Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

ΘΡΗΝΟΙ - Lamentazioni - Lamentations 2


font
GREEK BIBLEDIODATI
1 Πως περιεκαλυψεν ο Κυριος με νεφος την θυγατερα Σιων εν τη οργη αυτου, κατερριψεν απο του ουρανου εις την γην την δοξαν του Ισραηλ, και δεν ενεθυμηθη εν τη ημερα της οργης αυτου το υποποδιον των ποδων αυτου1 COME ha il Signore involta, nella sua ira, la figliuola di Sion, Come di una nuvola! Come ha gettata a basso di cielo in terra la gloria d’Israele; E non si è ricordato, dello scannello de’ suoi piedi, Nel giorno del suo cruccio!
2 Ο Κυριος κατεποντισε πασας τας κατοικιας του Ιακωβ και δεν εφεισθη? κατεστρεψεν εν τω θυμω αυτου τα οχυρωματα της θυγατρος Ιουδα? κατηδαφισεν αυτα? εβεβηλωσε το βασιλειον και τους αρχοντας αυτου.2 Il Signore ha distrutte tutte le stanze di Giacobbe, senza risparmiarle; Egli ha diroccate le fortezze della figliuola di Giuda, Nella sua indegnazione, E le ha abbattute in terra; Egli ha profanato il regno, ed i suoi principi.
3 Συνεθλασεν εν τη εξαψει του θυμου αυτου παν το κερας του Ισραηλ? εστρεψεν οπισω την δεξιαν αυτου απ' εμπροσθεν του εχθρου? και εξηφθη κατα του Ιακωβ ως πυρ φλογερον, κατατρωγον τα περιξ.3 Egli ha troncato, nell’ardor dell’ira, tutto il corno d’Israele; Egli ha ritratta indietro la sua destra d’innanzi al nemico; E si è appreso a Giacobbe, come il fuoco di una fiamma, Ed ha divorato d’ogn’intorno.
4 Ενετεινε το τοξον αυτου ως εχθρος, εστησε την δεξιαν αυτου ως υπεναντιος, και εφονευσε παν το αρεστον εις τους οφθαλμους εν τη σκηνη της θυγατρος Σιων? εξεχεεν ως πυρ τον θυμον αυτου.4 Egli ha teso il suo arco, come un nemico; La sua destra si è presentata a battaglia, a guisa di avversario, Ed ha uccisi tutti i più cari all’occhio; Egli ha sparsa la sua ira, a guisa di fuoco, Sopra il tabernacolo della figliuola di Sion.
5 Ο Κυριος εγεινεν ως εχθρος, κατεποντισε τον Ισραηλ? κατεποντισε παντα τα παλατια αυτου? ηφανισε τα οχυρωματα αυτου? και επληθυνεν εις την θυγατερα Ιουδα το πενθος και την θλιψιν.5 Il Signore è stato come un nemico; Egli ha distrutto Israele; Egli ha distrutti tutti i suoi palazzi, ha guaste le sue fortezze, Ed ha moltiplicato, nella figliuola di Giuda, tristizia e duolo.
6 Και εξεσπασε την σκηνην αυτου ως καλυβην κηπου? κατηφανισε τον τοπον των συναξεων αυτου? ο Κυριος εκαμε να λησμονηθη εν Σιων η εορτη και το σαββατον, και εν τη αγανακτησει της οργης αυτου απερριψε βασιλεα και ιερεα.6 Ed ha tolto via con violenza il suo tabernacolo, come la capanna di un orto; Egli ha guasto il luogo della sua raunanza; Il Signore ha fatto dimenticare in Sion festa solenne, e sabato; Ed ha rigettato, nell’indegnazione della sua ira, re e sacerdote.
7 Ο Κυριος απεβαλε το θυσιαστηριον αυτου, εβδελυχθη το αγιαστηριον αυτου? συνεκλεισεν εν τη χειρι των εχθρων τα τειχη των παλατιων αυτης? ηλαλαξαν εν τω οικω του Κυριου ως εν ημερα εορτης.7 Il Signore ha gettato via il suo altare, ha distrutto il suo santuario, Ha messe in man de’ nemici le mura de’ palazzi di Gerusalemme; Essi hanno messe grida nella Casa del Signore, Come si soleva fare a’ dì delle solennità.
