Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Évangile selon Luc 19


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Entré dans Jéricho, il traversait la ville.1 Και εισελθων διηρχετο την Ιεριχω?
2 Et voici un homme appelé du nom de Zachée; c'était un chef de publicains, et qui était riche.2 και ιδου, ανθρωπος ονομαζομενος Ζακχαιος, οστις ητο αρχιτελωνης, και ουτος ητο πλουσιος,
3 Et il cherchait à voir qui était Jésus, mais il ne le pouvait à cause de la foule, car il était petit de taille.3 και εζητει να ιδη τον Ιησουν τις ειναι, και δεν ηδυνατο δια τον οχλον, διοτι ητο μικρος το αναστημα.
4 Il courut donc en avant et monta sur un sycomore pour voir Jésus, qui devait passer par là.4 και δραμων εμπρος ανεβη επι συκομορεαν δια να ιδη αυτον? επειδη δι' εκεινης της οδου εμελλε να περαση.
5 Arrivé en cet endroit, Jésus leva les yeux et lui dit: "Zachée, descends vite, car il me faut aujourd'huidemeurer chez toi."5 Και ως ηλθεν εις τον τοπον ο Ιησους, αναβλεψας ειδεν αυτον και ειπε προς αυτον? Ζακχαιε, καταβα ταχεως? διοτι σημερον πρεπει να μεινω εν τω οικω σου.
6 Et vite il descendit et le reçut avec joie.6 Και κατεβη ταχεως και υπεδεχθη αυτον μετα χαρας.
7 Ce que voyant, tous murmuraient et disaient: "Il est allé loger chez un homme pécheur!"7 Και ιδοντες απαντες εγογγυζον, λεγοντες οτι εις αμαρτωλον ανθρωπον εισηλθε να καταλυση.
8 Mais Zachée, debout, dit au Seigneur: "Voici, Seigneur, je vais donner la moitié de mes biens auxpauvres, et si j'ai extorqué quelque chose à quelqu'un, je lui rends le quadruple."8 Σταθεις δε ο Ζακχαιος, ειπε προς τον Κυριον? Ιδου, τα ημιση των υπαρχοντων μου, Κυριε, διδω εις τους πτωχους, και εαν εσυκοφαντησα τινα εις τι, αποδιδω τετραπλουν.
9 Et Jésus lui dit: "Aujourd'hui le salut est arrivé pour cette maison, parce que lui aussi est un filsd'Abraham.9 Ειπε δε προς αυτον ο Ιησους οτι, Σημερον εγεινε σωτηρια εις τον οικον τουτον, καθοτι και αυτος υιος του Αβρααμ ειναι.
10 Car le Fils de l'homme est venu chercher et sauver ce qui était perdu."10 Διοτι ο Υιος του ανθρωπου ηλθε να ζητηση και να σωση το απολωλος.
11 Comme les gens écoutaient cela, il dit encore une parabole, parce qu'il était près de Jérusalem, etqu'on pensait que le Royaume de Dieu allait apparaître à l'instant même.11 Και ενω αυτοι ηκουον ταυτα, προσθεσας ειπε παραβολην, διοτι ητο πλησιον της Ιερουσαλημ και αυτοι ενομιζον οτι η βασιλεια του Θεου εμελλεν ευθυς να φανη?
12 Il dit donc: "Un homme de haute naissance se rendit dans un pays lointain pour recevoir la dignitéroyale et revenir ensuite.12 ειπε λοιπον? Ανθρωπος τις ευγενης υπηγεν εις χωραν μακραν δια να λαβη εις εαυτον βασιλειαν και να υποστρεψη.
13 Appelant dix de ses serviteurs, il leur remit dix mines et leur dit: Faites-les valoir jusqu'à ce que jevienne.13 Και καλεσας δεκα δουλους εαυτου, εδωκεν εις αυτους δεκα μνας και ειπε προς αυτους? Πραγματευθητε εωσου ελθω.
14 Mais ses concitoyens le haïssaient et ils dépêchèrent à sa suite une ambassade chargée de dire: Nousne voulons pas que celui-là règne sur nous.14 Οι συμπολιται αυτου ομως εμισουν αυτον και απεστειλαν κατοπιν αυτου πρεσβεις, λεγοντες? Δεν θελομεν τουτον να βασιλευση εφ' ημας.
15 "Et il advint qu'une fois de retour, après avoir reçu la dignité royale, il fit appeler ces serviteursauxquels il avait remis l'argent, pour savoir ce que chacun lui avait fait produire.15 Και αφου υπεστρεψε λαβων την βασιλειαν, ειπε να προσκληθωσι προς αυτον οι δουλοι εκεινοι, εις τους οποιους εδωκε το αργυριον, δια να μαθη τι εκερδησεν εκαστος.
