται εκ των βροχων των ορεων και εναγκαλιζονται τον βραχον, μη εχοντες καταφυγιον. |
9 Erőszakot tesznek, kifosztják az árvát, megrabolják a szegény népet. | 9 Εκεινοι αρπαζουσι τον ορφανον απο του μαστου, και λαμβανουσιν ενεχυρον παρα του πτωχου? |
10 Ezek pedig mezítelenül, ruha nélkül járnak s éhesen hordják a kévéket, | 10 καμνουσιν αυτον να υπαγη γυμνος ανευ ιματιου, και οι βασταζοντες τα χειροβολα μενουσι πεινωντες. |
11 falaik között olajat sajtolnak, taposnak a sajtóban és mellette szomjaznak, | 11 Οι εκπιεζοντες το ελαιον εντος των τοιχων αυτων και πατουντες τους ληνους αυτων, διψωσιν. |
12 a városban halálra váltak nyögnek, feljajdul a megsebzettek lelke, de Isten nem ügyel könyörgésükre. | 12 Ανθρωποι στεναζουσιν εκ της πολεως, και η ψυχη των πεπληγωμενων βοα? αλλ' ο Θεος δεν επιθετει εις αυτους αφροσυνην. |
13 Ezek a fény ellen lázadozók, akik nem ismerik az ő útjait, és nem járnak ösvényein: | 13 Ουτοι ειναι εκ των ανθισταμενων εις το φως? δεν γνωριζουσι τας οδους αυτου, και δεν μενουσιν εν ταις τριβοις αυτου. |
14 reggeli szürkületben kel a gyilkos, megöli a szegényt és a nyomorgót, éjjel pedig elmegy tolvajnak. | 14 Ο φονευς εγειρομενος την αυγην φονευει τον πτωχον και τον ενδεη, την δε νυκτα γινεται ως κλεπτης. |
15 A házasságtörő szeme az alkonyatot lesi, és mondja: ‘Nem lát senki szeme, s az elleplezi az arcot.’ | 15 Ο οφθαλμος ομοιως του μοιχου παραφυλαττει το νυκτωμα, λεγων, Οφθαλμος δεν θελει με ιδει? και καλυπτει το προσωπον αυτου. |
16 Betörnek a sötétben a házakba, amelyeket nappal megjelöltek maguknak, és nem akarnak napvilágról tudni. | 16 Εν τω σκοτει διατρυπωσι τας οικιας, τας οποιας την ημεραν εσημειωσαν δι' εαυτους. Δεν γνωριζουσι φως? |
17 Ha hirtelen feltűnik a hajnal, halál árnyékának vélik, a sötétben pedig úgy járnak, mintha nappal lenne. | 17 διοτι η αυγη ειναι εις παντας αυτους σκια θανατου? εαν τις γνωριση αυτους, ειναι τρομοι σκιας θανατου. |
18 ‘Könnyű az a víz színén. Átkozott a birtokrésze a földön, szüretelő nem veszi útját a szőlője felé. | 18 Ειναι ελαφροι επι το προσωπον των υδατων? η μερις αυτων ειναι κατηραμενη επι της γης? δεν βλεπουσι την οδον των αμπελων. |
19 Szárazság és hőség eltünteti a hó vizét, az alvilág pedig a bűnösöket. | 19 Η ξηρασια και η θερμοτης αρπαζουσι τα υδατα της χιονος, ο δε ταφος τους αμαρτωλους. |
20 Az anyaöl megfeledkezik róla, férgek az ő finom falatja; nem marad emlékezetben, összetörik, mint a gyümölcstelen fát. | 20 Η μητρα θελει λησμονησει αυτους? ο σκωληξ θελει βοσκεσθαι επ' αυτους? δεν θελουσιν ελθει πλεον εις ενθυμησιν? και η αδικια θελει συντριφθη ως ξυλον. |
21 Magtalannal barátkozik, aki nem szül, és nem tesz jót az özveggyel. | 21 Κακοποιουσι την στειραν την ατεκνον? και δεν αγαθοποιουσι την χηραν? |
22 Lerántja a hatalmasokat erejével, de amikor áll, sem biztos életében. | 22 και κατακρατουσι τους δυνατους δια της δυναμεως αυτων? εγειρονται, και δεν ειναι ουδεις ασφαλης εν τη ζωη αυτου. |
23 Isten alkalmat ad neki bűnbánatra, de ő kevélyen visszaél vele; szeme azonban az ő útjain van. | 23 Εδωκε μεν ο Θεος εις αυτους ασφαλειαν και αναπαυονται? ομως οι οφθαλμοι αυτου ειναι επι τας οδους αυτων. |
24 Kimagaslanak egy időre, de nem lesznek állandók, lehajtják és letépik őket, mint a többit, és levágják, mint a kalász fejét.’ | 24 Υψονονται ολιγον καιρον και δεν υπαρχουσι, και καταβαλλονται ως παντες? σηκονονται εκ του μεσου και αποκοπτονται ως η κεφαλη των ασταχυων? |
25 Talán nincs ez így? Ki hazudtol meg engem? és ki veszi semmibe szavamat?« | 25 και εαν τωρα δεν ηναι ουτω, τις θελει με διαψευσει και εξουθενισει τους λογους μου; |