8 Ο Κυριος εβουλευθη να αφανιση το τειχος της θυγατρος Σιων? εξετεινε την σταθμην, δεν απεστρεψε την χειρα αυτου απο του να καταποντιζη, και εκαμε να πενθηση το περιτειχισμα και το τειχος? τα παντα ητονησαν ομου.8 Il Signore ha pensato di guastar le mura della figliula di Sion, Egli ha steso il regolo, e non ha rimossa la sua mano da dissipare; Ed ha distrutti ripari, e mura; Tutte quante languiscono.
9 Αι πυλαι αυτης ενεπηχθησαν εις την γην? ηφανισε και κατεσυντριψε τους μοχλους αυτης? ο βασιλευς αυτης και οι αρχοντες αυτης ειναι εν τοις εθνεσι? νομος δεν υπαρχει? ουδε οι προφηται αυτης ευρισκουσιν ορασιν παρα Κυριου.9 Le porte di essa sono affondate in terra; Egli ha disfatte, e spezzate le sue sbarre; Il suo re ed i suoi principi sono fra le genti; la Legge non è più, I profeti di essa eziandio non hanno trovata alcuna visione Da parte del Signore
10 Οι πρεσβυτεροι της θυγατρος Σιων, καθηνται κατα γης, σιωπωντες? ανεβιβασαν χωμα επι την κεφαλην αυτων, εζωσθησαν σακκους? αι παρθενοι της Ιερουσαλημ κατεβιβασαν τας κεφαλας αυτων προς την γην.10 Gli anziani della figliuola di Sion seggono in terra, e tacciono; Si son messa della polvere sopra il capo, Si son cinti di sacchi; Le vergini di Gerusalemme bassano il capo in terra.
11 Οι οφθαλμοι μου εμαρανθησαν υπο των δακρυων, τα εντοσθια μου ταραττονται, η χολη μου εξεχυθη εις την γην, δια τον συντριμμον της θυγατρος του λαου μου, επειδη τα νηπια και τα θηλαζοντα ελιποψυχουν εν ταις πλατειαις της πολεως.11 Gli occhi mi si son consumati di lagrimare, le mie interiora si son conturbate, Il mio fegato si è versato in terra, Per lo fiaccamento della figliuola del mio popolo, Quando i fanciulli, ed i bambini di poppa spasimavano Per le piazze della città.
12 Ειπον προς τας μητερας αυτων, Που ειναι σιτος και οινος; Οποτε ελιποθυμουν εν ταις πλατειαις της πολεως ως ο τραυματιας, οποτε η ψυχη αυτων εξεχεετο εις τον κολπον των μητερων αυτων.12 E dicevano alle madri loro: Dove vi è del frumento e del vino? E svenivano, come un ferito per le strade della città, E l’anima loro si versava nel seno delle madri loro.
13 Τινα να λαβω μαρτυρα εις σε; με τι να σε συγκρινω, θυγατηρ της Ιερουσαλημ; Με ποιον να σε εξομοιωσω δια να σε παρηγορησω, παρθενε, θυγατηρ Σιων; Διοτι ο συντριμμος σου ειναι μεγας ως η θαλασσα? τις δυναται να σε ιατρευση;13 Con che ti scongiurerò? a che ti assomiglierò, figliuola di Gerusalemme? A che ti agguaglierò, per consolarti, Vergine, figliuola di Sion? Conciossiachè il tuo fiaccamento sia grande come il mare: chi ti medicherà?
14 Οι προφηται σου ειδον περι σου ματαια και αφροσυνην, και δεν εφανερωσαν την ανομιαν σου, δια να αποστρεψωσι την αιχμαλωσιαν σου? αλλ' ειδον περι σου φορτια ματαια και προξενα εξωσεως.14 I tuoi profeti ti han vedute visioni di vanità, e di cose scempie; E non hanno scoperta la tua iniquità, Per ritrarti di cattività, E ti hanno veduti carichi di vanità, e traviamenti.
15 Παντες οι διαβαινοντες την οδον εκροτησαν επι σε χειρας? εσυριξαν και εσεισαν τας κεφαλας αυτων εις την θυγατερα της Ιερουσαλημ, λεγοντες, Αυτη ειναι η πολις, περι της οποιας ελεγετο, Η εντελεια της ωραιοτητος, η χαρα πασης της γης;15 Ogni viandante si è battuto a palme per te; Ha zufolato, e ha scosso il capo contro alla figliuola di Gerusalemme, Dicendo: È questa quella città, che diceva esser compiuta in bellezza, La gioia di tutta la terra?