16 Le premier se présenta et dit: Seigneur, ta mine a rapporté dix mines. --16 Και ηλθεν ο πρωτος, λεγων? Κυριε, η μνα σου εκερδησε δεκα μνας.
17 C'est bien, bon serviteur, lui dit-il; puisque tu t'es montré fidèle en très peu de chose, reçois autoritédix villes.17 Και ειπε προς αυτον? Ευγε, αγαθε δουλε? επειδη εις το ελαχιστον εφανης πιστος, εχε εξουσιαν επανω δεκα πολεων.
18 Le second vint et dit: Ta mine, Seigneur, a produit cinq mines.18 Και ηλθεν ο δευτερος, λεγων? Κυριε, η μνα σου εκαμε πεντε μνας.
19 A celui-là encore il dit: Toi aussi, sois à la tête de cinq villes.19 Ειπε δε και προς τουτον? Και συ γενου εξουσιαστης επανω πεντε πολεων.
20 "L'autre aussi vint et dit: Seigneur, voici ta mine, que je gardais déposée dans un linge.20 Ηλθε και αλλος, λεγων? Κυριε, ιδου η μνα σου, την οποιαν ειχον πεφυλαγμενην εν μανδηλιω.
21 Car j'avais peur de toi, qui es un homme sévère, qui prends ce que tu n'as pas mis en dépôt etmoissonnes ce que tu n'as pas semé. --21 Διοτι σε εφοβουμην, επειδη εισαι ανθρωπος αυστηρος? λαμβανεις ο, τι δεν κατεβαλες, και θεριζεις ο, τι δεν εσπειρας.
22 Je te juge, lui dit-il, sur tes propres paroles, mauvais serviteur. Tu savais que je suis un hommesévère, prenant ce que je n'ai pas mis en dépôt et moissonnant ce que je n'ai pas semé.22 Και λεγει προς αυτον? Εκ του στοματος σου θελω σε κρινει, πονηρε δουλε? ηξευρες οτι εγω ειμαι ανθρωπος αυστηρος, λαμβανων ο, τι δεν κατεβαλον, και θεριζων ο, τι δεν εσπειρα?
23 Pourquoi donc n'as-tu pas confié mon argent à la banque? A mon retour, je l'aurais retiré avec unintérêt.23 δια τι λοιπον δεν εδωκας το αργυριον μου εις την τραπεζαν, ωστε εγω ελθων ηθελον συναξει αυτο μετα του τοκου;
24 Et il dit à ceux qui se tenaient là: Enlevez-lui sa mine, et donnez-la à celui qui a les dix mines. --24 Και ειπε προς τους παρεστωτας? Αφαιρεσατε απ' αυτου την μναν και δοτε εις τον εχοντα τας δεκα μνας.
25 Seigneur, lui dirent-ils, il a dix mines! --25 Και ειπον προς αυτον? Κυριε, εχει δεκα μνας.
26 Je vous le dis: à tout homme qui a l'on donnera; mais à qui n'a pas on enlèvera même ce qu'il a.26 Διοτι σας λεγω οτι εις παντα τον εχοντα θελει δοθη, απο δε του μη εχοντος και ο, τι εχει θελει αφαιρεθη απ' αυτου.
27 "Quant à mes ennemis, ceux qui n'ont pas voulu que je règne sur eux, amenez-les ici, et égorgez-lesen ma présence."27 Πλην τους εχθρους μου εκεινους, οιτινες δεν με ηθελησαν να βασιλευσω επ' αυτους, φερετε εδω και κατασφαξατε εμπροσθεν μου.
28 Ayant dit cela, il partait en tête, montant à Jérusalem.28 Και ειπων ταυτα, προεχωρει αναβαινων εις Ιεροσολυμα.
29 Et il advint qu'en approchant de Bethphagé et de Béthanie, près du mont dit des Oliviers, il envoyadeux des disciples, en disant:29 Και ως επλησιασεν εις Βηθφαγη και Βηθανιαν, προς το ορος το καλουμενον Ελαιων, απεστειλε δυο των μαθητων αυτου,
30 "Allez au village qui est en face et, en y pénétrant, vous trouverez, à l'attache, un ânon que personneau monde n'a jamais monté; détachez-le et amenez-le.30 ειπων? Υπαγετε εις την κατεναντι κωμην, εις την οποιαν εμβαινοντες θελετε ευρει πωλαριον δεδεμενον, επι του οποιου ουδεις ανθρωπος εκαθησε ποτε? λυσατε αυτο και φερετε.
31 Et si quelqu'un vous demande: Pourquoi le détachez-vous? Vous direz ceci: C'est que le Seigneur ena besoin."31 Και εαν τις σας ερωτηση, Δια τι λυετε αυτο ουτω θελετε ειπει προς αυτον, Οτι ο Κυριος εχει χρειαν αυτου.
32 Etant donc partis, les envoyés trouvèrent les choses comme il leur avait dit.32 Υπηγαν δε οι απεσταλμενοι και ευρον καθως ειπε προς αυτους?
