Scrutatio

Domenica, 19 maggio 2024 - San Celestino V - Pietro di Morrone ( Letture di oggi)

Livre de Job 29


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Job continua de s'exprimer en sentences et dit:1 Και εξηκολουθησεν ο Ιωβ την παραβολην αυτου και ειπεν?
2 Qui me fera revivre les mois d'antan, ces jours où Dieu veillait sur moi,2 Ω να ημην ως εις τους παρελθοντας μηνας, ως εν ταις ημεραις οτε ο Θεος με εφυλαττεν?
3 où sa lampe brillait sur ma tête et sa lumière me guidait dans les ténèbres!3 οτε ο λυχνος αυτου εφεγγεν επι της κεφαλης μου, και δια του φωτος αυτου περιεπατουν εν τω σκοτει?
4 Puissé-je revoir les jours de mon automne, quand Dieu protégeait ma tente,4 καθως ημην εν ταις ημεραις της ακμης μου, οτε η ευνοια του Θεου ητο επι την σκηνην μου?
5 que Shaddaï demeurait avec moi et que mes garçons m'entouraient;5 οτε ο Παντοδυναμος ητο μετ' εμου, και τα παιδια μου κυκλω μου?
6 quand mes pieds baignaient dans le laitage, et du rocher coulaient des ruisseaux d'huile!6 οτε επλυνον τα βηματα μου με βουτυρον, και ο βραχος εξεχεε δι' εμε ποταμους ελαιου?
7 Si je sortais vers la porte de la ville, si j'installais mon siège sur la place,7 οτε δια της πολεως εξηρχομην εις την πυλην, ητοιμαζον την καθεδραν μου εν τη πλατεια
8 à ma vue, les jeunes gens se retiraient, les vieillards se mettaient debout.8 Οι νεοι με εβλεπον και εκρυπτοντο? και οι γεροντες εγειρομενοι ισταντο.
9 Les notables arrêtaient leurs discours et mettaient la main sur leur bouche.9 Οι αρχοντες επαυον ομιλουντες και εβαλλον χειρα επι το στομα αυτων.
10 La voix des chefs s'étouffait et leur langue se collait au palais.10 Η φωνη των εγκριτων εκρατειτο, και η γλωσσα αυτων εκολλατο εις τον ουρανισκον αυτων.
11 A m'entendre, on me félicitait, à me voir, on me rendait témoignage.11 Οτε το ωτιον ηκουε και με εμακαριζε, και ο οφθαλμος εβλεπε και εμαρτυρει υπερ εμου?
12 Car je délivrais le pauvre en détresse et l'orphelin privé d'appui.12 διοτι ηλευθερουν τον πτωχον βοωντα και τον ορφανον τον μη εχοντα βοηθον.
13 La bénédiction du mourant se posait sur moi et je rendais la joie au coeur de la veuve.13 Η ευλογια του απολλυμενου ηρχετο επ' εμε? και την καρδιαν της χηρας ευφραινον.
14 J'avais revêtu la justice comme un vêtement, j'avais le droit pour manteau et turban.14 Εφορουν δικαιοσυνην και ενεδυομην την ευθυτητα μου ως επενδυτην και διαδημα.
15 J'étais les yeux de l'aveugle, les pieds du boiteux.15 Ημην οφθαλμος εις τον τυφλον και πους εις τον χωλον εγω.
16 C'était moi le père des pauvres; la cause d'un inconnu, je l'examinais.16 Ημην πατηρ εις τους πτωχους, και την δικην την οποιαν δεν εγνωριζον εξιχνιαζον.
17 Je brisais les crocs de l'homme inique, d'entre ses dents j'arrachais sa proie.17 Και συνετριβον τους κυνοδοντας του αδικου και απεσπων το θηραμα απο των οδοντων αυτου.
18 Et je disais: "Je mourrai dans ma fierté, après des jours nombreux comme le sable.18 Τοτε ελεγον, θελω αποθανει εν τη φωλεα μου και ως την αμμον θελω πολλαπλασιασει τας ημερας μου.
19 Mes racines ont accès à l'eau, la rosée se dépose la nuit sur mon feuillage.19 Η ριζα μου ητο ανοικτη προς τα υδατα, και η δροσος διενυκτερευεν επι των κλαδων μου.
20 Ma gloire sera toujours nouvelle et dans ma main mon arc reprendra force.20 Η δοξα μου ανενεουτο εν εμοι, και το τοξον μου εκρατυνετο εν τη χειρι μου.
21 Ils m'écoutaient, dans l'attente, silencieux pour entendre mon avis.21 Με ηκροαζοντο προσεχοντες και εις την συμβουλην μου εσιωπων.
22 Quand j'avais parlé, nul ne répliquait, et sur eux, goutte à goutte, tombaient mes paroles.22 Μετα τους λογους μου δεν προσεθετον ουδεν, και η ομιλια μου εσταλαζεν επ' αυτους.
23 Ils m'attendaient comme la pluie, leur bouche s'ouvrait comme pour l'ondée tardive.23 Και με περιεμενον ως την βροχην? και ησαν κεχηνοτες ως δια την οψιμον βροχην.
24 Si je leur souriais, ils n'osaient y croire, ils recueillaient sur mon visage tout signe de faveur.24 Εγελων προς αυτους, και δεν επιστευον? και την φαιδροτητα του προσωπου μου δεν αφινον να πεση.
25 Je leur indiquais la route en siégeant à leur tête, tel un roi installé parmi ses troupes, et je les menaispartout à mon gré.25 Εαν ηρεσκομην εις την οδον αυτων, εκαθημην πρωτος, και κατεσκηνουν ως βασιλευς εν τω στρατευματι, ως ο παρηγορων τους τεθλιμμενους.