16 Παντες οι εχθροι σου ηνοιξαν επι σε το στομα αυτων? εσυριξαν και ετριξαν τους οδοντας λεγοντες, Κατεπιομεν αυτην? αυτη τωοντι ειναι η ημερα, την οποιαν περιεμενομεν? ευρομεν, ειδομεν.16 Tutti i tuoi nemici hanno aperta la lor bocca contro a te; Hanno zufolato, e digrignati i denti; Hanno detto; Noi l’abbiamo inghiottita; Questo è pur quel giorno che noi aspettavamo, Noi l’abbiam trovato, noi l’abbiam veduto.
17 Ο Κυριος εκαμεν ο, τι εβουλευθη? εξεπληρωσε τον λογον αυτου, τον οποιον διωρισεν απο ημερων αρχαιων? Κατεστρεψε και δεν εφεισθη, και ευφρανεν επι σε τον εχθρον? υψωσε το κερας των εναντιων σου.17 Il Signore ha fatto ciò ch’egli avea divisato; Egli ha adempiuta la sua parola, ch’egli avea ordinata già anticamente; Egli ha distrutto, senza risparmiare; Ed ha rallegrato di te il nemico, ed ha innalzato il corno de’ tuoi avversari.
18 Η καρδια αυτων εβοησε προς τον Κυριον, Τειχος της θυγατρος Σιων, καταβιβαζε ως χειμαρρον δακρυα ημεραν και νυκτα? μη δωσης παυσιν εις σεαυτον? ας μη σιωπηση η κορη των οφθαλμων σου.18 Il cuor loro ha gridato al Signore: O muro della figliuola di Sion, spandi lagrime giorno e notte, A guisa di torrente; non darti posa alcuna; La pupilla dell’occhio tuo non resti.
19 Σηκωθητι, βοησον την νυκτα, οταν αρχιζωσιν αι φυλακαι? εκχεον την καρδιαν σου ως υδωρ εμπροσθεν του προσωπου του Κυριου? υψωσον προς αυτον τας χειρας σου, δια την ζωην των νηπιων σου, τα οποια λιποθυμουσιν απο της πεινης επι των ακρων πασων των οδων.19 Levati, grida di notte, al principio delle vegghie delle guardie; Spandi il cuor tuo, come acqua, davanti alla faccia del Signore; Alza le tue mani a lui, per l’anima de’ tuoi piccoli fanciulli, Che spasimano di fame, ad ogni capo di strada.
20 Ιδε, Κυριε, και επιβλεψον, εις τινα ποτε εκαμες ουτω; Να φαγωσιν αι γυναικες τον καρπον της κοιλιας αυτων, τα νηπια εν τοις σπαργανοις αυτων; Να φονευθωσιν εν τω αγιαστηριω του Κυριου ιερευς και προφητης;20 Vedi, Signore, e riguarda a cui tu hai giammai fatto così; Conviensi che le donne mangino il lor frutto, I bambini ch’esse allevano? Conviensi che nel santuario del Signore sieno uccisi sacerdoti e profeti?
21 Το παιδιον και ο γερων κοιτονται κατα γης εν ταις οδοις? αι παρθενοι μου και οι νεανισκοι μου επεσον εν μαχαιρα? εφονευσας εν τη ημερα της οργης σου, κατεσφαξας, δεν εφεισθης.21 Fanciulli e vecchi son giaciuti per terra in su le strade; Le mie vergini, ed i miei giovani son caduti per la spada; Tu hai ucciso nel giorno della tua ira, Tu hai ammazzato, tu non hai risparmiato.
22 Προσεκαλεσας πανταχοθεν, ως εν ημερα πανηγυρεως, τους τρομους μου, και ουδεις εσωθη ουδε υπελειφθη εν τη ημερα της οργης του Κυριου? εκεινους, τους οποιους εσπαργανωσα και ηυξησα, ο εχθρος μου συνετελεσεν αυτους.22 Tu hai chiamati, d’ogn’intorno, i miei spaventi, Come ad un giorno di solennità; E nel giorno dell’ira del Signore, niuno si è salvato, nè è scampato; Il mio nemico ha consumati quelli che io aveva allevati, e cresciuti