33 Et tandis qu'ils détachaient l'ânon, ses maîtres leur dirent: "Pourquoi détachez-vous cet ânon?"33 και ενω ελυον το πωλαριον, ειπον προς αυτους οι κυριοι αυτου? Δια τι λυετε το πωλαριον;
34 Ils dirent: "C'est que le Seigneur en a besoin."34 Οι δε ειπον? Ο Κυριος εχει χρειαν αυτου,
35 Ils l'amenèrent donc à Jésus et, jetant leurs manteaux sur l'ânon, ils firent monter Jésus.35 και εφεραν αυτο προς τον Ιησουν? και ριψαντες επι το πωλαριον τα ιματια αυτων, επεκαθισαν τον Ιησουν.
36 Et, tandis qu'il avançait, les gens étendaient leurs manteaux sur le chemin.36 Ενω δε επορευετο, υπεστρωνον τα ιματια αυτων εις την οδον.
37 Déjà il approchait de la descente du mont des Oliviers quand, dans sa joie, toute la multitude desdisciples se mit à louer Dieu d'une voix forte pour tous les miracles qu'ils avaient vus.37 Και οτε επλησιαζεν ηδη εις την καταβασιν του ορους των Ελαιων, ηρχισαν απαν το πληθος των μαθητων χαιροντες να υμνωσι τον Θεον μεγαλοφωνως δια παντα τα θαυματα, τα οποια ειδον,
38 Ils disaient: "Béni soit celui qui vient, le Roi, au nom du Seigneur! Paix dans le ciel et gloire au plushaut des cieux!"38 λεγοντες? Ευλογημενος ο ερχομενος Βασιλευς εν ονοματι του Κυριου? ειρηνη εν ουρανω, και δοξα εν υψιστοις.
39 Quelques Pharisiens de la foule lui dirent: "Maître, réprimande tes disciples."39 Και τινες των Φαρισαιων απο του οχλου ειπον προς αυτον? Διδασκαλε, επιπληξον τους μαθητας σου.
40 Mais il répondit: "Je vous le dis, si eux se taisent, les pierres crieront."40 Και αποκριθεις ειπε προς αυτους? Σας λεγω οτι εαν ουτοι σιωπησωσιν, οι λιθοι θελουσι φωναξει.
41 Quand il fut proche, à la vue de la ville, il pleura sur elle,41 Και οτε επλησιασεν, ιδων την πολιν εκλαυσεν επ' αυτην,
42 en disant: "Ah! si en ce jour tu avais compris, toi aussi, le message de paix! Mais non, il est demeurécaché à tes yeux.42 λεγων, Ειθε να εγνωριζες και συ, τουλαχιστον εν τη ημερα σου ταυτη, τα προς ειρηνην σου αποβλεποντα? αλλα τωρα εκρυφθησαν απο των οφθαλμων σου?
43 Oui, des jours viendront sur toi, où tes ennemis t'environneront de retranchements, t'investiront, tepresseront de toute part.43 διοτι θελουσιν ελθει ημεραι επι σε και οι εχθροι σου θελουσι καμει χαρακωμα περι σε, και θελουσι σε περικυκλωσει και θελουσι σε στενοχωρησει πανταχοθεν,
44 Ils t'écraseront sur le sol, toi et tes enfants au milieu de toi, et ils ne laisseront pas en toi pierre surpierre, parce que tu n'as pas reconnu le temps où tu fus visitée!"44 και θελουσι κατεδαφισει σε και τα τεκνα σου εν σοι, και δεν θελουσιν αφησει εν σοι λιθον επι λιθον, διοτι δεν εγνωρισας τον καιρον της επισκεψεως σου.
45 Puis, entré dans le Temple, il se mit à chasser les vendeurs,45 Και εισελθων εις το ιερον, ηρχισε να εκβαλλη τους πωλουντας εν αυτω και αγοραζοντας,
46 en leur disant: "Il est écrit: Ma maison sera une maison de prière. Mais vous, vous en avez fait unrepaire de brigands!"46 λεγων προς αυτους? Ειναι γεγραμμενον, Ο οικος μου ειναι οικος προσευχης? σεις δε εκαμετε αυτον σπηλαιον ληστων.
47 Il était journellement à enseigner dans le Temple, et les grands prêtres et les scribes cherchaient à lefaire périr, les notables du peuple aussi.47 Και εδιδασκε καθ' ημεραν εν τω ιερω οι δε αρχιερεις και οι γραμματεις και οι πρωτοι του λαου εζητουν να απολεσωσιν αυτον.
48 Mais ils ne trouvaient pas ce qu'ils pourraient faire, car tout le peuple l'écoutait, suspendu à seslèvres.48 Και δεν ευρισκον το τι να πραξωσι? διοτι πας ο λαος ητο προσηλωμενος εις το να ακουη αυτον.